Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Η βαριά βιομηχανία μας, ως χώρα, είναι ο τουρισμός. Η ποιοτική εξυπηρέτηση του τουρίστα, δηλαδή. Του επισκέπτη, θα έλεγα εγώ, διότι η λέξη τουρίστας έχει κακοποιηθεί, ταυτισμένη με την έννοια του εύκολου κέρδους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Ο επισκέπτης, από την άλλη, είναι ιερό πρόσωπο. Τον προστατεύει ο Ξένιος Δίας και ο σεβασμός προς τον «ξένο», που γέννησε τη φιλοξενία.

Στη Κρήτη, μα σε πόλεμο βρίσκονταν, μα σε βεντέτες και νταηλίκια, έτσι κι εμφανιζόταν «ξένος», επισκέπτης, δηλαδή, από ξένο/άλλο μέρος, κατεβάζαν τις κουμπούρες, κάνανε ανακωχή, όσο να περιποιηθούν τον «ξένο» τους. Να τον «φιλοξενήσουν». Να τον ταϊσουν τα καλύτερα καλούδια τους, να πιούνε μαζί του, στην υγειά του, απ’ τις καλύτερες ρακές και τα παλαιότερα κρασιά. Να τον φορτώσουν με πεσκέσια, ξεπροβοδίζοντάς τον, να διευκολύνουν το ταξίδι του με κάθε τρόπο.

Μόλις τελειώσει αυτό το «τελετουργικό», επανέρχονται στις αγριάδες τους, ήσυχοι πως το καθήκον τους προς τον «ξένο» το κάνανε και μπορούν τώρα να ξεκάνουν ο ένας τον άλλον με την ησυχία τους.

Πριν κάτι χρόνια, π.κ. (προ κρίσης), με έστειλε ένα από τα ΚΕΚ (Κέντρο Επαγγελματικής Κατάρτισης), που συνεργαζόμουν, στην Τήνο, να διδάξω «Επικοινωνία και Ποιοτική Εξυπηρέτηση» σε επαγγελματίες – εργαζόμενους στον Τουρισμό.

Τουριστικό νησί η Τήνος, όλες τις εποχές, λόγω της Παναγίας της. Υπέροχες οι παραλίες της για τα καλοκαίρια, γραφικά τα χωριουδάκια της, σχολή γλυπτικής, που ανέδειξε μεγάλους γλύπτες, όπως ο Χαλεπάς και άλλοι, αλλά το μεγάλο της ατού παραμένει ο θρησκευτικός τουρισμός. Οι Έλληνες, κυρίως, επισκέπτες του Σαββατοκύριακου, καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, να προσκυνήσουν τη Χάρη Της.

Το ΚΕΚ, με το οποίο συνεργαζόμουν, μου είχε κλείσει δωμάτιο με όλα τα κομφόρ, τέτοια εποχή ήτανε… Είχε κανονίσει να τρώω, σε συγκεκριμένη ταβέρνα, πρωί-μεσημέρι-βράδυ, χωρίς να πληρώνω. Απλά τους μάζευα τις αποδείξεις. Όλα καλά κι οργανωμένα και οι εκεί υπεύθυνοι του σεμιναρίου, ευγενέστατοι κι εξυπηρετικότατοι.

Το μάθημα ξεκινούσε στις 4. Ο καιρός ήταν θαύμα. Είχα όλο το χρόνο ν’ απολαύσω τον καφέ μου, τις βόλτες μου, το μεσημεριανό μου και χορτάτη και ευτυχής, να πάω να διδάξω «Ποιοτική Εξυπηρέτηση».

Εκείνη τη μέρα, μου μύρισε ουζάκι με μεζέ. Ήταν η ώρα 12 κι ένα ουζάκι ή μια ρακή με μεζέ, ήταν ό,τι έπρεπε. Είχε πιάσει κι ένας ξαφνικός αέρας, να σου παίρνει το κεφάλι και προχώρησα στα στενά, για να βρω πού θα πιω το ουζάκι μου. Και να το! Ένα ουζερί, με γραφική ταμπέλα, ξύλινη, ζωγραφιστή στο χέρι, μ’ ένα κατάλογο μακρύ με ποικίλες λιχουδιές. Σε ωραία καβάντζα, να μην το πιάνει ο αέρας. Το μαγαζί άδειο. Μέσα, ένας κύριος ταχτάριζε ένα παιδάκι στα γόνατά του.

«Είστε εδώ, του ουζερί;», ρωτώ

«Μάλιστα.»

«Μπορώ να έχω ένα ουζάκι με μεζέ;»

«Όχι!»

«Παρντόν; Ουζερί δεν είναι;»

«Μόνο μερίδες σερβίρουμε, μαντάμ!»

«Δηλαδή, το γνωστό, ελληνικό «ουζάκι με μεζέ», λίγο τυράκι, σαλαμάκι, ντοματούλα, ελίτσα, αγγουράκι, δεν παίζει σε κοτζάμ ουζερί;»

«Είπαμε, μόνο μερίδες σερβίρουμε!»

«Καλέ, με βλέπετε, μόνη μου είμαι, να πιω ένα ουζάκι με μεζέ ήθελα, απλώς, για την όρεξη και… βλέπουμε.»

«Δε γίνεται.»

Ανένδοτος! Μη μπορώντας να καταλάβω τι στο καλό θα πάθαινε, κοντζάμ ουζερί, άδειο, να μου σερβίρει ένα ουζάκι με μεζέ, προχωρώ στα ενδότερα, αποφασισμένη, ο κόσμος να χαλάσει, να πιω ένα ουζάκι με μεζέ και 2 και 3, τώρα, μη σας πω, με τα νεύρα που ‘χω.

