Άρθρο: Χρύσα Μαγγινοπούλου
Κοινωνική Ανθρωπολόγος


Μια κάποια εκπαίδευση…

Στην συντηρητική και ρομαντικά νοσταλγική Αγγλία του ’60, σ’ ένα προάστιο του Λονδίνου, ζει η 16χρονη άριστη μαθήτρια Τζένη. Κόρη ενός τυπικού ανδρόγυνου μεσοαστών, προορίζεται από τους γονείς της για μια «σωστή» εκπαίδευση στην Oξφόρδη, κι όλη της η ζωή περιστρέφεται γύρω από αυτή την προδιαγεγραμμένη επιτυχία. Μεγαλώνει, παίζει τσέλο, λατρεύει τη Ζιλιέτ Γκρεκό αλλά και κάθε τι γαλλικό. Παράλληλα οι υπερπροστατευτικοί γονείς της ,φιλτράρουν και μετρούν με ‘’οξφορδιανά’’ πρότυπα όλες τις ασχολίες, παρέες, φιλίες, αγόρια και εξόδους της.

Η ηρωίδα αρχικά δείχνει ευτυχισμένη και πλήρης από τη ζωή της, το είδος αυτής της πληρότητας όμως μοιάζει να αδειάζει όταν γνωρίζει τον κατά πολύ μεγαλύτερο της Ντέιβιντ. Έναν άντρα με ευχέρεια λόγου και με έναν «αέρα» που πηγάζει από την οικονομική του άνεση. Ένας γοητευτικός τριαντάρης, υπέροχος ακροατής αλλά και τέλειος συζητητής, εύπορος αλλά χωρίς εμφανή δουλειά, με τρόπους και με φωνή που σε υπνωτίζει, που γνωρίζει στη Τζένη έναν κόσμο πιο σικάτο αλλά και πιο διασκεδαστικό. Η γνωριμία της με τον σαφώς μεγαλύτερό της δανδή Ντέιβιντ και με τον κόσμο στον οποίο θα την εισάγει θα αποτελέσει καθοριστικό παράγοντα για την περαιτέρω ενηλικίωσή της.

Ως αριστούχος αλλά καταπιεσμένη τελειόφοιτος αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις λαμπρές σπουδές που θα της εξασφαλίσουν το μέλλον και σε μια περιπέτεια που θα την κάνει πλουσιότερη σε εμπειρίες ζωής. Η «Μια Κάποια Εκπαίδευση» αναφέρεται όχι μόνο σε μία, αλλά σε δύο εκπαιδεύσεις, σε αυτή που διδάσκεται μέσα στα σχολικά ιδρύματα και σε εκείνη που διδάσκεται στο «πεζοδρόμιο» της ζωής. Η πρωταγωνίστρια είναι ο αποδέκτης αυτών των δύο εκπαιδεύσεων, εκείνης που χαρακτηρίζεται από την μονοτονία, την κούραση και την συρρίκνωση του ελεύθερου χρόνου. Κι εκείνης που προσφέρει απλόχερα την ξενοιασιά, το χαβαλέ, την «μεγάλη» ζωή. Η Τζένη επιλέγει ως πιο ενδιαφέρουσα και χρήσιμη την δεύτερη.

Αρχίζει να βλέπει το μέλλον της σε ένα διαφορετικό μονοπάτι, ένα “μονοπάτι παράκαμψη” που οδηγεί στα όνειρά της πολύ πιο σύντομα και πολύ πιο εύκολα. Αρχιζεί να βλέπει υποτιμητικά όσους ακολουθούν το δύσκολο μονοπάτι της ζωής. Η μικρή, άβγαλτη Τζένη μεγαλώνει απότομα, και μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά σε μια γυναίκα που είναι έτοιμη να εγκαταλείψει όλη της την προηγούμενη ζωή για έναν βίο τρυφηλό και λαμπερό, όπου τα λατινικά, η λογοτεχνία και το διάβασμα αποτελούν βαρετό παρελθόν. Και μπορεί αυτή η έξοδος στην ‘πραγματική’ ζωή να αποτελεί αναμφισβήτητα “μια κάποια εκπαίδευση”, αποδεικνύεται όμως ότι αυτή από μόνη της δεν είναι αρκετή.

