Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά


Ήρθε και με βρήκε ένα πρωί. Είχε τόσο θολό βλέμμα λες και είχε καταπιεί όλα τα σύννεφα του αττικού ουρανού. “Τί κάνεις;”, με ρώτησε. “Γράφω”, του είπα, “γράφω γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς”. Τότε, πήρε κι εκείνος μια κόλλα χαρτί και ξεκίνησε.

”Ξέρεις κάτι; Γράφεις ένα κείμενο για να νιώσει καλά ποιος; Σβήνεις και γράφεις, αιματοχυσίες στους δρόμους, ήχοι άσφαιροι από στόματα κουστουμαρισμένων πολιτικών, αστυνομικοί παντού, τους αντιπαθώ και τους λυπάμαι, ανήμποροι υπάρχουν σ’ όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις στολές, και ‘συ που τα βάζεις μαζί τους, πρόσεχε γιατί μπορεί να σού γυρίσει το μυαλό, πρόσεχε τι λες, θύμα και θύτης είναι ένα. Γράφεις για ν’ αλλάξει τί; Μετανάστες φοβισμένοι, ανάγκη επιβίωσης με μαχαίρια στη χούφτα και στους πεζόδρομους πεταμένα πορτοφόλια. Βούλες βίας γεμίζουν όλο το χάρτη. Ποιος φταίει; ‘Ξέρεις.’ Θα πεις: ‘Οι άλλοι, οι συστημικοί.’

Μάθε, λοιπόν, πως το κακό είναι πρωτοτόκο παιδί των ανθρώπων. Παιδί καυχησιάρικο κι υστερικό. Το καλό, σα δευτερότοκο, δεν το άκουγαν συχνά. Περίμεναν να μεγαλώσει.

Το θέμα όμως είναι: Αλλάζει κάτι; Ποιος απαγαδιάζει το δικό σου φόβο; Ποιος αγκαλιάζει τους μετανάστες; Στους δρόμους χάσκουν ζογκλέρ, πρόσφυγες κι ανάπηροι.

Ανήκουμε στη φοβισμένη γενιά. Κι ο φόβος δεν είναι μαγκιά, ούτε σύνεση. Τσιπάκια πριζώνουν τις φλέβες σου και ΄συ αρρωσταίνεις. Γράφεις για ν’ αλλάξεις τί; Γίνεται κάποιος καλύτερος; Θέλω αφαίμαξη του φόβου. Πρόσεχε τί γράφεις, η κάννη του όπλου είναι πάνω σου.

Μπήκε μια γυναίκα στο λεωφορείο τις προάλλες, γραπωνότανε από τις φάτσες των αλλωνών, ήθελε να πιάσει κουβέντα, γύρισα από την άλλη, δεν μ’ αρέσουν τα πολλά πολλά μ’ αγνώστους, βρήκε στόχο έναν παππούλη κι άρχισε την πάρλα για την κρίση. Τα νοσοκομεία έλεγε είναι φίσκα στους 30άρηδες, τ’ άγχος κόβει γόνατα και ράβει στόματα. “Κατακλύζεσαι με φόβο, χτυπά ένα κουδούνι και τρέμεις.” Η τρέλα της μ’ έπεισε πώς έλεγε αλήθεια.

Να γράψω και τ’ άλλα ή θα μιζεριάσουμε, καλό μου; Σε μαγαρίζουν. Ανοίγετε μαζί μια τρύπα και κάθε μέρα μπαινοβγαίνουν οι σκύλοι. Οι Ειδήσεις. Θέλω να βρίσω. Αντ’ αυτού με στέλνω για περίπατο. Καταπίνω τα σιχτίρια για να είμαι ευγενικός. Η επανάσταση είναι μέσα σου. Κι ας την ψάχνω ακόμα εγώ.”

Μου πάσαρε την κόλλα.

Κι εν κατακλείδι;, τον ρώτησα σαν τελείωσα την ανάγνωση.

Γύρισε και με κοίταξε. Διέκρινα δυο μικρές λάμψεις στα μάτια του. Σαν να έσκασε βεγγαλικό πίσω από σύννεφα.

“Ξέρεις… κάποτε ο Σαρλό είχε πει πως η ζωή είναι κωμωδία από μακριά”.  Γι’ αυτό κι εγώ σκαλίζω στα μούτρα μου ένα χαμόγελο και ποτίζω με κολλύριο χαράς τα μάτια. Κι ας φοβάμαι.

Σε όλες τις φωτογραφίες βγαίνω χαρούμενος. Μέσα το χάσμα.

Ένας τεράστιος γκρεμός για να ρίχνω τις βόμβες.”