Και να σου, ένα μικρό, υπόγειο, λιτό μαγαζάκι, χωμένο κάτω από κάτι σκαλιά, που δημιουργούν λότζα, με δύο μικρά τραπεζάκια στο στενό σοκάκι. Αυτά τα μικρά, σιδερένια, του καφενείου, σε μπλε κυκλαδίτικο. Στη μικρή βιτρίνα του, που έσκυβες για να τη δεις, διάφορα μεζεδάκια.

«Παρακαλώ, σερβίρετε ουζάκι με μεζέ;»

«Φυσικά, κυρία μου. Και ουζάκι και ρακή, ό,τι προτιμάτε.»

«Τέλεια! Ένα σφηνάκι ρακή, τότε, με μεζέ.»

Βολεύομαι στο τραπεζάκι μου, προστατευμένη από τον αέρα που λυσσομανά, ανοίγω το βιβλίο μου και έρχεται η ρακή μου. Ένα μικρό σφηνάκι και στο πιατάκι του καφέ, ντοματούλα κι αγγουράκι, 2 ελιές, ένα κομματάκι τυρί σαγανάκι, μια φέτα σαλαμάκι, καρφιτσωμένα σε μπουκίτσες ψωμιού. Το γνωστό παραδοσιακό μεζεδάκι, που όλοι αγαπήσαμε, για να συνοδεύσει ένα ποτήρι ούζου, ρακής ή τσίπουρου.

Ο Νταν Μπράουν, εν τω μεταξύ, να μ’ έχει συνεπάρει με το βιβλίο του «Κώδικας Νταβίντσι», που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Να μ’ έχει στην περιπέτεια και το σασπένς και να μη σηκώνω κεφάλι.

«Άλλη μία απ’ τα ίδια, μου φέρνετε παρακαλώ;»

Το δεύτερο, μικρό σφηνάκι, κατέφθασε με ντοματούλα, ελίτσες, λίγο αυγό βραστό κι ένα ντολμαδάκι, αυτή τη φορά, καφιτσωμένα στις μπουκίτσες ψωμιού. Πέρασε έτσι η ώρα, μου άνοιξε κι η όρεξη και ζήτησα το λογαριασμό, για να συνεχίσω με το γεύμα μου στη γνωστή ταβέρνα, πριν πάω στο μάθημα.

«Τι χρωστάω;»

«18 ευρώ.»

Πληρώνω και φεύγω. Για απόδειξη, ούτε λόγος. Βγαίνοντας απ’ το σοκάκι στο λιμάνι, με χτυπάει ο αέρας κατά πρόσωπο και με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Τι έγινε; Έδωσα 18 ευρώ για δυο ρακές; Στο υπόγειο, χωρίς θέα, μικιό καφενεδάκι; Για δυο ρακές; Με μεζέεε, δε λέω, αλλά δεν έφαγα και τα «μπαλάκια» του Κινγκ Κονγκ! Μα, για δυο ρακές, 18 ευρώ;

Όσο το σκεφτόμουν, τόσο φούντωνα. Καλά που φύσαγε αυτό το αεράκι, δηλαδή, γιατί μπορεί να είχα εκραγεί κιόλας. Με το που φτάνω στην ταβέρνα, ζητώ τον κατάλογο και παραγγέλνω μια ποικιλία καραμπινάτη, με τα πάντα μέσα, πιατέλα ολόκληρη και κόστος 6 ευρώ! Ε ναι, δεν τρελάθηκα! Με είχε «ληστέψει» ο άλλος.

Καταλαβαίνετε τι ακολούθησε στο μάθημα. Όλο το υλικό για παραδείγματα κακής εξυπηρέτησης, μου το είχε προσφέρει απλόχερα η καθημερινότητα του νησιού, σε διάστημα δυο ωρών. Στενοχωρημένοι και ντροπιασμένοι οι μαθητές μου προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τα κακώς κείμενα και με προέτρεψαν να πάω να ζητήσω απόδειξη, να τους καταγγείλω κλπ. Τίποτα δεν έκανα απ’ αυτά, τελικά. Ξέδωσα με μια διδασκαλία όλο πάθος και φλόγα, για τη σημασία της «Ποιοτικής Εξυπηρέτησης» και συνήλθα.

Το θυμάμαι ακόμα, όμως, όπως βλέπετε και θα το θυμάμαι πάντα. Κι αν θυμόμουν και το όνομα του ουζερί, που δε με σέρβιρε καν, και του καφενέ, που με λήστεψε, θα έβγαζα ταξιδιωτική οδηγία, για να αποφεύγετε τα συγκεκριμένα μαγαζιά και το νησί ολόκληρο, μη σας πω. Κρίμα δεν είναι, για το νησί; Εμ, έτσι, είναι! Η καλή φήμη δύσκολα αποκτιέται και εύκολα χάνεται. Επηρεάζει δε, όλους τους εμπλεκόμενους, με δυσάρεστες επιπτώσεις, που κάποτε θα φανούν…

Κι όμως, είναι τόσο απλά τα πράγματα. Αν θες να γίνεις ο καλύτερος στην Ποιοτική Εξυπηρέτηση, βάλε τον εαυτό σου στη θέση του «πελάτη» και το τοπίο θα ξεδιαλύνει αμέσως.