Άρθρο: Σταμάτης Παρασκευάς


Κλείνω τα μάτια. Πλέον δεν είμαι σίγουρη αν τότε έδινα τόση προσοχή στην ανάσα μου, όπως τώρα νομίζω πως θυμάμαι. Άσθμαινα. Πονούσα. Αλλά ήταν γλυκός πόνος. Πολλή υγρασία. Ήμασταν περίπου 70 άτομα πάνω στη βάρκα έμαθα μετά. Εκείνη τη στιγμή, αν με ρωτούσες κι αν σε άκουγα, θα σου έλεγα πως ήμασταν καμιά δεκαριά. Ο πόνος, το σκοτάδι κι η υγρασία, τα κύματα με τα σκαμπανεβάσματα της βάρκας ήταν σαν τείχη.

Αυτό είναι δική μου πρόσθεση στα γεγονότα και στα λόγια της. Πώς να καταγράψεις χωρίς να φανταστείς; Δεν το έζησες, δεν πόνεσες, δεν φοβήθηκες.

Πόσο πολύ φοβήθηκα, να ‘ξερες. Άνοιξα τα πόδια μου και προσπάθησα να σφιχτώ με όσες δυνάμεις είχα. Ήμουν σε μια βάρκα με υγρασία, με σκοτάδι πηχτό, να μη βλέπεις γύρω σου πρόσωπα και χέρια. Πόσοι χριστοί γεννιούνται, Παναγιά μου, σκέφτηκα.

Πόσο δυνατό αυτό που είπε. Κλείνω τα μάτια να σκεφτώ το σκοτάδι. Αλλά θα ‘ναι απ’ αυτά τα σκοτάδια των τυφλών, που δεν μπορείς να τα προσεγγίσεις με κανένα μέσο. Γεννούσε.

Γέννησα το παιδί μου και εκείνο γλίστρυσε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου πάνω στα πόδια των άλλων. Θα ποδοπατηθεί; Έπιασα τον ομφάλιο λώρο και το τράβηξα με ορμή. Δεν σκέφτηκα καν ότι μπορεί να το τραυμάτιζα ή να με τραυμάτιζα. Ποιος σκέφτεται; Το πήρα στα χέρια μου και το ακούμπησα στον αριστερό μου ώμο. Πλέον είμαι σίγουρη ότι έδινα προσοχή στην ανάσα του, το θυμάμαι τώρα και το πρόσεχα και τότε. Αν με ρωτούσες, αν ήμουν ζωντανή εκείνη τη στιγμή ή όχι, δε θα ήξερα να σου απαντήσω τώρα. Το σκοτάδι, η υγρασία, οι πόνοι, τα τείχη, όλα με εμπόδιζαν. Αλλά ένιωθα την ανάσα του. Δεν θυμάμαι καν αν έκλαψε. Αλλά ανέπνεε.

Πώς να καταγράψεις χωρίς να φανταστείς; Έκλεισα το μαγνητόφωνο. Πήρα την μικρή κάμερα του κινητού μου και της ζήτησα να μου πει κάτι για το πώς ένιωθε γι’ αυτούς που την έσωσαν από εκεί. Έκλεισα το μικρόφωνο και τράβηξα τα μάτια της. Δεν θυμάμαι καν τι είπε. Είχε γεννήσει.

Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια δεν μπορώ να θυμηθώ πολλά γιατί δεν έβλεπα. Μόνο το κρύο, την υγρασία, τους πόνους, τα σκαμπανεβάσματα μπορώ να φέρω όλο και πιο σπάνια στο μυαλό μου. Ως και τα όνειρά μου τώρα δεν μπορούν να τα ονειρευτούν, αλλά μόνο να δούνε το μέλλον.

Κι αυτό δική μου πρόσθεση. Έδειχνε ήρεμη και σίγουρη ή τουλάχιστον ασφαλής. Και τότε μου απάντησε.

Πόσο πολύ φοβάμαι, να ‘ξερες. Αλλά υποχρέωσή μου δεν είναι να φοβάμαι πια. Πρέπει σαν άνθρωπος κι όχι μόνο σαν μάνα να σταθώ δίπλα στο μωρό μου και σ’ εμένα.

Κι αυτό δεν ήταν δική μου πρόσθεση. Ούτε δική μου πρόθεση να μη φοβάμαι πια. Και δεν φοβόταν. Και δεν φοβόταν. Άνοιγα το βίντεο αργότερα κατά καιρούς και έβλεπα τα μάτια της και ήταν το ίδιο φωτεινά. Και δεν φοβόταν. Κι ήταν λίγο πριν κλάψει το μωρό.

Πόσοι άνθρωποι φοβούνται συνεχώς; Τι να κάνω; Τι να κάνω;