Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά


Μια λευκή κόλλα χαρτί, να γράψεις κάτι, να μειωθεί το λευκό, λένε πως όταν το αόριστο προσπαθείς να το σχηματοποιήσεις χάνει την αοριστία του, ένα αέριο που το κλείνεις σε κουτί, ξαφνικά το αέριο αποχτά σχήμα και πλέον δεν είναι κάτι χαοτικό.  Γιατί, δε δύναται να φοβάσαι αυτό που μπορείς να προσδιορίσεις.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη σιωπή. Πλάθεις πλαίσια και την τοποθετείς. Ξαφνικά έχει λόγο ύπαρξης, ουσίας αλλά κυρίως μια χρονική διάρκεια. Ο Χρόνος, όμως, έχει δυο κόρες. Την Ελπίδα και την Απελπισία. Μια κατάσταση με ημερομηνία λήξης μπορεί να θρέψει μέσα σου είτε τη μια είτε την άλλη κόρη του Χρόνου.

Έτσι και με την σιωπή, λοιπόν. Καθότι όλα τα συγκεκριμένα στις ζωές μας έχουν ένα χρόνο φθοράς, ποντάρεις πως με μια σχηματοποίηση το αόριστο της σιωπής θα φθαρεί. Δεν γνωρίζεις το πότε, αλλά η λήξη της σε εφησυχάζει. Κι ελπίζεις. Παίρνεις κουράγιο πως θα αξιωθείς να ζήσεις την αλλαγή, χιλιάδες βολτ ελπίδας κινούνται στο αίμα σου, θα είσαι ένας από του εκλεκτούς που θα ανοίξουν το κέλυφος και στη θέση του αέρα θα αντικρίσουν μαργαριτάρι!

Μα είναι τόσο μάταιη αυτή η αναμονή. Στροβιλιζόμαστε σε πανομοιότυπους κύκλους όπως οι πρόγονοι μας: ίδια διάμετρο, ίδια δύναμη ροπής, με την ίδια δίψα πως οι κύκλοι μας θα γίνουν εφαπτόμενοι κάποια μέρα. Μέχρι τότε, όμως, το χώμα ποτίζεται με αίμα, τα μάτια μας πετάνε φλόγες και μια θάλασσα που φλερτάρει επικίνδυνα να χάσει το χρώμα της, να πνιγεί το μπλε της μέσα σε πορτοκαλί σωσίβια. Κι εσύ είσαι ένας άλλος Δερβίσης σε αναμονή.

Λένε, ακόμα, πως και το πιο μεγάλο κακό συνηθίζεται με το πέρασμα του Χρόνου, το σοκ μπορεί να γίνει ρουτίνα, να αντέχεις να βλέπεις τις σκληρές σκηνές τις ταινίας κι ας αρματώνεσαι αρχικά είτε με αγανάκτηση είτε με αντιβία-όλα σε μετρήσιμες δόσεις βέβαια, καλό μου- καθώς ο κοινός και φοβισμένος νους φοβάται την κατακραυγή. (Το αμφιλεγόμενα “success story” της κοινωνίας είναι ότι διαθέτει άπειρες μονάδες μέτρησης για το κάθε τί, τα μη ελεγχόμενα και άρα προσδιορισμένα ως μη φυσιολογικά, τα αποστρέφεται και τα περιθωριοποιεί.)

Οι διδακτισμοί για καλοσύνη και γενναιοδωρία θέλουν αιώνες ακόμα για να ανθίσουν, είτε γιατί οι σπόροι δεν ανθίζουν πάνω σε τσιμέντο, είτε γιατί τα δάκρυά μας δεν θα αρκούν για να ποτίσουν τις ρίζες των κόπων μας. Είμαστε οι ίδιοι που με τα χέρια γεμάτα αίμα προσφέρουμε ένα λουλούδι στα αγαπημένα μας πρόσωπα, φασκιωμένοι με ελπίδα αναβλύζουμε απελπισία, στροβιλιζόμαστε με γόνατα ματωμένα και λιγοψυχάμε για ένα αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα ξεχασμένοι κι από τον Θεό, στα νησιά του Αιγαίου.

Πώς τα κατάφερα και μπουρκλουδώθηκα πάλι…

Σαν το σαλιγκάρι προχωρώ κι αφήνω πίσω μου σα στίγματα χιλιάδες προβληματισμούς κι αοριστίες.

Ελπίζω πως μια μέρα κάποιος θα μου τα επιστρέψει όλα πακεταρισμένα, αισιόδοξα λυμένα κι ασφαλώς προσδιορισμένα.