Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 6

Σηκώθηκε στις μύτες για να τη φιλήσει. Μόνος του είχε προβάρει σενάρια που τον ‘θελαν χαριτωμένα να σκαρφαλώνει σε πεζούλια ή στα κολωνάκια που ‘χει ο δήμος για να μην παρκάρουν στο πεζοδρόμιο. Έτσι απλά, όμως, έσφιξε γάμπες και το τόλμησε. Για μια στιγμή δεν τον ένοιαζε που στα λεωφορεία πάντα δυσκολευόταν με τις χειρολαβές. Ούτε τον πείραζε που η μάνα του ποτέ δεν τον έβαζε να κατεβάζει τα μπιμπελό από τα πάνω ράφια. Ακόμα και τα αποτυχημένα σημάδια στο μπάσκετ ξέχασε που τόσο τον εξόργιζαν εκείνα τα μάταια χρόνια που ‘τρεχε  στην «Βεργίνα» για να ψηλώσει, όπως νόμιζε. Μονάδες μέτρησης δεν ίσχυαν. Το ύψος το μέτραγε σε ανύψωση, το βάρος σε ελαφρότητα. Η βαρύτητα έμοιαζε να αντιστράφηκε και τα πόδια του αντί να κολλάν απωθούνταν απ’ τα τσιμέντα.

Με αστείες για τους τρίτους κινήσεις επανέλαβε το ανεβοκατέβασμα. Όμως αυτοί δε ‘ξεραν. Αυτός ήξερε. Αυτός ανέβαινε. Άνοδος. Μοναδική κατεύθυνση. Τον πείραζε, μόνο, που δεν μπορούσε να την κοιτάξει ίσια στα μάτια. Αυτός πάνω. Αυτή κάτω. Δυο βλέμματα που με τριβή ακουμπούσαν από απόσταση.