Η εφηβική αντίδραση γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος με την πρώτη ερωτική απογοήτευση. Το όνειρο της “ανεξαρτησίας” παίρνει την μορφή εφιάλτη και προσγειώνεται ανώμαλα. Η ηρωίδα αντιμετωπίζει την θλιβερή πραγματικότητα, όπως και οι γονείς της. Η Τζένη δεν διστάζει να παραδεχτεί τα λάθη της και ζητάει την κατανόηση των άλλων, κάποιοι την συγχωρούν , αλλά κάποιοι όχι. Η αυστηρή εκπαίδευση της, της γυρίζει μπούμερανγκ βρίσκει όμως και καταφύγιο σε αυτήν. Στις βασικές της αρχές. Η ‘’εκπαίδευσή’’ της τελικά όχι μόνο δεν καταπιέζει, αλλά την βοηθά να κατανοήσει την αξία της.

Είναι φορές που τα μεγαλύτερα μαθήματα δεν προέρχονται ούτε από την γνώση, ως απόρροια της εκπαίδευσης, ούτε από την συνειδητότητα, τη νουθεσία ή τη διαίσθηση. Προέρχονται από τη δράση, ως τρόπο διαμόρφωσης ήθους, χαρακτήρα. Είναι πάλι φορές που το να καταλήξεις σε ένα συμπέρασμα για την πορεία των επιδιώξεων και της ζωής σου, πρέπει οπωσδήποτε να παρακούσεις τις συμβουλές αυτών που “ξέρουν” και να διαπιστώσεις από πρώτο χέρι ότι αυτό που λογάριαζες για σωστό, μπορεί τελικά να ήταν και απολύτως λάθος.

Η συμβολή του Carl Rogers, διανοούμενου και διαμορφωτή της προσωποκεντρικής προσέγγισης, στην παιδαγωγική σκέψη είναι σημαντική. Το σχολείο πλέον δε διδάσκει στο μαθητή τη γνώση, αλλά τον διευκολύνει να αποκτήσει τη γνώση και τις δεξιότητες που τον ενδιαφέρουν. Η μεταμοντέρνα θεωρία προβάλλει ως μια επιστροφή από το θεωρητικό λόγο στην ατομική εμπειρία, στο πως δηλαδή το κάθε παιδί δε δεσμεύεται από την καθιερωμένη αλήθεια αλλά από τα δικά του βιώματα. Η μάθηση στα πλαίσια της ατομικής εμπειρίας ξεφεύγει από συστηματοποιήσεις και από παιδαγωγικές μεθόδους, οι οποίες μπορούν να ενέχουν καταπιεστικές πτυχές.

Η κεντρική ιδέα της Βιωματικής Μάθησης φαίνεται να συγκροτείται γύρω από τη σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και στην εκπαίδευση. Απόρροια της ιδέας αυτής είναι η επιδίωξη της άμεσης επαφής των διδασκόμενων ατόμων με την πραγματικότητα που καλούνται να μελετήσουν. Απαιτεί την απευθείας εμπλοκή με το αντικείμενο της μάθησης, τη φυσική συνάντηση μαζί του, τη συμμετοχή σε ενέργειες σε σχέση με αυτό και όχι απλές σκέψεις ή συλλογισμούς.

Συγκλίνουσα με την παράδοση της βιωματικής μάθησης είναι η κατά Lewin προσπάθεια για την ανίχνευση, μελέτη και καλλιέργεια των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα και η μαθησιακή διαδικασία συνδέονται με ποικίλους τρόπους. Η Δ. Καμαρινού αναφέρει μια χρήση του όρου βιωματική εκπαίδευση που σχετίζεται με τη διαδικασία κατανόησης του εαυτού μας (αυτογνωσία) και των εμπειριών μας. Ισχυρίζεται πως αυτού του τύπου η βιωματική μάθηση μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη ανάπτυξης του συνόλου της προσωπικότητας του παιδιού μέσα σε ένα περιβάλλον σεβασμού και αποδοχής, χωρίς να σκοπεύει μόνο και μόνο την νοητική του ανάπτυξη.

