Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος


 Ιστορίες μια σελίδας, Σελίδα 8

– Το μωρό πρέπει να έχει όνομα, δεν είναι δυνατόν να το φωνάζουμε για πάντα μπέμπα.

Τη μια γιαγιά την ‘λεγαν Πουλχερία, την άλλη Ελένη. Το δίλημμα ποτέ δεν υπήρξε αληθινό. Καβγάδες εικονικοί μπροστά στη μάνα του, φωνές και βροντήγματα πόρτας. Απειλές εκτοξεύτηκαν και κατάρες ξεστομίστηκαν. Μέχρι και τέσσερα πιάτα έσπασαν, όχι αυτά του σετ φυσικά, αλλά απ‘ τ’ άλλα που ‘δινε το Σούπερ με τα μακαρόνια. Δυο βράδια σε χωριστά κρεβάτια. Μια γρατζουνιά στην πόρτα του καινούριου του αμαξιού, που την φχαριστήθηκε πολύ, άσχετα με το όνομα, γιατί προτίμησε καινούριο αυτοκίνητο κι όχι την ανακαίνιση στο μπάνιο.

Συντετριμμένο το ζευγάρι παρουσιάστηκε μπροστά στις συμπεθέρες για να δηλώσει την αδυναμία του να επιλέξει μεταξύ των δύο για το όνομα του μωρού.

– Δεν είναι δυνατόν να το φωνάζουμε για πάντα μπέμπα, συμφώνησαν και οι δύο.

Η Πουλχερία πρώτη υποχώρησε, όχι πως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς με αυτό το όνομα που και την ίδια είχε τόσο βασανίσει.

–  ‘Ελένη λοιπόν, όλοι συμφώνησαν’ κι αντί να καπνίσουν πίπα έβγαλαν απ’ το φούρνο ένα παστίτσιο και δε σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι παρά μόνο όταν πόνεσε η κοιλιά τους, έτσι φουσκωμένη και διπλωμένη όπως ήταν.

Και η βάφτιση έγινε, κι όλο το σόι είχε να το λέει, αλλά και οι άλλοι καλεσμένοι που δεν τους ένοιαζε και τόσο η γνώμη τους. Πόσο όμορφο ήταν το μωρό, που πια το ‘λεγαν Ελενίτσα. Και πόσα πολλά καλά φάγανε. Το φαγητό στην ταβέρνα δεν το λυπήθηκε ο Αποστόλης.

Και η Ελενίτσα μεγάλωσε και πήγε παιδικό, και ήταν το πιο όμορφο και χαριτωμένο κοριτσάκι. Και στο δημοτικό ξεχώριζε γιατί ήταν έξυπνη και μελετηρή και η μαμά της έλεγε, μπράβο Ελενίτσα!

Και σημαιοφόρος έγινε, και αριστεία έφερε.

– ‘Ελενίτσα είσαι η καλύτερη’, και της έβαζε ο παππούς όλο καμάρι πεντοχίλιαρα στην χούφτα.

Και πρώτη όταν πέρασε στην οδοντιατρική, όλοι ‘λεγαν για την Ελενίτσα του Αποστόλη και πόσο σπουδαία θα γίνει.

Μασέλες, γέφυρες, άφηναν επίτηδες τα δόντια τους να σαπίζουν για να πηγαίνουν στην Ελενίτσα να τους τα φτιάξει. Και τους τα ‘φτιαχνε. Κι όταν της ‘λεγαν, τι σου χρωστάμε Ελενίτσα, αυτή χαμογελούσε.

Κι αν δεν ήταν κι άτυχη με το γάμο της σίγουρα θα χε και μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.

Αλλά, άτυχη η Ελενίτσα του θείου Αποστόλη, ‘λεγαν οι ξαδέλφες της στα μνημόσυνα και στους γάμους που ξανασμίγανε. Κι ερχόταν κι αυτή να καθήσει μαζί τους, κι όλες φωνάζαν ‘Ελενίτσα έλα να κάτσεις δίπλα μου.

Κι όμορφη ήταν, όσα χρόνια κι αν περνούσαν. Και η Μαρία, η πιο μεγάλη απ τις ξαδέλφες, που πάντα τη ζήλευε και λίγο,  γύρισε και της είπε, ‘μια ομορφιά είσαι μπέμπα’. Κι όλο το σόι σκανδαλίστηκε, ε δεν είναι δυνατόν να τη φωνάζουν για πάντα μπέμπα.