Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Έμαθα μοδίστρα στην πόλη του νησιού μου. Το χωριό μου δεν ήταν πολύ μακριά, πέντε χιλιόμετρα μονάχα, εγώ το νόμιζα περισσότερο εκείνη την εποχή. Με την αστική συγκοινωνία, πηγαινοερχόμουν ως μαθητευόμενη, και αργότερα ως εργαζόμενη στα σπίτια που ανελάμβανα μεταποιήσεις και ράψιμο καινούργιων φουστανιών για τις κυρίες. Μεροκάματο δούλευα, πήγαινα το πρωί, έραβα όλη την ημέρα, το μεσημέρι έτρωγα στο τραπέζι με την οικογένεια, συνέχιζα την εργασία μου και έφευγα για το χωριό λίγο πριν τη δύση του ηλίου. Είχα σταθερούς πελάτες, με έκλειναν για κάθε σαιζόν τρεις, τέσσερις, πέντε ημέρες ο καθένας αναλόγως τις ανάγκες και το πόσο λουσού ήταν η κυρία.
Είχα μία ατυχία. Εντάξει το παραδέχομαι πως έφταιγα αλλά άνθρωπος είμαι κι εγώ.
Οι γονείς μου με είχαν αρραβωνιάσει με το διάκο του χωριού. Προοριζόμουν με άλλα λόγια για παπαδιά. Ξανθή και γαλανή όπως ήμουν, τα απογεύματα στην πόλη, μετά το μεροδούλι με κορτάριζαν τα αρσενικά. Ε, όπως είπα, άνθρωπος κι εγώ, συγκινήθηκα ιδιαιτέρως από το ενδιαφέρον ενός χωροφύλακα. Λίγο το μπόι, λίγο η στολή, δεν αντιστάθηκα. Δε φανταζόμουν πως θα το μάθαινε ο αρραβωνιαστικός μου. Εκείνος όμως παρατήρησε τις βραδινές μου αργοπορίες, με παρακολούθησε και μας έπιασε στα πράσα. Με χώρισαν και οι δυο. Και ο χωροφύλαξ και ο παπάς. Το χωροφύλακα δεν τον συγχωρώ γιατί μου πουλούσε μεγάλο έρωτα. Τον παπά τον ανέλαβε ο πατέρας μου. Την ημέρα της χειροτονίας του και ενώ όλοι στην εκκλησία φώναζαν ‘Άξιος’, ο πατέρας μου βροντοφώναξε ‘Ανάξιος’, αλλά τι τα θες, σε πολύ λίγο ξεπεράστηκε αυτό, εμένα μου κρέμασαν κουδούνια στο χωριό και τον παπά τον δικαίωσαν. Έτσι, χειροτονήθηκε κανονικά.
Εγώ αφοσιώθηκα στη δουλειά. Οι πελάτες μου στην πόλη, δε γνώριζαν την περιπέτειά μου, ευτυχώς, γιατί μπορεί οι κυρίες να αμφισβητούσαν την ηθική μου και να φοβόνταν για τους κυρίους. Πράγμα απίθανο γιατί πολύ σύντομα, από τη στενοχώρια, μου έπεσαν τα πιο πολλά μαλλιά και από είκοσι πέντε χρονών έχω μείνει με δυο τρίχες στο κεφάλι, που τις χτενίζω όσο καλύτερα γίνεται για να μη φαίνεται το ροδαλό μου κρανίο.
Μέσα στην απελπισία και την εργασιομανία μου, στην κακή σχέση με τους γονείς μου, γιατί ο πατέρας μπορεί να έβρισε το διάκο μια φορά, αλλά εμένα με έβριζε κάθε μέρα, μια θεία μου που ζούσε στην Αθήνα, σκέφτηκε να με καλέσει μέσα στον Απρίλιο για μία εβδομάδα, προκειμένου να γνωρίσω την πρωτεύουσα και ίσως να επισκεφθώ έναν οίκο συνοικεσίων.
Την παραμονή του ταξιδιού, διανυκτέρευσα σε μια φιλόξενη οικογένεια πελατών μου στην πόλη για να μπω στο λεωφορείο της Αθήνας τα ξημερώματα. Ξάπλωσα στην κάμαρα που μου παραχώρησαν μες τις δέκα, είχε πιάσει μία ζέστη, τέλη του μήνα ήταν, κόντευε ο Μάης, ύπνος δε με έπαιρνε από την προσμονή του ταξιδιού και από τη σκέψη της ηλεκτρικής σκάλας, των μεγάλων δρόμων, των πολυκαταστημάτων, της πλατείας Συντάγματος και όσων θα έβλεπα με τα δικά μου μάτια στο ταξίδι μου. Κυρίως όμως ονειρευόμουν τον οίκο συνοικεσίων και τις ευκαιρίες που θα μου έδινε. Μεγαλοκοπέλα πια, εικοσιπεντάρα, ήταν για μένα η πιο κατάλληλη ευκαιρία.
Μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι, κοιμόμουν μάλλον έναν βαρύ πρωινό ύπνο. Πριν πάω στο μπάνιο να πλυθώ, άνοιξα το ραδιάκι μου, που με συντρόφευε τις ατέλειωτες ώρες του βελονιού τόσα χρόνια.
Ένα εμβατήριο και μια επιτακτική φωνή με τρόμαξε.
«Εγένετο η Επανάστασις της 21ης Απριλίου. Η Εθνοσωτήριος Επανάστασις. Η επέμβασις του στρατού ήτο επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Δια την πορεία ταύτην, αιτίαι είναι η αδυναμία συνεννοήσεως των πολιτικών δυνάμεων μεταξύ των και με τον Βασιλιά και η καθολική αντίληψις αναρχίας στην ελληνικήν κοινωνίαν. Ο στρατός είναι η μόνη πολιτικώς ουδέτερη δύναμις ικανή να αποτρέψει την καταστροφήν.
Η Επανάστασις ήτο αναίμακτος.
Τα κατασταλτικά μέτρα θα χρησιμοποιηθούν όπως για έναν ασθενή που ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του και θα είναι πρόσκαιρα.
Οι συγκοινωνίες σε όλη τη χώρα έχουν ακινητοποιηθεί μέχρι νεωτέρας».

Κι έτσι, έμεινα γεροντοκόρη…