Κείμενο: Χρήστος Γκαραβέλας 


Δύο στρατιώτες σ’ ένα στρατόπεδο μοναχικό

περίμεναν μανιωδώς

ο επόμενος παγκόσμιος να ξεσπάσει

τα χέρια τους να ξεσκουριάσουν

και κάτι επιτέλους να προστατέψουν

Οι ώρες κι αν πέρναγαν

τίποτα δεν γινόταν

και τελικά η ανυπομονησία

γύρισε σ’ απελπισία

Και τα χρόνια που περάσαν

γέννησαν ερωτήματα πολλά

κι αναπάντητα τραγικά:

«Πώς εδώ βρεθήκαμε

και ποιος είναι ο στόχος μας;»

Και τα βλέμματα έγιναν κενά

καθώς ο στόχος έγινε μηδαμινός

και το παρόν

συνδεδεμένο με το μέλλον

γέννησαν δυστυχία

Και πού να πάνε

δεν γνωρίζουν

Κι αν μείνουν

τι θα απογίνουν;

Όταν δεν μπορείς να πας πίσω

αλλά ούτε και μπροστά

τότε πού πηγαίνεις;

«Μήπως τα όπλα τα πετάξουμε

και να βγάλουμε φτερά;»

Αυτό έχει δυο τρόπους να μεταφραστεί:

είτε ψηλά να φτάσουμε θαμμένοι μέσα στην γη

είτε να κυνηγήσουμε τον γαλανό ουρανό

που πάνω απ’ τα κεφάλια μας ξαπλώνει

Μια πράξη δειλίας κι απελπισίας

και μια πράξη θάρρους και θαυμασμού