Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος


Όσοι ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια τη δεκαετία ’90, γνωρίσαμε την περίοδο που τα στούντιο της Disney επέστρεψαν στο προσκήνιο γυρίζοντας ταινίες κινουμένων σχεδίων που βασίζονταν κυρίως σε κλασσικές ιστορίες, με αποτέλεσμα η δεκαετία 1989 – 1999 να ονομαστεί «Αναγέννηση της Disney». Μία από τις καλύτερες ταινίες αυτής της περιόδου είναι η «Πεντάμορφη και το Τέρας» (1991), η οποία κέρδισε μάλιστα Oscar Μουσικής, ενώ ήταν η πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων – και μία από τις ελάχιστες προς το παρόν – που κατάφερε ν’ αποσπάσει υποψηφιότητα Oscar στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας. Στην εκδοχή της Disney, η πασίγνωστη αυτή ιστορία εμπλουτίζεται, όχι μόνο με υπέροχα τραγούδια, αλλά και με αληθοφανείς χαρακτήρες και καταστάσεις που δεν υπάρχουν στην κλασσική εκδοχή του παραμυθιού.

Η ιστορία ξεκινάει με τη Μπελ, μια όμορφη κοπέλα που ζει με τον εφευρέτη πατέρα της σ’ ένα γαλλικό χωριό. Η Μπελ δείχνει ικανοποιημένη από τη ζωή της δίπλα στο λατρεμένο της πατέρα και στ’ αγαπημένα της βιβλία που διαβάζει ξανά και ξανά, αν και ασφυκτιά ανάμεσα στους κουτσομπόληδες κατοίκους: «Μα τι παράξενο κορίτσι αλήθεια!» της τραγουδούν αυτοί, ενώ εκείνη παραδέχεται πως «Την περιπέτεια να γνωρίσω θέλω» και «Θα σκάσω αν δεν φύγω από ‘δω!», παρόλο που δεν δείχνει ιδιαίτερα πρόθυμη ν’ αφήσει την ασφάλεια του σπιτιού της, πόσω μάλλον να δεχτεί την πρόταση γάμου του Γκαστόν, ενός γοητευτικού κυνηγού που όλοι οι κάτοικοι θαυμάζουν και όλες οι γυναίκες έχουν ερωτευτεί. Η Μπελ βρίσκει τον Γκαστόν «άξεστο χωριάτη», κάτι που δεν είναι εντελώς ψέματα, αν και ο χαρακτήρας αυτός είναι σε όλους μας οικείος, κι εν δυνάμει συμπαθής, ενσαρκώνοντας τον αρχετυπικό ήρωα των γουέστερν και των αστυνομικών ιστοριών: ασχολείται με καθαρά αντρικές δουλειές, δείχνει γενναίος και γενικά αποτελεί το «σκληρό αρσενικό» που ξεμυαλίζει τις γυναίκες, την ίδια στιγμή που τις περιφρονεί με τις αντρικές παρέες, θυμίζοντας μια animation – και οπωσδήποτε πιο κωμική – εκδοχή του Στάνλεϋ Κοβάλσκυ, από το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τεννεσσή Ουίλλιαμς. Η Μπελ δείχνει να περιφρονεί και όχι να φοβάται τον υποψήφιο μνηστήρα της, ωστόσο η σχέση της με το αντρικό φύλο θα φανεί καλύτερα όταν γνωρίσει το Τέρας.

Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού, ο πατέρας της χάνει το δρόμο του και, μπαίνοντας σ’ ένα σκοτεινό κάστρο, ζητάει φιλοξενία. Στο κάστρο αυτό δεν ζουν άνθρωποι, αλλά αντικείμενα που έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ανθρώπινες ιδιότητες, τα οποία καλοδέχονται το Μορίς. Αφέντης του πύργου είναι όμως ένα Τέρας, που τιμωρεί τον απρόσκλητο επισκέπτη, φυλακίζοντάς τον. Η Μπελ βρίσκει τον πατέρα της και παρακαλεί το Τέρας να φυλακίσει εκείνη στη θέση του. Παρά τις αντιρρήσεις του Μορίς, ο αφέντης του κάστρου δέχεται την πρότασή της, παραχωρώντας της μάλιστα ένα ευρύχωρο και όμορφο δωμάτιο. Όπως μαθαίνουμε, το Τέρας θα γίνει άνθρωπος μόνο αν γνωρίσει την αληθινή αγάπη, και γι’ αυτό υπόσχεται στα ανθρωπόμορφα αντικείμενα του κάστρου να κάνει ό, τι μπορεί για να κερδίσει την εκτίμηση της φιλοξενούμενής του. Παρότι η σχέση τους είναι τεταμένη, μοιάζουν να έχουν ήδη δεθεί με τα δεσμά ενός ιδιότυπου γάμου, χωρίς αυτό να σημαίνει πως μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για έρωτα: ας μην ξεχνάμε πως η Μπελ θυσίασε την ελευθερία της για να σώσει τον αγαπημένο της πατέρα, και πως την εποχή εκείνη πάρα πολλές κοπέλες έχαναν την ελευθερία τους, αποφασίζοντας να παντρευτούν έναν πλούσιο άντρα για να γλιτώσουν την οικογένειά τους απ’ την ανέχεια. Η Μπελ δένεται αμέσως με τους υπόλοιπους ενοίκους του κάστρου, αλλά αντιμετωπίζει το Τέρας μ’ αποστροφή – όπως αντιμετώπιζε και το Γκαστόν με περιφρόνηση – αφού η επαφή της με το άλλο φύλο τής γεννάει ανοίκεια συναισθήματα: ο πατέρας της είναι ο μοναδικός άντρας που αποτελεί ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και θαυμασμού, και γι’ αυτό δεν μπορεί εύκολα να εμπιστευτεί κάποιον άλλον και να περάσει στην ενηλικίωση, αντίθετα, φοβάται να κάνει ένα τέτοιο βήμα, κι ίσως γι’ αυτό να μην έφευγε τόσο καιρό απ’ το χωριό με τους αντιπαθητικούς κατοίκους.

