Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


-Κώστα, θέλεις να φας μαζί μας το μεσημέρι;

-Όχι, όχι.

-Γιατί παιδάκι μου, τι έχεις να κάνεις;

Τον κατάφερα. Δεκατεσσάρων ο Κώστας, πρώην συμμαθητής του γιου μου. Λέω πρώην, γιατί τον απέβαλαν από το σχολείο προ μηνών. Αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος αποφάσισαν, με τη σύμφωνη γνώμη της μάνας του. Δεύτερη φορά που τον αποβάλλουν.

Από εκείνο το μεσημέρι που έφαγε μαζί μας, ξαναήρθε άλλα δέκα, μπορεί και περισσότερα. Συναντούσε το Γιώργο, το γιο μου μετά το σχόλασμα και τον συνόδευε σπίτι, σαν να αποζητούσε την πρόσκληση. Όσες φορές τον πετύχαμε στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο άντρας μου ή εγώ, τον καλέσαμε.

Το πρόσωπό του είναι φουντωμένο από εφηβική ακμή αλλά πιο πολύ από θυμό. Τα μαλλιά του ανακατωμένα μόνιμα. Τα χέρια του γεμάτα φλέβες. Τα μάτια του… τα μάτια του με έκαναν να τον καλέσω την πρώτη φορά. Γλυκά, πονεμένα μάτια, χαμηλωμένα σαν από ντροπή, σαν από πόνο… Αχ! Κώστα!

Σήμερα, γυρνούσε κάτω από το σπίτι μας. Μόλις με είδε, έλαμψε. Γυρνούσα φορτωμένη με ψώνια του σούπερ μάρκετ. Μου πήρε τις μισές σακούλες απ’ τα χέρια. Τακτοποιήσαμε μαζί τα πράγματα στο ψυγείο και στα ντουλάπια. Ο άντρας μου ήταν στο γραφείο, ο γιος μου βόλτα με το κορίτσι του φαντάζομαι, σήμερα που τέλειωσε το σχολείο. Ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω το στόμα του να πει όσα λένε τα μάτια του τόσον καιρό και κανείς δεν τα ακούει. Του έστυψα μια πορτοκαλάδα.

-Τώρα πες μου Κώστα, τι συμβαίνει.

-Τι να πω.

-Όλα πες τα. Εγώ, που ποτέ δε ρώταγα για τα οικογενειακά των παιδιών, για τις λεπτομέρειες της σπιτικής τους ζωής, με το φόβο μην και θεωρηθώ κουτσομπόλα ή περίεργη, υπερέβην τον εαυτό μου. Ήταν ανάγκη να μάθω.

-Με απέβαλαν ξανά.

-Πάλι έδειρες κόσμο;

Χαμήλωσε τα μάτια.

-Πες μου για τα υπόλοιπα, συμπλήρωσα, χωρίς να περιμένω απάντηση αν έδειρε κόσμο.

Με κοιτούσε αμίλητος.

-Πες μου για τη μαμά σου. Για τον μπαμπά σου.

-Τι να πω;

-Όλα. Όσα μπορείς δηλαδή. Όσα θέλεις.

-Θέλω να σας πω αλλά …

-Τι; Μήπως δε σε εγκρίνω; Αν σκεφτόμουν έτσι, δε θα ήσουν τώρα εδώ, Κώστα.

Ο Κώστας έβλεπε τη μάνα του ξυλοδαρμένη απ’ τον πατέρα, από όταν θυμάται τον εαυτό του. Νοσηλείες πολλές. Μετά τα νοσοκομεία, ο πατέρας μετάνιωνε, δε θα ξαναπιώ, ορκιζόταν, τρεις μέρες, μια βδομάδα το πολύ κρατούσε, ξανάπινε. Άκουγε τα ουρλιαχτά της μάνας, τις κατάρες, τις πόρτες να βροντάνε ως το χωρισμό. Μετά το χωρισμό, ο πατέρας στα νοσοκομεία, με προβλήματα υγείας. Ο μεγαλύτερος αδελφός του χρήστης. Ο νέος φίλος της μάνας, χρήστης. Η μάνα κουρέλι, που με κουρέλια σφουγγαρίζει ξένες σκάλες. Και ο Κώστας δέρνει. Ό, τι πήρε κι ό, τι παίρνει, αυτό δίνει. Το νέο σχολείο τον απέβαλε και αυτό. “Χαλάει την εικόνα του σχολείου” του είπαν.

Μέσα μου ούρλιαζαν θηρία.

Η φωνή του βραχνή, λίγο απ’ την ηλικία, λίγο απ’ τη θλίψη. Δεν έκλαψε. Κλαίει μέσα του, από βρέφος δε σταμάτησε.

-Μην τα πείτε αυτά στο Γιώργο, σας παρακαλώ.

‘Η εικόνα του σχολείου’ και ‘Η εικόνα του γιου μου’ που μου επισήμανε μια άλλη μητέρα νουθετώντας με, να τους κόψω την παρέα.

Και η εικόνα της ψυχής του; Η εικόνα της ζωής του; Της οικογένειας; Του κόσμου; Και πιο πολύ της μάνας; Η εικόνα που έχει ο Κώστας για όλα αυτά;

Ένιωθα τόσο ανήμπορη, τόσο νικημένη, γνωρίζοντας μάλιστα πως και σχολική σύμβουλος και ψυχολόγος ασχολήθηκαν, και όμως ο Κώστας ακόμα σ’ αυτό το σπίτι, με αυτές τις συνθήκες ζούσε.

-Αγόρι μου, η εικόνα που έχουμε εμείς για τον εαυτό μας και για τη ζωή μας είναι η πιο σημαντική. Εσύ βλέπεις κακό τον εαυτό σου, και τη ζωή σου. Στο Γιώργο δε θα πω τίποτα. Αλλά εσύ θα τα πεις όλα σε κάποιον γιατί δεν είσαι κακός.

Πήρα τηλέφωνο έναν φίλο μου, ψυχολόγο. Ο Κώστας θα τον βλέπει δωρεάν μια φορά την εβδομάδα. Του είπα πως θα είμαι στη διάθεσή του και θα δράσουμε μαζί για να τσακίσουμε όχι την ήδη κομματιασμένη εικόνα του Κώστα, αλλά όλων εκείνων που ζουν για μια εικόνα, κι ας βρομάει ο τόπος έγκλημα.

Στην πόρτα, όπως έφευγε τον αγκάλιασα. Μύριζε εγκατάλειψη.

Όπως έμπαινε στο ασανσέρ του έκλεισα το μάτι.

-Μη φοβάσαι τίποτα, του είπα σχεδόν ψιθυριστά, κι ο ψίθυρός μου ακούστηκε σαν ιαχή θριάμβου, μέσα από την ακουστική που πρόσφερε ο άδειος διάδρομος της πολυκατοικίας.

Ως το Σεπτέμβρη, θα το έχουμε λύσει το θέμα της “εικόνας του σχολείου” υποσχέθηκα στον εαυτό μου κλείνοντας την πόρτα.

Για τον Κώστα δεν υπόσχομαι τίποτα. Εκατό ζωές δε φτάνουν για να λυθούν τα μάγια που κάνουν στις παιδικές ψυχές οι ενήλικοι.