Άρθρο: Χρύσα Μαγγινοπούλου
Κοινωνική Ανθρωπολόγος


Ανάμεσα στα “Περιπέτεια” και “Έκλειψη”, στη “Νύχτα” το δεύτερο μέρος της τριλογίας του, o μαέστρος Antonioni παραδίδει δραματουργικά μαθήματα κινηματογράφησης της ακμάζουσας στη δεκαετία του `60, αστικής αλλοτρίωσης, με φόντο την παγερή ξηρότητα της συζυγικής σχέσης. Η ταινία εξιστορεί το μισό εικοσιτετράωρο της ζωής ενός ζευγαριού, που μετά από δέκα χρόνια γάμου αρχίζει να συνειδητοποιεί, με αφορμή τον επικείμενο θάνατο ενός φίλου τους, ότι ζει μια ψεύτικη και συμβατική ζωή.

Ο Τζιοβάνι (Marcello Mastroianni) ένας επιτυχημένος νέος συγγραφέας και η γυναίκα του Λίντια (Jeanne Moreau), επισκέπτονται στο νοσοκομείο τον ετοιμοθάνατο φίλο τους Τομμάσο. Εκεί είναι η Λίντια δεν θα αντέξει την κατάσταση του ασθενούς και θα βγει έξω για να κλάψει, αντιθέτως, ο σύζυγός της όχι μόνο θα παραμείνει, αλλά αποχωρώντας από το νοσοκομείο δεν θα διστάσει να αφεθεί στα χάδια μιας ανεξέλεγκτης ασθενούς που θα τον παρασύρει στο δωμάτιό της.

Τα πρώτα σημάδια αποξένωσης είναι εμφανή, καθώς το ζευγάρι αδυνατεί να έρθει σε επικοινωνία, αναπτύσσοντας σημάδια κούρασης, αδιαφορίας και απομάκρυνσης. Κάτι μάλιστα που στη συνέχεια θα καταστεί αντιληπτό κι απ’ τους δύο, μετά από 10 ολόκληρα χρόνια γάμου. Η πορεία που θα ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη Νύχτα οι αποξενωμένοι σύζυγοι βρίσκεται σε παράλληλο επίπεδο με την αποξένωση μιας ολόκληρης πόλης, του Μιλάνο.

Μετά το νοσοκομείο ο καθένας θα ακολουθήσει το δρόμο του. Πότε -τυπικά- μαζί και πότε χωριστά θα συνεχίσουν τη βραδιά τους. Στη συνέχεια παρευρίσκονται σ’ ένα πάρτι για το καινούργιο βιβλίο του Τζιοβάνι και στη δεξίωση ενός επιχειρηματία που θέλει να προσλάβει το συγγραφέα προκειμένου να του γράψει την ιστορία της επιχείρησής του. Με το τέλος της νύχτας και τον ερχομό της επόμενης ημέρας ο φίλος τους και ο έρωτας τους θα έχουν πεθάνει.

Στο πάρτι, μαζεμένοι αριστοκράτες, στη δική τους κλειστή κοινωνία, στο δικό τους ουσιαστικά κόσμο, άνθρωποι που ζουν στη χλιδή και όλα τα πρόσκαιρα και αναιμικά που εκείνη τους προσφέρει, το ίδιο κενοί με το Μιλάνο, οδηγούνται στην ίδια αποξένωση με τους πρωταγωνιστές.

Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν διαφορετικούς δρόμους. Ο Τζιοβάνι θα επιχειρήσει να αναμειχθεί και να γνωρίσει νέο κόσμο. Η Λίντια, από την άλλη, βρίσκεται την περισσότερη ώρα μόνη και αποφεύγει οποιαδήποτε γνωριμία. Μέσα στο πλήθος ωστόσο ξεχωρίζει η Βαλεντίνα (Μόνικα Βίτι), κόρη του ιδιοκτήτη της πολυτελούς έπαυλης. Ο Τζιοβάνι θα την πλησιάσει και αφού παίξουν ένα χαζό παιχνίδι, θα τη φλερτάρει και εκείνη θα ανταποκριθεί. Η Βαλεντίνα με το Τζιοβάνι έχουν ως κοινό σημείο μια εφηβική ανωριμότητα « Βρίσκομαι σε γενική κρίση» λέει εκείνος, «Όχι είσαι αδύναμος σαν και εμένα» του απαντάει αυτή.

Η Λίντια θα τους δει από μακρυά και θα φύγει απογοητευμένη κι εκνευρισμένη απ’ το πάρτι περιφέροντας το κουρασμένο σώμα της μες στη δυνατή βροχή χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή κάποιο μέρος που έχει να πάει. Νωρίτερα είχε γυρίσει την πλάτη στο φλερτ ενός νεαρού. Θα επιστρέψει στην έπαυλη, όπου θα αφεθεί στη φροντίδα της Βαλεντίνα, πριν αποχωρήσουν με τον Τζιοβάνι, το πρωί.

Οι ήρωες απομακρύνονται από την έπαυλη για να καταλήξουν σ’ ένα άδειο πάρκο χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, χωρίς διέξοδο και κυρίως χωρίς αιτία. Το οριστικό αντίο είναι πλέον πιο κοντά από ποτέ. Κι όμως, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, που το έχουν αντιληφθεί αλλά όχι και αποδεχτεί, θα βρεθούν απελπισμένοι να κάνουν την ύστατη, αν και a priori χαμένη προσπάθεια μιας λυτρωτικής επανασύνδεσης.