Σταδιακά, το Τέρας καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, ακολουθώντας τους δικούς της ρυθμούς και κάνοντας πράγματα που ξέρει πως θα την ευχαριστήσουν. Η συμπεριφορά του κάνει την Μπελ να αισθανθεί άνετα μαζί του, ενώ ακόμα κι η μορφή του μοιάζει λιγότερο τρομαχτική: ίσως εξαρχής να μην ήταν τόσο άσχημο, αλλά να ήταν τα αρνητικά της συναισθήματα που την έκαναν να το βλέπει έτσι. Έτσι, την οικειότητα που αισθάνεται απέναντί του διαδέχεται η ερωτική επιθυμία, λίγο όμως προτού τα μάγια λυθούν, ζητάει απ’ το Τέρας να την αφήσει να δει τον πατέρα της κι αυτό, με δάκρυα στα μάτια, της λέει να φύγει απ’ το κάστρο. Αν και φαίνεται περίεργο που φεύγει ενώ όλα πηγαίνουν καλά, η πράξη της είναι απολύτως δικαιολογημένη: κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας της, η Μπελ μετατρέπεται σταδιακά από «κόρη του Μορίς» σε «σύζυγο του Τέρατος» και για να ολοκληρώσει τη μετάβασή της στη νέα της ιδιότητα πρέπει να ξεπεράσει πάρα πολλά εμπόδια και πάρα πολλές αναστολές. Πριν φτάσει στο τέλος, είναι αναγκαίο να ξεπεράσει κι άλλο ένα, κι αυτό είναι η αφοσίωση που έχει στον πατέρα της, την τελευταία στιγμή όμως δειλιάζει, κι έτσι αποφασίζει να επιστρέψει στο χωριό της. Οι χωρικοί μαθαίνουν την περιπέτειά της και με αρχηγό του Γκαστόν αποφασίζουν να σκοτώσουν το Τέρας. Η Μπελ δεν καταφέρνει να τους πείσει για την καλοσύνη του Τέρατος, κι έτσι επιστρέφει στο κάστρο για να το σώσει. Στο σημείο αυτό πρέπει ν’ αναφέρουμε πως είναι οι καταστάσεις που αναγκάζουν την Μπελ να γυρίσει πίσω και πως αν το Τέρας δεν κινδύνευε, ίσως να μην επέστρεφε ποτέ. Φαίνεται, λοιπόν, πως οι αναστολές της υπερνικούν την επιθυμία της να γευτεί τον έρωτα και πως χρειάζεται ένα σοβαρό λόγο για ν’ ανακαλύψει τα συναισθήματά της: ίσως ο αγαπημένο της πεθάνει, κι αυτό είναι αρκετό για να βάλει στην άκρη όλες τις ανασφάλειές της! Είναι, επίσης, σημαντικό ν’ αναφερθεί πως η Μπελ υπερασπίζεται το Τέρας στους χωρικούς, όπως στην αρχή της ταινίας υπερασπιζόταν τον πατέρα της, που όλοι θεωρούσαν έναν γραφικό τρελο – εφευρέτη. Άρα, το Τέρας έχει μπει πια στην οικογένειά της, με αποτέλεσμα, μαζί με τον πατέρα της, ν’ αντιπροσωπεύει το «οικείο» κι αυτό που θέλει να προστατέψει, σε αντίθεση με τους χωρικούς που, με μπροστάρη τον Γκαστόν, εκπροσωπούν το «ανοίκειο» κι αυτό που αποστρέφεται και φοβάται.

Κατά τη διάρκεια της μάχης του Γκαστόν με το Τέρας, η Μπελ ανακαλύπτει τα συναισθήματά της, λέγοντας, μάλιστα, στον πολεμοχαρή συγχωριανό της πως αυτός είναι Τέρας. Η φράση αυτή φαίνεται να σηματοδοτεί την ενηλικίωσή της και την κατάργηση των φόβων της: έχει πλέον αντιληφθεί πως υπάρχουν πολλές κατηγορίες αντρών και πως το αντρικό φύλο δεν εκπροσωπείται μόνο από τους αντιπαθείς συγχωριανούς της. Η αποστροφή της απέναντι στον Γκαστόν ήταν και είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος ν’ αντιμετωπίζει με παρόμοια συναισθήματα όλους τους άντρες. Τελικά, τα μάγια λύνονται και ο αγαπημένος της γίνεται ένας πανέμορφος πρίγκιπας. Τώρα πια μπορούν να ζήσουν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στο κάστρο, μακριά από τους χωρικούς και τον Γκαστόν, τους οποίους κατάφεραν να νικήσουν. Ακόμα, όμως, κι αν δεν άλλαζε η όψη του Τέρατος, πιθανότατα η Μπελ δεν θα είχε κανένα πρόβλημα, αφού έχει ήδη αλλάξει προ πολλού ο τρόπος που το έβλεπε εκείνη…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Γιωσαφάτ, Μ. (2013). Επιλέγοντας σύντροφο. Στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη: Αθήνα.

Θεοδωρίδου, Α. (2014). Πρακτικές εφαρμογές Συμβουλευτικής & Ψυχοθεραπείας. Στο Κέντρο Πρόληψης και Συμβουλευτικής.