Άρθρο: Ματίνα Καπετανάκη
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος


Όλοι γνωρίζουμε τους ψυχολόγους. Πολλοί από εμάς μπορεί να έχουμε επισκεφτεί ήδη έναν ή να σκεφτόμαστε να το κάνουμε στο εγγύς μέλλον. Συνήθως όταν μιλάμε για τους ψυχολόγους, σκεφτόμαστε ότι έχουν συγκεκριμένο ρόλο, κυρίως θεραπευτικό και συμβουλευτικό. Τώρα όμως θα μιλήσουμε για έναν άλλο ρόλο του ψυχολόγου, αυτόν του πραγματογνώμονα στο δικαστήριο.

Καταρχάς, πρέπει να αναφερθούμε στους ορισμούς του πραγματογνώμονα και της Δικαστικής Ψυχολογίας. Ως πραγματογνώμονας ορίζεται αυτός που έχει ειδικές επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις και διορίζεται από το δικαστήριο, όταν κρίνεται ότι υπάρχουν ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Η Δικαστική Ψυχολογία ως κλάδος της ψυχολογίας ασχολείται με την εφαρμογή των ψυχολογικών πορισμάτων στη δικαστική λειτουργία, όπως η ικανότητα των μαρτύρων και άλλων ανθρώπων να συγκρατούν στοιχεία στη μνήμη, ο έλεγχος αξιοπιστίας των μαρτύρων, ο τρόπος λήψης αποφάσεων τόσο από ένα άτομο όσο και από μια ομάδα, ο τρόπος θέσης ερωτήσεων στους μάρτυρες για την καλύτερη ανάσυρση στοιχείων από τη μνήμη κτλ.

Καθοριστικής σημασίας για τον ορισμό ενός πραγματογνώμονα κρίνονται οι αμφιβολίες του δικαστή για το εάν μπορεί να καταλήξει σε απόφαση για τη συμπεριφορά και τις καταθέσεις των κατηγορουμένων και των μαρτύρων χωρίς τη βοήθεια ειδικού. Ο δικαστικός ψυχολόγος-πραγματογνώμονας είναι υποχρεωμένος από τον νόμο να εκδώσει γνωμάτευση για το δικαστήριο, εφόσον δεν συντρέχει κάποιο κώλυμα, όπως η συγγένεια με τον κατηγορούμενο ή άλλοι λόγοι όπως ο φόρτος εργασίας. Στη γνωμάτευσή του θα πρέπει να ερμηνεύσει επιστημονικά ως ειδικός δικές του και ξένες διαπιστώσεις για το συγκεκριμένο θέμα για το οποίο ζητήθηκε η πραγματογνωμοσύνη.

Ωστόσο από αυτόν τον ιδιαίτερο ρόλο του ψυχολόγου-πραγματογνώμονα ανακύπτουν ορισμένα προβλήματα καθώς και συγκρούσεις ρόλων. Αρχικά, η εντύπωση του “ειδικού’’ που δημιουργείται γύρω από το πρόσωπό του μπορεί να δημιουργήσει τόσο υπερβολικές ελπίδες σχετικά με τον ρόλο του στη διαδικασία όσο και φόβο ή άρνηση, ειδικά από την πλευρά του εξεταζόμενου. Επίσης, πολλές φορές τίθεται υπό αμφισβήτηση από την πλευρά του δικαστηρίου η αντικειμενικότητα με την οποία μπορεί να κριθεί η ανθρώπινη συμπεριφορά και κατά πόσο είναι έγκυρο το πόρισμα του ψυχολόγου.

Σε ανθρώπινο επίπεδο, ο ψυχολόγος υφίσταται μια σύγκρουση καθώς από τη μια μέσα από θέση του θέλει να προσφέρει βοήθεια και από την άλλη οφείλει να είναι αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος προκειμένου να καταλήξει στη γνωμοδότησή του. Άλλη μια αντίθεση έγκειται στην οικειότητα και στην εμπιστοσύνη που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της εξέτασης και έρχονται σε αντιδιαστολή με τη διαδικασία της γνωμοδότησης, αντίθεση η οποία μπορεί να αμβλυνθεί μέσα από κατάλληλες εξηγήσεις. Αυτό γίνεται εφικτό μόνο μέσα από απόλυτη ειλικρίνεια προς τον κατηγορούμενο και τους μάρτυρες. Ο ψυχολόγος-πραγματογνώμονας θα πρέπει δηλαδή να τους καταστήσει σαφές από την αρχή και για αποφυγή παρεξηγήσεων ότι πρωταρχικό του καθήκον είναι αυτό του πραγματογνώμονα.

Ένα σημαντικό σημείο το οποίο πρέπει να προσέξει ο ψυχολόγος είναι ο σεβασμός στην προσωπικότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εν αντιθέσει με την αρχή «αλήθεια με κάθε τρόπο», οφείλει να προστατέψει και να σεβαστεί την προσωπικότητα του ατόμου κατά τη διάρκεια της εξέτασης και μετά από αυτή. Επίσης, η ένταση και η έκταση της έρευνας της προσωπικότητας θα πρέπει να εξαρτώνται από την αναμενόμενη ποινή. Για παράδειγμα, ένας κλέφτης που συλλαμβάνεται για πρώτη φορά θα υποστεί μια σύντομη εξέταση, ενώ αντίθετα ένας υπότροπος δράστης βίας θα περάσει από περισσότερες εξετάσεις και ερωτηματολόγια.

Τέλος, αναφορικά με τη γνωμοδότηση του ψυχολόγου, πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι σημαντικό να κινείται μέσα στα πλαίσια των σχετικών νόμων και να μην ξεφεύγει από το έργο του ως πραγματογνώμονα. Εντούτοις, αν εντοπίσει βαριές ελλείψεις στη διαδικασία και στην εφαρμογή νομικών διατάξεων, μπορεί να προσπαθήσει να το αναφέρει και να το επισημάνει στο δικαστήριο. Στην περίπτωση που θέλει να ασκήσει κριτική στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο, δεν απαγορεύεται εφόσον το κάνει με τρόπους όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις, διαλέξεις, επίσημες ή ανεπίσημες συζητήσεις και συνεργασία με αναθεωρητικές ή τροποποιητικές επιτροπές.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Κοτσαλής Λ., Μαργαρίτης Μ. (2007). Δικαστική Ψυχολογία. Εκδ. Αντ.Ν.Σάκκουλα.

Παπαδόπουλος, Ν. (1994). Λεξικό της Ψυχολογίας. Εκδ. Σύγχρονη Εκδοτική.

Σακελλαρόπουλος, Π. (1991). Επικινδυνότητα και Κοινωνική Ψυχιατρική. Κείμενα από δύο συμπόσια για τη Ψυχιατρική, την Επικινδυνότητα και τη Δικαιοσύνη. Εκδ. Παπαζήσης.