Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


(Μέρος Πρώτο)

Το ταξίδι στην Αίγυπτο συνεχίζεται με την επόμενη ημέρα να μας βρίσκει στις Πυραμίδες. Η Όλγα κι εγώ μάλιστα, ανεβήκαμε κιόλας από μέσα, εννοείται. Η «σκάλα» που οδηγούσε στο νεκροθάλαμο δεν ήταν ακριβώς σκάλα, αλλά μια σανίδα με μέταλλα κολλημένα πάνω της, για να ακουμπάς τα πόδια ίσα – ίσα. Από τη μια μεριά ο τοίχος κι από την άλλη το κενό, μ’ ένα σκοινί για να κρατιέσαι. Λάμπες φέγγανε, για να βλέπεις, κι όταν έφτανες πια στο τέρμα, ένα άνοιγμα σε έβγαζε στο νεκροθάλαμο. Μούμια δεν υπήρχε φυσικά, είχε δροσιά κι από ένα συγκεκριμένο σημείο, έβαζες το χέρι σου κι ένιωθες τον αέρα να μπαίνει, χωρίς να φαίνεται από πού ακριβώς! Για να μπαινοβγαίνει η ψυχή του Φαραώ ανενόχλητη, σου λέει. Η κάθοδος ήταν ακόμα πιο δύσκολη, διότι έπρεπε να σκύψεις, για να περάσεις το άνοιγμα και αμέσως να ισορροπήσεις σ’ αυτή τη «σκάλα», με κίνδυνο να φουντάρεις κατευθείαν στα βάθη και να βρεθείς μούρη με μούρη με τον Τουτανχαμών! Δεν το ξανάκανα σήμερα με την ακροφοβία που έχω να με πληρώνανε (καλά δεν ορκίζομαι κιόλας, μ’ αυτή την κρίση που μας δέρνει..). Η υπόλοιπη οικογένεια μας περίμενε απ’ έξω, να βγάλουμε φωτογραφίες με τις καμήλες.

Μας είχε προειδοποιήσει ο ξεναγός, μην ξεγελαστούμε, να μας πάνε βόλτα οι καμηλιέρηδες, διότι δεν ήταν σίγουρο ότι θα μας έφερναν πίσω. Τεράστιες οι καμήλες εν τω μεταξύ. Πώς να ανέβεις εκεί πάνω! «Α, εμείς, θέλουμε ν’ ανέβουμε μαζί, γίνεται;», παρακαλάμε οι φιλενάδες. Άκου λέει, μας βουτάει ο νταβραντισμένος καμηλιέρης και τις δύο ταυτόχρονα τις αφρατούλες και μας τοποθετεί πάνω στην καμήλα! Ίσα που προλάβαμε ν’ αρπαχτούμε από τα γκέμια, βουτάει μπρος η γονατιστή καμήλα για να σηκωθεί, είδαμε την έρημο γκρο πλαν, σηκώνει στο καπάκι τα πισινά πόδια είδαμε τον ουρανό τ’ ανάσκελα… ισορροπήσαμε! Βγάλαμε και τις φωτό και κάπως έτσι ξανακατεβήκαμε. Στη διπλανή καμήλα, το Σοφάκι, σοβαρό πάντα με ένα αραβικό σαρίκι στο κεφάλι, συνειδητοποιεί ότι μετακινεί ο καμηλιέρης την καμήλα της «Μαμάααα!», βάζει τις φωνές! «Λα, λα! (όχι,όχι), στάνααα (στάσου)!», να φωνάζει η μάνα. Ευτυχώς, ο καμηλιέρης ήθελε απλά να γυρίσει την καμήλα, για να βγει η φωτό με φόντο την πυραμίδα κι όχι για να την πάρει στα βάθη της ερήμου. Το ίδιο βράδυ ξαναπήγαμε, για να παρακολουθήσουμε το «Ήχος και Φως». Στην είσοδο μας μοίρασαν κουβέρτες μάλλινες, χοντρές και απορήσαμε. Βλέπετε, η θερμοκρασία στην έρημο τη μέρα είναι υψηλή, αλλά το βράδυ πέφτει. Κουκουλωθήκαμε με τις κουβερτούλες μας και παρακολουθήσαμε ένα απολαυστικότατο θέαμα πραγματικά με την εξαίσια φωνή του Λώρενς Ολίβιε και άλλων εκλεκτών ηθοποιών!

Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε με τις φωνές της Όλγας, η οποία με το που άνοιξε τα ωραία της μάτια, είδε μια κατσαριδάρα να ξεπροβάλει από το μαξιλάρι της, να την κοιτά, με ευγνωμοσύνη μάλλον, αφού τη φιλοξένησε όλη νύχτα στο κρεβάτι της! Να δεις που έπρεπε να εξοικειωθούμε και με τις κατσαρίδες εκτός από τα χέρια στα οπίσθια.

Είδαμε όλα τα αξιοθέατα: το Ζωολογικό Κήπο, το παλάτι του Φαρούκ, ένα τζαμί περίφημο, που δε θυμάμαι ποιο και φυσικά το Μουσείο του Καϊρου. Τι χρυσός! Τι έργα, δεν παίζεται. Εμείς όμως θέλαμε να δούμε και μούμιες. Μόνο που αυτές ήταν σ’ ένα χώρο κλειστό, διότι τον ανακαίνιζαν και δε μπορούσαμε να τις δούμε. Η Όλγα ανένδοτη. «Δε φεύγουμε, αν δε δούμε μούμιες!» Μα με την κλάψα, μα γιατί η φίλη μου είναι όμορφη, λευκή και αφράτη, τις είδαμε και τις μούμιες, εμείς και μόνο εμείς, παρακαλώ.

Τελευταίο, αφήσαμε το προσκύνημα στο σπίτι του μπαμπά στην Ηλιούπουλη, οδός Ισμαήλ 8. Πήραμε το τραίνο αυτή τη φορά. Πρώτη θέση, καλού-κακού, αλλά μη φανταστείτε… Τουλάχιστον καθόμασταν. Στη διαδρομή, εκεί που χαζεύαμε, τι να δούμε! Αιγύπτιοι να σηκώνουν τις κελεμπίες τους με άνεση, το εσώρουχο άγνωστη λέξη, να κατουράνε στο όρθιο και να χρησιμοποιούν τους τοίχους ως… χαρτί υγείας, για να το πω κομψά!! Το βρήκαμε το σπίτι, όρθιο! Αλλά μαυρισμένο από τα καυσαέρια και τη σκόνη του χρόνου. Συγκινήθηκε ο μπαμπάς (α ρε πατέρα!)…

Την επομένη με το πούλμαν του γκρουπ πήγαμε Αλεξάνδρεια! Το ξενοδοχείο Metropol πάνω στην περίφημη κορνίς, καμιά σχέση με το χάλι του Ambassador! Εξωτερικά σαν παλάτι, εσωτερικά μαρμάρινες σκάλες με ξύλινες κουπαστές, πολυέλαιοι και μια αρχοντιά που είχε μείνει από τη χρυσή εποχή του. Μπροστά στη σκάλα ένας ψηλός, Ινδός, με αστραφτερή, χρυσοποίκιλτη κελεμπία, σαρίκι στο κεφάλι, μελαχρινός με περιποιημένο μούσι, με μάτια κάρβουνα και κόκκινη, ζωγραφιστή βούλα στο μέτωπο, κούκλος! Νομίζαμε δε, ότι ήταν όντως ψεύτικος μέχρι που μας χαμογέλασε και μας συνόδευσε μέχρι το ασανσέρ. Πάθαμε την πλάκα μας οι τηνέϊτζερς! Τακτοποιηθήκαμε κι αρχίσαμε τις βόλτες. Παλάτια, τζαμιά, δεν αφήσαμε τίποτα. Το φαγητό του ξενοδοχείου ωραίο, καθαρό, χωρίς κατσαρίδες, θαύμα!

