Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα


Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ ένα παραμύθι, μια ιστορία με φόντο τη μαγική χώρα του ηλίου, ένα ταξίδι προς το παλάτι της ελευθερίας, μια διαδρομή γεμάτη κακές μάγισσες και μοχθηρούς νάνους, κολοκύθες που αδυνατούν να μεταμορφωθούν σε άμαξες και πρίγκιπες που γυρεύουν θαυματουργά ξόρκια.

Στο σημείο αυτό, θα ήταν ίσως σκόπιμο να σας συστηθώ. Ονομάζομαι Αλέξης και θα μπορούσα να είμαι ο συνάδελφος που σας φλερτάρει διακριτικά, ο διευθυντής σας σε κάποια εταιρία που βρίσκεται στα όρια χρεοκοπίας, ο άγνωστος άντρας που βάζει το αντηλιακό του στη διπλανή ξαπλώστρα, ο αριστερός φίλος σας που επικρίνει τις συντηρητικές πολιτικές σας πεποιθήσεις. Θα μπορούσα να είμαι τόσα πολλά, αν δεν ήμουν ο πρωθυπουργός μια χώρας καταδικασμένης να υφαίνει το πεπρωμένο της με τις κλωστές των ξένων δυνάμεων, ευλογημένης από έναν ξάστερο ουρανό και καταραμένης από μια διαφθορά που με το μαύρο σύννεφο της βροχής της σημαδεύει τις θάλασσες που αγαπήσαμε, τους ωκεανούς που διασχίσαμε, την ανεμελιά που λησμονήσαμε.

Νομίζετε ότι με ξέρετε, σωστά; Πότε πραγματικά γνωρίζουμε τι κρύβεται στο βάθος της ψυχής ενός ανθρώπου, όμως; Αριστερό από την κούνια μου, έτσι θα με χαρακτήριζα. Το αγόρι που πάλευε για πιο οικονομικά κουλούρια στις αυλές του Δημοτικού, για τυρόπιτες με αφράτη ζύμη στα προαύλια του Γυμνασίου, για ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα στα μαθητικά έδρανα του σχολείου, για επαγγελματική αποκατάσταση στα γκρι κτίρια του πανεπιστημίου.

Το αγόρι εκείνο μεγάλωσε, έγινε μέλος ενός μικρού κόμματος, έπειτα πρόεδρος αυτού και στη συνέχεια ο επικεφαλής μιας ολόκληρης χώρας. Υπήρξα ένας ιδεαλιστής που πίστεψε ότι ο κόσμος μας μπορεί να αλλάξει και , τώρα, ένας πρωθυπουργός που αναλαμβάνει τα ηνία της πατρίδας του σε μια ιστορική στιγμή, από εκείνες που δοκιμάζουν την ανθρώπινη θέληση και αποκαλύπτουν τη διαφθορά των κέντρων εξουσίας.

Μέσα σε έναν κυκεώνα εξελίξεων, αναζητούσα απεγνωσμένα έναν ώμο να γύρω, ένα φιλικό σκούντημα στην πλάτη, μια καθησυχαστική κουβέντα, ένα δάνειο με ευνοϊκούς όρους, μια ομπρέλα προστασίας από τη χρεωκοπία.

Και ένα βράδυ, την αντίκρυσα μπροστά μου, εκείνη, τη ξανθιά ενσάρκωση των πιο κρυφών μου πόθων. Δεν με κοίταζε κατάματα, προφανώς επειδή φοβόταν μήπως η ειλικρίνεια των προθέσεών της θρυμματίσει τα δεδομένα του σύμπαντός μου… «Με λένε Ανκέλα», μου είπε με μια βραχνή φωνή ικανή να αφυπνίσει το όραμά της παγκόσμιας ελευθερίας και να στείλει στο εκτελεστικό απόσπασμα τους αμφισβητίες της καλόκαρδης φύσης της. Στην πραγματικότητα, βέβαια, γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλον…

Έπειτα, με κερνούσε ένα ποτό, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ συμπάθειας, ανθρωπιάς και δημοκρατίας και με το χαμόγελό της μου καθιστούσε σαφές ότι για το φως της λευκής μου σάρκας θα παραμέριζε για λίγο τον καθωσπρεπισμό των οικογενειακών της καταβολών.

Οι προκάτοχοί μου το είχαν καταστήσει σαφές. Ένας γάμος με τη μυστηριώδη ξανθιά καλλονή θα σήμανε αυτόματα και το φιλί της ζωής για τη χώρα μου. Με τρόμαζε για κάποιον λόγο η Ανκέλα. Δεν υπήρχαν περιθώρια όμως. Ένα τεράστιο χρονόμετρο, τοποθετημένο στην καρδιά της πατρίδας μου μετρούσε χρήματα και έκοβε ανάσες.

Τα ποτά διαδέχονταν το ένα το άλλο και εκείνη έμοιαζε να παραδίνεται στη γλυκιά ζάλη του αλκοόλ. Και τότε, δράττοντας της σπάνιας ευκαιρίας, έβγαλα από τη αριστερή τσέπη του υφασμάτινου παντελονιού μου ένα εντυπωσιακό μονόπετρο. Τη ίδια ώρα φανταζόμουν την αφίσα του Τσε Γκεβάρα να προσγειώνεται με κρότο στο πάτωμα του εφηβικού μου δωματίου. Πέρασα τα δάχτυλα μου μέσα από τα χρυσά μαλλιά της και με μια φωνή τόσο αισθαντική που ανατρίχιασε ακόμη και την αφεντιά μου, της ψιθύρισα τρυφερά στο αυτί « Θα ήθελες να ζήσουμε μαζί;»

Και μεμιάς η ελκυστική γυναικά μεταμορφώθηκε σε ένα απεχθή βάτραχο που από το στόμα του πετιούνταν ευρώ. Μα ήταν τα χρήματα πλαστά όπως και οι υποσχέσεις προστασίας, οι εγγυήσεις ασφάλειας, τα χαμόγελα ευτυχίας. Και τότε συνειδητοποίησα αυτό που πάντα γνώριζε η καρδιά. Οι πρίγκιπες υπερασπίζονται τα παλάτια τους με τη δύναμη της ψυχής τους, σκίζουν τα συμβόλαια σκλαβιάς και διασχίζουν ωκεανούς ολόκληρους, εμπνέοντας τον λαό τους.

Και ξεκινούσα για ένα αλλιώτικο ταξίδι, σε άγνωστες θάλασσες, μπροστά από ‘ένα τιμόνι που κρατούσα πλέον με ελεύθερα χέρια…