Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά


Δεν είχε όνομα. “Άνθρωπος δίχως όνομα, δίχως ιστορίες.”. Έτσι συστηνότανε στους καινούργιους. Τα μάτια του κουβάρι από χίλιες εικόνες. Γι’ αυτές ήξερε να μιλάει, γι’ αυτές μίλαγε. Του άρεσε να ακουμπά υφάσματα και μάγουλα. “Η αφή, έλεγε, είναι το τρίξιμο της ψυχής.”. Δε του άρεσαν τα μεγάλα λόγια, αλλά κάποια τσιτάτα τα πέταγε σε καιρούς κάργας μελαγχολίας. Δηλαδή συχνά.

Μια μέρα τα σύγνεφα ήταν τόσο βαριά που ακουμπούσαν το σβέρκο του αγενώς, θολούρα έπεφτε στο πρόσωπο και στις σκέψεις, εκείνος ακάθεκτος συνέχιζε να προχωρά. Προσπαθούσε να χωρέσει κάθε βήμα του στο κέντρο κάθε πλάκας πεζοδρομίου, αλλά πάντα κάπου τα μπέρδευε, μπουρδουκλωνότανε κι έγερνε λίγο προς τα δεξιά. Τελευταία είχε διαβάσει ένα στίχο κι είχε γίνει φωτεινή επιγραφή στο μαυροπίνακα της μνήμης του. Ψιθύριζε συνέχεια: “αναζητώ το στόμα σου, ένα λυγμό να παραδώσω…”. Αν μίλαγε λίγο περισσότερο για τον εαυτό του, θα είχε πέραση στις γυναίκες, μα αυτός, δειλός από τα γεννοφάσκια του, ονειρευότανε πάντα πως έγραφε πάνω στο κατάστρωμα γράμματα σε ανύπαρκτες αγαπητικές βουτηγμένες στην κατανόηση. Είχε μεγαλώσει πια, “εφηβικές σαχλαμαρίτσες”, χαζογέλαγε πασπαλισμένος με κρυφή περηφάνια για τα κουλτουριάρικα όνειρά του.

Τώρα, του χε καρφωθεί η ιδέα να παραδώσει ένα λυγμό. Κατέβαινε την Κλαυθμώνος, ο δρόμος τσίκνιζε σουβλάκια και τα σκυλιά ήταν πάντα πεινασμένα. “Αναζητώ το στόμα σου”. Μα ποιο; Ποιο στόμα; Η τελευταία την είχε κάνει για ένα λιγότερο βαρετό, σαφώς περισσότερο ομιλητικό. Όχι, λοιπόν, δεν έψαχνε το συγκεκριμένο στόμα, ο β΄ ενικός είχε πάρει αξία γενική, έμπαινε σε ευρύτερα πλαίσια, χώραγε όλα τα στόματα της Κλαυθμώνος, όλα τα στόματα της Αθήνας, κι άμα είχε κουράγια για αισιοδοξίες όλα όλου του κόσμου. “Σιγά”, μουρμούρισε. Χώθηκε σε στοές με παπλώματα σε τιμές ευκαιρίας. Παντού λιγδιασμένα χέρια. Βρομιά. Φοβότανε. Δεν ήθελε τίποτα να αγγίξει. “Δε θα ΄πρεπε”, σκέφτηκε, “το δικό της στόμα το ‘χω ξεπεράσει πια.”. Θυμήθηκε όμως πως αυτό το στόμα ήταν τόσο μαλακό σαν το πιο ακριβό βελούδο.

Κατάπιε το λυγμό του και κατέβηκε στα υπόγεια του μετρό.