Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


Υπάρχουν εκείνοι που χτυπούν το κουδούνι της εξώπορτας και περιμένουν υπομονετικά να τους ανοίξεις. Ωστόσο, δεν θα στο αρνηθώ, είχα ανέκαθεν μια ιδιαίτερη προτίμηση στους εκκεντρικούς τύπους που τρύπωναν στο σπίτι από την καμινάδα…

Τα χρόνια περάσαν, μα να ξέρεις, δεν σε ξέχασα. Υπάρχουν εκείνοι οι φίλοι που σε συντροφεύουν σε κάθε σου βήμα, σε κάθε μικρή ή μεγάλη αλλαγή. Ίσως δεν τους βλέπεις συχνά, ωστόσο βρίσκονται πάντοτε κάπου εκεί, για να σου κρατήσουν το χέρι και να σου σιγοψιθυρίσουν τη μελωδία της ζεστής καρδιάς, για να σου χαμογελάσουν και να φωτίσουν το μονοπάτι σου, ακόμη και τις στιγμές που ο δρόμος φαντάζει σκοτεινός και τα όνειρα μια μακρινή ακτή σε φουρτουνιασμένο καιρό.

Και έπειτα, είσαι και εσύ… Δεν σε είδα ποτέ μου, όμως ένιωσα την παρουσία σου τις νύχτες όπου τα χιλιάδες φωτάκια έντυναν την πόλη και οι φιόγκοι των δώρων υπέγραφαν συμβόλαιο συνεργασίας με τις ελπίδες των ανθρώπων. Κάποιες βραδιές ξεχωριστές, κοιτούσα το χριστουγεννιάτικο δέντρο του σπιτιού και, έπειτα, το τζάκι με τη φωτιά που σιγόκαιγε και παρέσυρε στις φλόγες της τους φόβους, τις αμφιβολίες, τα ‘αν’ που λαχταρούσαν να μετατραπούν στην δύναμη που θα θρυμμάτισει τους δισταγμούς και θα ντύσει με το κοστούμι της μαγείας τους κρυμμένους στόχους.

Κάθε νέο έτος και μια υπόσχεση. Ό,τι φέτος θα στρίψουμε το τιμόνι στη σωστή κατεύθυνση, ότι η καλή νεράιδα θα αφήσει για λίγο τη Σταχτοπούτα και θα λούσει με χρυσόσκονη και τις δικές μας ζωές. Και εσύ κατέφτανες την ίδια εποχή, πιστός στο προκαθορισμένο ραντεβού σου με ψυχές χαρούμενες ή προδομένες, με τσέπες φουσκωμένες ή τρύπιες, με καριέρες πολλά υποσχόμενες ή σε κρίση, με οικογένεια μονιασμένη ή διαλυμένη, με φίλους πιστούς ή χαμένους, με συντρόφους ιδανικούς ή εξιδανικευμένους.

Και ο αέρας φυσούσε και οι σελίδες του ημερολογίου γυρνούσαν και οι άνθρωποι αγαπιόντουσαν παράφορα ή ξεχνούσαν ο ένας τον άλλον σε ένα λεπτό μέσα, και τα παιδιά πετούσαν στον αέρα της ενηλικίωσης τις τσάντες της ξεγνοιασιάς. Μα εσύ, δήλωνες παρόν και μου άνοιγες το γνωστό παράθυρο στον ουρανό της αθωότητας, έκρυβες το δώρο μου κάτω από το δέντρο των προσδοκιών και με διαβεβαίωνες ό,τι σε έναν κόσμο απάνθρωπο, η αγάπη θα συντροφεύει το πάπλωμα των αμετανόητων ιδεαλιστών.

Και πια βρίσκομαι μακριά, ωστόσο, γνωρίζω καλά ότι κάθε Χριστούγεννα ένα αεροπλάνο θα με προσγειώνει στο μέρος των συναντήσεων μας. Και θα έρθεις και πάλι με έναν σάκο φορτωμένο δώρα, θα πλημμυρίσεις με ήλιο τις σκοτεινές γωνιές της ανασφάλειας, θα στολίσεις το οικογενειακό τραπέζι με χιλιάδες εκλεκτά εδέσματα, θα πείσεις τη γιαγιά ότι ποτέ δεν έφυγε από τη ζωή, θα βοηθήσεις τον παππού να θυμηθεί το όνομά μου, θα γεμίσεις το σπίτι με τους φίλους εκείνους που διασκορπίστηκαν στα διάφορα σημεία του ορίζοντα, θα φυσήξεις τον άνεμο της ελπίδας στο σκοτεινό πρόσωπο μιας χώρας που βυθίστηκε στη διαφθορά, θα θυμίσεις στους ανθρώπους ότι οι πόλεμοι δε λύνουν διαφορές αλλά αιματοκυλούν τον ίδιο τον πολιτισμό.

Και το πρωί, θα ξυπνήσουμε και ένα χιονισμένο τοπίο θα μας θυμίσει ότι είναι όλα όπως τότε, που παιδιά ακόμη, μετρούσαμε τα αστέρια της ευτυχίας μας.

Και αν τυχόν δεν τα καταφέρεις; Τι θα μπορούσε, άραγε, να συμβεί τότε; Ο καλοσυνάτος, παχουλός τύπος με την άσπρη γενειάδα   γνώριζε πάντα τον τρόπο να μεταμορφώνει την κολοκύθα σε άμαξα. Σου έχω εμπιστοσύνη, με άλλα λόγια…