Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Ούτε το κρύο, ούτε η ζέστη. Αυτή η κατσαρίδα που εμφανίζεται κάθε νύχτα με θράσος, αυτή μου χαλάει το μυαλό.

Γιατί το μυαλό εγώ το παίζω όπως θέλω,  το κατευθύνω.

Ζεσταίνομαι στο υπόγειο, ας πούμε, ψήνω το κορμί μου πως κάνει σάουνα και ομορφαίνει.

Κρυώνω στο υπόγειο, ας πούμε, ψήνω το κορμί πως σφίγγει το δέρμα και διατηρείται.

Το παραμυθιάζω το κορμί, κι αυτό με πιστεύει.

Το πασαλείβω κρέμες. Ακριβές φυσικά με αρώματα έντονα. Το γεμίζω κολόνια γαλλική. Έχω εκατό βερνίκια νυχιών και για τα ωραία μου πόδια και για τα ωραία μου χέρια. Σαπούνια, σφουγγάρια, λάδια, όλα για το κορμί.

Η αλήθεια είναι πως όταν τους λέω πως κοντεύω τριάντα, δεν το πιστεύουν. Δεκαεννιά με είκοσι λένε με κάνουν. Σπάνια βεβαίως, το ομολογώ.

Μονάχα αυτή η κατσαρίδα να μην έβγαινε τις νύχτες…

Ρούχα; Ρούχα να δουν τα μάτια σου. Για κάθε περίσταση. Και λεοπαρδαλέ, και φτερωτά και πέτσινα και απλά φουστανάκια που με κάνουν μπεμπέκα γιατί επιβάλλεται κι αυτό πότε-πότε.

Έχω και αθλητικά. Αν καμιά φορά ξυπνήσω πριν το μεσημέρι, βάζω φόρμα και πηγαίνω σε κάνα mall  για ψώνια με ύφος χαλαρό.  Κάνω και κάτι ωραίες γνωριμίες στα mall  και ονειρεύομαι.

Είχα πει στα εικοσιπέντε πως θα την αλλάξω τη ζωή μου.  Λίγες μέρες το πάλεψα. Μόλις τέλειωσε το άρωμα, χρειαζόμουν και παπούτσια, τρία τέσσερα ζευγάρια, εσώρουχα, τα παράτησα, συνέχισα τα ίδια.

Είναι και η κατάσταση που δε με βοηθάει. Ανεργία, κρίση, πρόσφυγες. Φοβάμαι μήπως γίνω πρόσφυγας. Προτιμώ έτσι όπως είμαι.

Πάλι σήμερα μου χάλασε το μυαλό. Η κατσαρίδα.

Ό, τι και να του έλεγα του κορμιού, πως θα το αγαπήσω αληθινά, θα το ξεκουράσω, θα το αφήσω να ζήσει κανονικά, δε θα το ξαναπουλήσω,  τα μάτια – κι αυτά του κορμιού είναι- κοιτούσαν την κατσαρίδα και δε με πίστευαν.

Βγαίνει την ώρα που γυρνάω και ανάβω το φως. Λίγο πριν ξημερώσει.

Τα έπιπλα, οι ντουλάπες, τα ρούχα, οι κρέμες, φαντεζί και χαρούμενα, κάνουν το υπόγειό μου να μοιάζει παλατάκι. Η τσάντα μου, γεμάτη χαρτονομίσματα με κάνουν να νιώθω βασίλισσα. Τα πόδια μου μόλις βγάζω τα τακούνια, χαίρονται και με ευγνωμονούν. Δεν έχω αέρα για πολλές σκέψεις τέτοια ώρα. Θέλω μονάχα να κοιμηθώ.

Η κατσαρίδα όμως εκεί, κάθε νύχτα πριν το ξημέρωμα, με κοιτάει με θράσος. Όπως κλείνω τα μάτια, νομίζω την ακούω να μου μιλάει. Δε λέει τα παραμύθια που λέω στο κορμί μου. Για τους υπονόμους μιλάει που μου κατάπιαν τη ζωή.