Η γυναίκα επηρεασμένη από το θάνατο του Τομμάσο θα του διαβάσει ένα ερωτικό γράμμα που του είχε γράψει παλαιότερα και θα αποκαλύψει στον άνδρα ότι πλέον δεν είναι ερωτευμένη μαζί του. Εκείνος δε θα το θυμηθεί καν στο άκουσμα όμως της ομολογίας της, αντιδρά με φόβο και αδυναμία, δε θέλει να αποδεχθεί την αλήθεια. Ο φίλος τους, Τομμάσο, έχει πεθάνει. Η επικοινωνία πλέον μοιάζει οριστικά ανέφικτη. Καθισμένοι στο γρασίδι, αγκαλιασμένοι, συνειδητοποιούν για πρώτη φορά πόσο ξένοι είναι πλέον μεταξύ τους..

Το φινάλε, μυθικό και άκρως αποκαλυπτικό. Το τρυφερό άγγιγμα του χεριού του από εκείνη του δίνει θάρρος να ξεκινήσει ερωτικές περιπτύξεις. Εκείνη δεν τον απωθεί αλλά ούτε του λέει πως τον αγαπά. Ο φακός απομακρύνεται . Ίσως και να αγαπιούνται. Ίσως και να συνεχίσουν μαζί. Ίσως και όχι.

Τα μηνύματα που επιθυμούσε να μεταδώσει ο σκηνοθέτης δεν αφορούν μόνο τα συναισθήματα των πρωταγωνιστών, όπως η αγάπη, η λύπη, η απελπισία, αλλά και βαθύτερες αισθήσεις που αφορούν την αποξένωση, την απομόνωση, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει το εξωτερικό περιβάλλον στην ψυχολογία του ατόμου και την απώλεια ταυτότητας που βιώνει ο άνθρωπος στην μεταπολεμική κοινωνία.

Η κενότητα ως ανθρώπινη κατάσταση είναι ένα αίσθημα γενικευμένης πλήξης, κοινωνικής αποξένωσης, απάθειας. Η Αστική Κοινωνιολογία και η Κοινωνική Ψυχολογία ερμηνεύουν ικανοποιητικά το φαινόμενο του συναισθηματικού κενού, που σχετίζεται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με την αστικοποίηση, την απομάκρυνση του ανθρώπου από τη φύση και το «μηχανικό σύνολο» που είναι η σύγχρονη μεγάλη πόλη.

Τα αισθήματα κενού συχνά συνοδεύουν τη δυσθυμία, τη κατάθλιψη, τη μοναξιά, την απελπισία, και άλλες ψυχικές / συναισθηματικές διαταραχές και οριακές διαταραχές της προσωπικότητας. Μια αίσθηση κενού είναι επίσης μέρος της φυσικής διαδικασίας της θλίψης, ως αποτέλεσμα ενός χωρισμού, του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, ή άλλες σημαντικές αλλαγές στη ζωή. Ωστόσο, η ιδιαίτερη σημασία του «κενού» ποικίλλει, ανάλογα με το κοινωνικοπολιτικό, θρησκευτικό ή πολιτισμικό περιβάλλον του ατόμου.

Στην κοινωνιολογία, η αίσθηση του κενού συνδέεται με την κοινωνική αποξένωση του ατόμου. Αυτή η αίσθηση της αποξένωσης ενδέχεται να καταστέλλεται κατά την διάρκεια της εργασίας, λόγω της ρουτίνας των καθηκόντων, αλλά κατά τις ώρες αναψυχής ή κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, οι άνθρωποι μπορεί να έχουν ένα αίσθημα «υπαρξιακού κενού».

Αποκλειστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πόλης είναι η εντατικοποίηση των νευρικών ερεθισμάτων με τα οποία ο κάτοικος της πόλης πρέπει να προσαρμόζεται σε σχέση με το αγροτικό περιβάλλον, όπου ο ρυθμός της ζωής και οι αισθητηριακές εικόνες είναι πιο αργές, και επιπρόσθετα να συνηθίσει την πόλη των αδιάκοπων βομβαρδισμών από εικόνες, ήχους και μυρωδιές. Το άτομο αναπτύσσει μια βαριεστημένη στάση (αδιάφορη, κορεσμένη) πραγματικότητας, ένα κοινωνικό αποθεματικό, μια αποστασιοποίηση, δίδει απαντήσεις με το κεφάλι και όχι την καρδιά, δεν νοιάζεται και δεν συμμετέχει

Οι παθολογίες του τίποτα αναφέρονται, σε μια υποκειμενική αίσθηση ενός εσωτερικού κενού και, εν μέρει, σε μία αίσθηση που αφορά σε κάτι που δεν είναι δυνατόν να ονοματιστεί. Ο ψυχικός πόνος, στην περίπτωση αυτή, αφορά σε κάτι που έχουμε χάσει, χωρίς, όμως, να γνωρίζουμε πως το έχουμε χάσει. Οι καταστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από έναν έντονο συναισθηματικό εγκλωβισμό σε ψυχικές εμπειρίες κενού και απουσίας.

Ένα άτομο που είχε τέτοια βιώματα άγεται και φέρεται ανάμεσα σε μια δυσβάσταχτη αίσθηση κενού και μια απύθμενη λαχτάρα και νοσταλγία για κάτι ή για κάποιον που επιτέλους θα το σώσει από αυτόν τον αργό ψυχικό θάνατο…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Simmel, G. (1903). The Metropolis and Mental Life. Εκδόσεις Έρασμος

Shiel, M. (2006). Italian Neorealism: Rebuilding the Cinematic City.  Editions Wallflower Press