Άρθρο: Ματίνα Καπετανάκη
Δικηγόρος


Η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας είναι ένα πρόβλημα που έκανε την εμφάνισή του τις τελευταίες δεκαετίες με την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας. Είναι μια προσβλητική και ανεπιθύμητη συμπεριφορά που θίγει την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του θύματος, ενώ μπορεί να επηρεάσει και την επαγγελματική του κατάσταση και εξέλιξη.

Κατά περιόδους, πραγματοποιούνται έρευνες σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο προκειμένου να εντοπιστεί το μέγεθος του προβλήματος και να παρθούν λύσεις για την αντιμετώπισή του. Κοινός παρονομαστής των παραπάνω ερευνών είναι ότι ο όρος σεξουαλική παρενόχληση ποικίλλει και δεν είναι πάντα κατανοητός από τους εργαζόμενους, με συνέπεια τα αποτελέσματα τους να διαφοροποιούνται ανάλογα με τα ερωτήματα που τίθενται και τη γενικότερη γνώση του προβλήματος εκ μέρους των ερωτηθέντων.

Όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, οι γυναίκες γίνονται πιο συχνά αποδέκτες μιας τέτοιας συμπεριφοράς στον χώρο εργασίας. Παρόλα ταύτα, ένας μικρός αλλά σεβαστός αριθμός ανδρών καταγγέλλουν σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Οι εμπειρίες είναι παρόμοιες ανάμεσα στα δύο φύλα, παρατηρούνται όμως κάποιες διαφορές μεταξύ τους. Οι άνδρες-θύματα τείνουν να εξαρτώνται σπανίως από τον δράστη και πετυχαίνουν να προστατέψουν καλύτερα τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν λιγότερα ψυχοσωματικά τραύματα και λιγότερες αρνητικές συνέπειες στην επαγγελματική τους κατάσταση από τις γυναίκες-θύματα.

Υπάρχουν ορισμένες ομάδες που τείνουν να είναι πιο ευπρόσβλητες στη σεξουαλική παρενόχληση: νεαρές γυναίκες συνήθως 20-30 ετών που έχουν μόλις εισέλθει στην αγορά εργασίας, εκείνες με προσωρινές ή αντικανονικές συμβάσεις, καθώς και οι διαζευγμένες και χωρισμένες γυναίκες. Πολύ συχνά πραγματοποιούνται έρευνες προκειμένου να οριστούν οι πράξεις που χαρακτηρίζονται ως σεξουαλική παρενόχληση. Οι πιο συνηθισμένες είναι ανεπιθύμητες χειρονομίες και βλέμματα, απρεπή σχόλια και υπονοούμενα, ανεπιθύμητα τηλέφωνα, επίδειξη εντύπων ή αντικειμένων άσεμνου χαρακτήρα, ανεπιθύμητη επαφή οποιουδήποτε είδους με σεξουαλικό χαρακτήρα, ανεπιθύμητη πίεση για συναντήσεις και σύναψη σεξουαλικών σχέσεων και τέλος βιασμός ή απόπειρα βιασμού ή σεξουαλικής επίθεσης.

Τα αίτια αυτού του φαινομένου εντοπίζονται στο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο αυτό εκδηλώνεται και κυρίως στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, τις κυρίαρχες αξίες και πάνω απ’ όλα στις σχέσεις των δύο φύλων όπως αυτές είναι διαμορφωμένες. Ο κλασικός καταμερισμός μεταξύ τους, όπου η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για την αναπαραγωγή και την ανατροφή των παιδιών ενώ ο άνδρας για την υλική στήριξη της οικογένειας, κρατούσε τη γυναίκα μακριά από τον χώρο της εργασίας. Με την είσοδό της σε αυτόν, διεκδίκησε την ισότητα με τον άνδρα αλλά παρενέβη σε έναν ήδη διαμορφωμένο κόσμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι σχέσεις εξουσίας να μεταφερθούν από τον ιδιωτικό στον εργασιακό χώρο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο χαρακτηρισμός εργασιών, όπως αυτός της γραμματέως ή της νοσοκόμας, ως γυναικείες εργασίες. Σε αυτές τις εργασίες, η γυναίκα εργάζεται ως γυναίκα και προφανώς αντιμετωπίζει σεξιστικές συμπεριφορές που ‘’αρμόζουν σε γυναίκα’’.

