Άρθρο: Χριστίνα Πανταζή
Ψυχολόγος


Στη βιβλιογραφία έχει μελετηθεί εκτενώς ποιά θα πρέπει να είναι τα όρια των θεραπευτών σε μια θεραπευτική σχέση, και συγκεκριμένα, ο βαθμός αυτο-αποκάλυψής τους στις συνεδρίες. Με τον όρο εννοούμε τις δηλώσεις και τις αντιδράσεις  του θεραπευτή που σχετίζονται με προσωπικά βιώματα του ίδιου και όχι του πελάτη του, και αφορούν περισσότερο λεκτικές συμπεριφορές που σύμφωνα με τους Hill και Ο’ Brien διακρίνονται σε αποκαλύψεις γεγονότων, συναισθημάτων, στιγμών συνειδητοποίησης και, τέλος, στρατηγικών.

Αφορμή για το άρθρο στάθηκε η εμπειρία που αποκόμισα  το προηγούμενο έτος, όταν επισκεπτόμουν μια ψυχοθεραπεύτρια. Στη διάρκεια μιας συνεδρίας ξέσπασα σε λυγμούς στην προσπάθεια να εκφράσω μια δυσκολία που με ταλάνιζε εκείνη τη στιγμή. Την ίδια στιγμή που έκλαιγα, παρατήρησα ότι η θεραπεύτρια είχε βάλει τα δύο της χέρια στα μάτια και προσπαθούσε να τα σκουπίσει. Η αντίδρασή της εντυπώθηκε έντονα μέσα μου τότε, την οποία είχα την ευκαιρία να αναλογιστώ  και να επεξεργαστώ μετέπειτα, όταν τέθηκε αναλυτικότερα το ζήτημα αυτό στη συζήτησή μας. Πάντως, ομολογώ πως η εκδήλωση της ενσυναίσθησης της θεραπεύτριας με βοήθησε αρκετά στη διευθέτηση του προβλήματός μου.

Οι αντιδράσεις των θεραπευτών στις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι αναζητούν τη βοήθειά τους είναι σημαντικές για την πορεία της θεραπείας και της μεταξύ τους σχέσης. Σε βιβλιογραφικό επίπεδο ελάχιστες έρευνες  αναφέρονται στο ρόλο που διαδραματίζει ακόμη και το κλάμα, δηλαδή η πιο εμφανής τρόπος εξωτερίκευσης της συμπόνιας του θεραπευτή. O γνωστός ψυχολόγος των αντικειμενοτρόπων σχέσεων Guntrip (1986) ο οποίος αναλυόταν από τον επίσης γνωστό Σκωτσέζο ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Ronald Fairbairn, αναφέρει τα δάκρυα του θεραπευτή του κατά την έξοδο από την τελευταία συνεδρία, όταν ο Fairbairn του έδωσε την αποχαιρετιστήρια χειραψία λέγοντας χαρακτηριστικά: «Είδα τη ζεστή καρδιά ενός όμορφου μυαλού και μιας ντροπαλής φύσης».

Η έγκυρη μελέτη των Vingerhoets και Cornelius (2001) συλλαμβάνει τα δάκρυα ως απόρροια «συναισθηματικών καταστάσεων» που μπορεί να περιέχουν ενσυναίσθηση, αδιαφορία, ματαίωση,  άγχος, λύπη, χαρά, σύνδεση ή ενοχή, αλλά μπορεί να μην εξαντλούνται μόνο σε αυτά. Σε μια έρευνα των Blume-Marcovici, Stolberg και Knademi (2013) με τίτλο «Do therapists cry? The role of experience and other factors in therapists’ tears», αναφερόταν ότι σε ένα δείγμα 684 ψυχολόγων, μεταδιδακτορικούς υπότροφους και φοιτητές ψυχολογίας, το 72% ομολογούσε ότι έχει δακρύσει κάποια στιγμή μέσα στις συνεδρίες.