Την επομένη, κατά την ώρα της μεσημεριανής σιέστας, η Όλγα κι εγώ, πού ύπνος; Ενημερώνουμε ότι θα είμαστε στο καφέ του ξενοδοχείου, για να μην ανησυχούν και αράξαμε στις αναπαυτικές πολυθρόνες με τσαγάκι και γλυκάκι. Και, ω του θαύματος, μας πλησιάζει ένας Αιγύπτιος, κοντός αλλά ωραίος, τύπου Ομάρ Σαρίφ και μας αρχίζει σ’ ένα πολύ ευγενικό, ανατολίτικο, μεσταλωτικό φλερτ. Για την ακρίβεια, την Όλγα φλέρταρε ο Κεμάλ, μόνο που μιλούσε μόνο γαλλικά. Η Όλγα με τα γαλλικά δεν το ‘χε κι έτσι βρέθηκα εγώ να κάνω τη μετάφραση: «Πείτε στη φίλη σας ότι είναι όμορφη, σα φράπα», μετέφραζα εγώ. «Τα μάτια της είναι υπέροχα», μετέφραζα εγώ. «Το δέρμα της, διάφανο σα πορσελάνη», μετέφραζα εγώ. Μας κέρασε γλυκό, μας έφερε λουλούδια και στο τέλος μας είπε να μας πάει, εκεί δίπλα, σε μια μπιζουτερί, να μας αγοράσει χρυσά κοσμήματα! «Δεν πάμε, ρε σύ;» να της λέω εγώ, μπας και βγάλω τα μεταφραστικά. «Παλάβωσες;» να μου λέει εκείνη και χιχιχι, κοριτσίστικα γελάκια! Τώρα εγώ, η έξυπνη, υπολόγισα ότι σε μισή ώρα θα μας μάζευε το πούλμαν για επιστροφή στο Κάιρο. Άμα είναι και δίπλα η μπιζουτερί, τι θα παθαίναμε απογευματάκι μέσα στον κόσμο; Προλαβαίνουμε να πάρουμε τα μπιζού και να φύγουμε στο τσάκα. Τρομάρα μου! Λίγο ακόμα και θα την έψηνα, ίσως, αλλά να σου ο μπαμπάς, χαμογελαστός και φρέσκος, μετά τη σιέστα του, κατέβηκε για το καφεδάκι του (α ρε πατέρα!). «Τι γίνεται, κορίτσια;», «Να εδώ, τα λέμε με τον Κεμάλ, μπαμπά» εγώ, με ύφος αθώας περιστεράς. Έκανα τις συστάσεις, ευγενέστατος ο Κεμάλ, ευγενέστατος κι ο μπαμπάς, τα είπαν μια χαρά μεταξύ τους στα αραβικά, μέχρι να τελειώσει ο καφές και να αναχωρήσουμε για Κάιρο.

Τελευταία μέρα στο Κάιρο, κάναμε τα ψώνια μας στο Χαν Χαλίλ: κελεμπίες, μπωλάκια μπλε και πράσινα από μούσκι (φυσητό γυαλί), μέχρι και δαχτυλίδι χρυσό, αυτόν τον κοκκινωπό χαρακτηριστικό χρυσό της Αιγύπτου αγόρασε η μαμά με κοτζάμ Αλεξανδρέτα (ημιπολύτιμος λίθος)! Ήπιαμε χυμούς από λάιμ (δεν υπήρχαν λάιμ ακόμα στην Ελλάδα) και τροπικά φρούτα. Αγοράσαμε πετσέτες μπάνιου, το καλύτερο βαμβάκι, αυτό της Αιγύπτου, αλλά από χρώματα και σχέδια «αραπιά», έλεγε ο μπαμπάς. Ακόμα, τις έχουμε τις πετσέτες, αθάνατες.

Τόσες πολλές εικόνες, τόσες εντυπώσεις, τι να πρωτο-καταγράψεις! Είδαμε ζητιάνες, κουκλάρες με χρυσά βραχιόλα σε χέρια και σε πόδια. Υπέροχες γυναίκες να κουβαλάνε τα πάντα στο κεφάλι τους μέχρι πλυντήριο μικρό κουβαλούσε μία, να σιένται να λιγιένται με χάρη. Πιτσιρίκια να μας κυνηγάνε, φορτικά «μπαξίς,μπαξίς!» μέσα στη βρώμα, τη τσίμπλα κι ένα κάρο μύγες απάνω τους. Τις οποίες μύγες δεν τις διώχνουν, διότι αυτές είναι λέει χορτάτες, άμα τις διώξουν, θα έρθουν άλλες πεινασμένες!! Ανατολίτικη λογική…

Υπερπλήρεις επιστρέψαμε στην Αθήνα. Μέχρι να πάρουμε τις βαλίτσες στο αεροδρόμιο, λέω στη φίλη μου:

«Ρε συ, δε νιώθεις σαν κάτι να σου λείπει;»

«Τι εννοείς;»

«Το χέρι απ’ τα οπίσθια, καλέ!!»

«Χαχαχαα!»

Α, ρε πατέρα! Αγαπημένε μου! Στο αφιερώνω αυτό το κειμενάκι, να το χαρείς εκεί ψηλά που βρίσκεσαι, φόρο τιμής σε ‘σένα και την αγαπημένη σου πατρίδα!