Ο John Locke στο έργο του επιχείρησε να εδραιώσει μια παιδαγωγική που να στηρίζεται στην παρατήρηση και την εμπειρία, πιστεύοντας ότι η αγωγή «είναι μια τέχνη που ούτε διδάσκεται, αλλά ούτε μαθαίνεται από βιβλία». Οι θέσεις αυτές περί εμπειρικής μάθησης συναντιούνται και στη θεωρία του John Dewey όπως αυτή διατυπώνεται μέσα από το βιβλίο του «Εμπειρία και Εκπαίδευση». Με το βιβλίο αυτό, ο μεγάλος παιδαγωγός αναμόρφωσε τις ιδέες του, όταν παρεμβλήθηκε η πείρα από τα πειράματα στα προοδευτικά και φιλελεύθερα σχολεία. Η εκπαίδευση, κατά τον Dewey, για να εκπληρώσει τους σκοπούς της, πρέπει να βασίζεται πάνω στην εμπειρία. Πέρα όμως από αυτή τη γενική θεώρηση ο Dewey διαφοροποιείται από τους άλλους εμπειριστές, όταν δηλώνει ότι εμπειρία και εκπαίδευση δεν μπορούν να ταυτιστούν απόλυτα.

Για να αλλάξεις τον κόσμο θα πρέπει πρώτα να τον γνωρίσεις, να κατανοήσεις το «γίγνεσθαι». Υπάρχουν αμέτρητα στοιχεία του κόσμου που δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά, που δεν μπορούν να εξηγηθούν με βάση την εμπειρία. Η σχέση των πραγμάτων μεταξύ τους, η αντιφατικότητα, η αλλαγή, η εξέλιξη, η πορεία, το «γίγνεσθαι» των πραγμάτων, όλα αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν εμπειρικά. Στηριζόμενοι στην εμπειρία βλέπουμε τη στιγμή και όχι τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή. Τα αίτια απουσιάζουν γιατί ξέφυγαν της εμπειρίας μας, δεν υπάρχει πορεία παρά μόνο στιγμές. Η κάθε στιγμή προβάλλει χωρίς να βλέπουμε, χωρίς να μπορούμε να εξηγήσουμε το πριν και το μετά.

Χρειάζονται άλλα εργαλεία για να μπορέσουμε να γενικεύσουμε τα δεδομένα. Αυτά τα εργαλεία είναι οι έννοιες. Μ’ αυτές μπορούν να μεταδοθούν οι καθολικές γνώσεις, μπορούν να συστηματοποιηθούν οι συσσωρευμένες γνώσεις της ανθρωπότητας. Είναι το προϊόν μιας τεράστιας συνεργασίας που εκτείνεται όχι μόνο στο χώρο αλλά και στο χρόνο. Μακρές σειρές γενεών συσσώρευσαν την πείρα τους και τις γνώσεις τους. Έτσι καταλαβαίνει κανείς πως η λογική έχει τη δύναμη να ξεπερνά σε ευρύτητα τις εμπειρικές γνώσεις.

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η βιωματική και εμπειρική γνώση μερικές φορές είναι βαθύτερη από εκείνη που διδάσκεται στα πανεπιστήμια. Το «Πανεπιστήμιο της ζωής» είναι πλέον μια βαρετή κοινοτυπία. Άλλωστε και το πανεπιστήμιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.

«Αν δεν κάνουμε τίποτα, δε θα γίνουμε τίποτα» λέει η Τζένι της ταινίας σε ανύποπτη στιγμή, μόνο και μόνο για να πει λίγο αργότερα: «Τώρα ξέρω. Πρέπει να πάρω τον δύσκολο δρόμο για να καταφέρω αυτά που ονειρεύτηκα». Και αντίθετα με ό,τι διαπιστώνει η ίδια στο τέλος της ταινίας, πιο μεγάλη ίσως δεν γίνεται, πιο σοφή σίγουρα.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Dewey, J. (1980). Εμπειρία και Εκπαίδευση. Εκδ. Γλάρος, Αθήνα

Καμαρινού, Δ. (2000). Βιωματική μάθηση στο σχολείο. Εκδ. Αυτοέκδοση

De Botton, A. Σειρά: Το Σχολείο της Ζωής. Εκδ. Πατάκη