Άρθρο: Σπύρου Δημήτρης – Ζώης
Ψυχολόγος


Πόσες πληροφορίες δεχόμαστε άραγε καθημερινά, οι οποίες μπορεί να διαταράσσουν την ομοιοστατική μας ισορροπία στις κοινωνικές καταστάσεις και στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μας; Θεωρώ πως η απάντηση είναι «πολλές». Η ζωή μας, λαμβάνει χώρα και εξελίσσεται σε ένα διηνεκές στρώμα πληροφοριών. Από το πρωί, που θα ξυπνήσουμε και θα ρουφήξουμε την πρώτη γουλιά καφέ, ακούγοντας ραδιόφωνο, έως το βράδυ, που θα γυρίσουμε και θα ξαπλώσουμε στον καναπέ, να αναπαύσουμε το κουρασμένο κορμί μας απ τη δουλειά, οι πληροφορίες που έχουν εισέλθει στον εγκέφαλό μας είναι αναρίθμητες. Άλλες από αυτές, έχουν αποτυπωθεί καλά στη μνήμη μας και έχουν παγιωθεί στην μακροπρόθεσμη μνήμη, ενώ άλλες έχουν λησμονηθεί. Ή ίσως και να έχουν ασυνείδητα εντυπωθεί σε κάποιες καλά οχυρωμένες δομές του εγκεφάλου.

Θα μπορούσαμε λοιπόν, να υποθέσουμε, ότι εξαιτίας του ευμεγέθους όγκου πληροφοριών, που λαμβάνει ο άνθρωπος, οι επιδράσεις στη συμπεριφορά του δεν είναι και τόσο λειτουργικές. Αυτό είναι μια υπόθεση προφανώς, που κατά πάσα πιθανότητα να μην ισχύει. Είναι όμως και μια συλλογιστική ένδειξη, που μπορεί να μας οδηγήσει ίσως λίγο επιπόλαια στο συμπέρασμα, πως η αμετροέπεια των νεοεισερχόμενων πληροφοριών, κλυδωνίζει τα μνημονικά κέντρα του εγκεφάλου, συγχύζει την σκέψη μας και αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την συγχυσμένη παραγωγή συμπεριφορών, λεκτικών και μη.

Σε αυτό το σημείο, ανακαλώ στην μνήμη μου την θεωρία περί «διπλού δεσμού» του Μπέιτσον. Πρόκειται για γνωστό ανθρωπολόγο, θεμελιωτή της έρευνας περί επικοινωνιακών συστημάτων στην οικογενειακή δομή. Πως η θεωρία περί «διπλού δεσμού», έγινε απότοκος έννοια του Μπέιτσον? Ένα άρθρο, το «Προς μια Θεωρία της Σχιζοφρένειας», ήταν αρκετό, για να φέρει στην επιστημονική κοινότητα μια νέα εννοιολογική κατασκευή.

Ο «διπλός δεσμός», αναφέρεται σε ένα πλαίσιο από συνήθη επικοινωνιακά αδιέξοδα, τα οποία επιβάλλουν ο ένας στον άλλο, άτομα που ανήκουν σε ένα σχεσιακό σύστημα. Ο Μπέιτσον, στο άρθρο του μας περιγράφει, πως τα αδιέξοδα αυτά, οδηγούν σε συμπεριφορές και αντιδράσεις, που στο σύνολό τους είναι γνωστές ως σχιζοφρένεια. Ο διπλός δεσμός, στην ουσία της μελέτης τους, είναι μια πολυεπίπεδη επικοινωνία. Μια επικοινωνία, όπου η απαίτηση που σε ένα επίπεδο είναι εμφανής, σε ένα άλλο επίπεδο ακυρώνεται ή συγκαλυμμένα αντικρούεται.