Οι συνέπειες της σεξουαλικής παρενόχλησης μπορούν να είναι ιδιαίτερα σοβαρές για τα θύματα. Άγχος, κατάθλιψη, ενοχές, φοβίες, μειωμένη αυτοεκτίμηση, μετατραυματικό στρες. Τα θύματα τείνουν να απουσιάζουν τακτικά από τη δουλειά τους λόγω των παραπάνω αρνητικών επιπτώσεων καθώς και γιατί δεν αισθάνονται ασφάλεια στον χώρο εργασίας τους. Συνήθως η επαγγελματική τους κατάσταση αλλάζει προς το χειρότερο με αποτέλεσμα να αναγκάζονται πολύ συχνά να παραιτηθούν από τη δουλειά τους. Δυστυχώς παρατηρείται ότι τα περισσότερα περιστατικά δεν καταγγέλλονται από τα θύματα, γεγονός που δεν επιτρέπει την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος το οποίο συνεχίζει να διαιωνίζεται.

Πώς μπορούν λοιπόν να προστατευθούν οι εργαζόμενοι από τέτοιου είδους προσβλητικές συμπεριφορές;

Το 2005 ψηφίστηκε ο νόμος 3304/2005 για την ‘’Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού’’, ο οποίος συμπλήρωσε την παροχή προστασίας στα θύματα. Προβλέπεται λοιπόν ότι ο θιγόμενος μπορεί να ζητήσει έννομη προστασία με βάση διατάξεις του αστικού κώδικα, ενώ αν η προσβολή εκδηλώθηκε στα πλαίσια της δημόσιας διοίκησης, μπορεί να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο νόμος προβλέπει ότι ο θιγόμενος έχει απλά την υποχρέωση να τεκμηριώσει την καταγγελία σε βάρους του θύτη και το βάρος της απόδειξης το φέρει ο τελευταίος. Αυτό σημαίνει ότι όταν κάποιος ισχυριστεί ότι βλάπτεται λόγω άνισης μεταχείρισης λόγω φύλου, τότε πρέπει το άλλο μέρος να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Εκτός από τη νομική προστασία, υπάρχουν και κατασταλτικά μέσα που εφαρμόζονται, όπως η διακήρυξη πολιτικής σε σχέση με περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης από την πλευρά του εργοδότη και η γνωστοποίηση της πολιτικής που εφαρμόζει μια εταιρεία.

Η σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας συνιστά πλέον ένα μείζον πρόβλημα που δυσκολεύει το σύγχρονο περιβάλλον εργασίας. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί είναι απαραίτητη η πρόληψη μέσω της ενημέρωσης των εργαζομένων και της λήψης των κατάλληλων μέτρων από την κάθε εταιρεία, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και η καταγγελία τέτοιων περιστατικών έτσι ώστε να μη διαιωνίζονται τέτοιες συμπεριφορές μέσα σε έναν εργασιακό χώρο.

Ας μην ξεχνάμε ότι είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα που συμβαίνουν γύρω μας…   


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ‘’Πώς να καταπολεμήσετε τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις στους χώρους εργασίας’’. M. Holzbecher et al ‘’Η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία’’. Ινστιτούτο Κοινωνικής  Έρευνας του Dortmund. 13-15.

Νέστωρ Κουράκης, Ελένη Αποσπόρη, Αθανασία Συκιώτου, Φωτεινή Α. Μηλιώνη (2006). Έμφυλη Εγκληματικότητα: Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου. Αθήνα-Κομοτηνή. Εκδόσεις Αντώνη Ν. Σάκκουλα.

Νόμος 3304/2005 για την ‘’Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού’’.