Το αγωνιώδες ερώτημα που μελετάται αναφορικά με τα δάκρυα των θεραπευτών δεν εστιάζει στο κατά πόσο συνηθίζεται να κλαίνε οι θεραπευτές, αλλά αν αυτά είναι ευεργετικά για την εξέλιξη της θεραπείας ή αν είναι επιζήμια για τον θεραπευόμενο. Οι Counselman, Owens και Rhue συμπεραίνουν ότι τα δάκρυα των θεραπευτών (Therapist’s Crying In Therapy- TCIT) θα μπορούσαν να εκληφθούν ως παραβίαση του επαγγελματισμού των ίδιων ή/και ως ζημιογόνα για τον θεραπευόμενο. Ωστόσο, επισημαίνουν ότι σε μεγάλο βαθμό μπορεί να αποβούν χρήσιμα  και ευεργετικά, όταν τεθούν στο πλαίσιο της θεραπείας και ο θεραπευόμενος μπορέσει να εκφράσει πρώτος τις δικές του αντιδράσεις για αυτά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το υλικό αυτό ενδέχεται να ωφελήσει τη θεραπευτική διαδικασία και να ενδυναμώσει τη σχέση των εμπλεκόμενων.

Σε μία άλλη ποιοτική έρευνα σχετικά με την αυτο-αποκάλυψη, ο Wells (1994) εξέτασε μέσα από τις συνεντεύξεις οκτώ θεραπευόμενων τις συνέπειες που αυτή είχε στους πελάτες. Οι μισοί από αυτούς θεωρούσαν ότι η συναισθηματική ανάμειξη των θεραπευτών οδήγησε στη μείωση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης που έτρεφαν για αυτούς. Ωστόσο, όλοι τους τόνισαν ότι η αυτο-αποκάλυψη του θεραπευτή μπορεί να καταστεί μία πολύ χρήσιμη παρέμβαση, εφόσον αξιοποιηθεί κατάλληλα. Ο Nelson (2012) σε ένα άρθρο που δημοσίευσε με τίτλο «Crying in psychotherapy: Its meaning, assessment, and management based on attachment theory» που ανιχνεύει τη σημασία των δακρύων στην ψυχοθεραπεία, τονίζει ότι αυτά είναι βοηθητικά, όταν υπάρχει καλή και σταθερή σύνδεση με τον θεραπευόμενο. Επίσης, όταν η δύναμη και η διαθεσιμότητα του ρόλου του θεραπευτή είναι εξασφαλισμένη, τότε τα δάκρυά του δύνανται να γίνουν αντιληπτά ως βαθιά ενσυναισθηματική απάντηση που θα ενδυναμώσει το μεταξύ τους δέσιμο.

Στο ερώτημα κατά πόσο τα δάκρυα αυτά προάγουν τη θεραπευτική διαδικασία, είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς μονομερώς και αβίαστα, καθώς οι απόψεις συνήθως επιμερίζονται στο δίπολο:  ευεργετικά και γόνιμα, και από την άλλη πλευρά: επιζήμια για τον πελάτη / θεραπευόμενο – καταλύουν τον επαγγελματισμό του θεραπευτή και αντιστρέφουν τους ρόλους. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η αυτο-αποκάλυψη του θεραπευτή, αν συμβεί, θα  πρέπει να έχει ως επίκεντρο τον αναλυόμενο και τα συναισθήματα που του προκαλεί. Με λίγα λόγια, τις σκέψεις και  τις εντυπώσεις που χρειάζεται να επεξεργαστούν και να αναλυθούν εκατέρωθεν, ώστε να επιτευχθεί μια βαθύτερη επικοινωνία ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Bloomgarden, A., & Mennuti, R. B. (2009). Therapist self disclosure. Psychotherapist REVEALED, 3.

Blume-Marcovici, A. C., Stolberg, R. A., & Khademi, M. (2013). Do therapists cry in therapy? The role of experience and other factors in therapists’ tears. Psychotherapy, 50(2), 224.

Guntrip, H. (1986). My experience of analysis with Fairbairn and Winnicott. In P. Buckley (Ed.), Essential papers on object relations (pp. 447–468).

Nelson, J.K. (2012). Crying in psychotherapy: Its meaning, assessment, and management based on attachment theory. Emotional Regulation: Conceptual and Clinical Issues, 202-214.

Vingerhoets, A.J., & Cornelius, R.R. (2001). Adult crying: A biopsychosocial approach. Hove, UK: Brunner-Routledge.

Wells, T.L. (1994). Therapist self-disclosure: Its effects on clients and the treatment relationship. Smith College Studies in Social Work, 65, 23-41.