Κυριάρχησε με. «Εσύ, απαιτώ να κυριαρχήσεις εμένα». Σωστή η αναλυτική επεξήγηση της φράσης, δεν νομίζετε; Έχουμε τον πομπό του μηνύματος και τον δέκτη του μηνύματος, ο οποίος τελευταίος, οφείλει να αποκωδικοποιήσει την έκφραση αυτή και να εξάγει το απαραίτητο συμπέρασμα. Ένα συμπέρασμα το οποίο, όποιο και αν είναι μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες αντιδράσεις και σίγουρα απρόβλεπτες. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι ολοφάνερη και καθάρια η θέληση του πομπού να κυριαρχηθεί. Να κυριαρχηθεί όμως, υπό τις δικές του εντολές. Αυτό σαφώς φανερώνει το ποιος θέτει τους κανόνες στην σχέση αυτή, και ποιος ελέγχει τη σχέση. Σε ένα δεύτερο όμως επίπεδο, αυτή η απαίτηση ή η θέληση υποδούλωσης, αναιρείται και αντικρούεται από τον σαφές χαρακτήρα εντολής που προσδίδεται στην επιθυμία. Πρόκειται για ένα αντικρουόμενο μήνυμα, ευτυχώς μη τοξικό. Πολύ ορθά όπως αναφέρεται στην Hoffman, 2012, το μήνυμα «εντολής» είναι υψηλότερου λογικού τύπου από το μήνυμα «αναφοράς», διότι δηλώνει ποιος θέτει τους κανόνες για την υποκατηγορία των επιτρεπόμενων συμπεριφορών.

Αυτό που αναρωτιέμαι, είναι μήπως σχηματίζουμε τόσα επικοινωνιακά αδιέξοδα γιατί έχουμε χαθεί μέσα στον συρφετό των πληροφοριών που μας κατακλύζουν καθημερινά; Μήπως λόγω των συνθηκών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών, έχουμε πελαγώσει; Βαλλόμαστε καθημερινά από πληθώρα πληροφοριών, όπως αναφέρω και παραπάνω. Αυτές οι πληροφορίες, προκαλούν σύγχυση, και πέφτουμε στο χάος, μην γνωρίζοντας, αν θέλουμε να είμαστε υποτελείς ή κυρίαρχοι. Αναλωνόμαστε καθημερινά, στα επιβιωτικά προβλήματα, και αδυνατούμε να δούμε με καθαρό φακό τα συναισθήματα μας, τα «θέλω» μας, τις ουσιαστικές επιθυμίες μας, οι οποίες μόνο μέσα από μια συναισθηματικά λειτουργική διαδικασία μπορούν να εξαχθούν.

Σε τέτοιου τύπου μηνύματα λοιπόν, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ανταποκριθούμε, είναι είτε να επισημανθεί ο παραλογισμός τους, είτε να τα διακωμωδήσουμε ή απλώς να αποχωρήσουμε από το πεδίο. Αν όμως καμιά από τις εναλλακτικές αυτές δεν είναι εφικτή, τότε επιβάλλονται στο μυαλό του αποδέκτη συγχύσεις και αναδύονται προβλήματα, .

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν, να διακρίνουμε τις πληροφορίες που λαμβάνουμε. Αλλά για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει πρώτα να διαχωρίσουμε και να διευκρινίσουμε τις πραγματικές επιθυμίες μας. Δεν χρειάζεται η αναποφασιστικότητά μας, η συναισθηματική μας «τραμπάλα» να γίνεται πηγή προβλημάτων για τους άλλους. Μπορεί να ξέρουμε τι είναι αυτό που δεν θέλουμε. Ξέρουμε όμως, τι είναι αυτό που θέλουμε ; Αυτό που θέλουμε,  θα το ανακαλύψουμε, όχι με έμμεσους, πλάγιους τρόπους, που προκαλούν σύγχυση το μυαλό, των αλληλεπιδρώντων με εμάς προσώπων.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Bateson, G., Jackson, D., Haley, J., & Weakland, H.J, (1956). Toward a Theory of Schizophrenia, Behavioral Science 1, 251-254.

Hoffman, L., (2012). Τα θεμέλια της οικογενειακή θεραπείας, Ένα εννοιολογικό πλαίσιο για την αλλαγή στα ανθρώπινα συστήματα. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.