Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα


Και σε άκουγα, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, να μου μιλάς για το φυστικοβούτυρο στο ψωμί, για την απειλή που σα σύννεφο ξεπροβάλλει στον καταγάλανο ουρανό των προσδοκιών της τέλειας σιλουέτας, για όλους εμάς που υποκίπτουμε στις κακές μας συνήθειες  γιατί αναπτύξαμε τη ψευδαίσθηση ότι αυτές μας κυβερνούν, για τα λάθη που αδυνατούμε να αποφύγουμε, εγκλωβισμένοι στο φαύλο κύκλο της ατέρμονης αναπαραγωγής τους. Και στο σημείο αυτό άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως τελικά βαφτίσαμε τις κακές μας συνήθειες εθισμό σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ντύσουμε με το μανδύα του ανίκητου εχθρού την απροθυμία μας για αλλαγή…

Εαν κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών έπεσε στην αντίληψη των εφηβικών ενδιαφερόντων σου το όνομα του, εαν, από την άλλη,  ποτέ δεν ένιωσες την ανάγκη να έρθεις σε επαφή με τους ένδοξους προγόνους σου αλλά, αφουγκραζόμενος τις τάσεις της εποχής, άνοιξες λογαριασμό στο Facebook και αποδέχτηκες τα αιτήματα φιλίας των μοντέρνων ‘φιλοσόφων’ που συνηθίζουν να ποστάρουν περισπούδαστες φράσεις εξέχουσων προσωπικοτήτων στους τοίχους τους, τότε ασφαλώς έπεσε και στη δική σου αντίληψη η άποψη του Αριστοτέλη ότι η έξις ισούται με τη δεύτερη φύση.

Η ανάλυση της παραπάνω πρότασης καταλήγει στο ασφαλές συμπέρασμα πως οτιδήποτε τείνουμε να επαναλαμβάνουμε σε τακτική βάση λαμβάνει τη δύναμη να χαράζει την προσωπικότητα μας, να γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι αυτής και , εν τέλει, να ρυθμίζει το πεπρωμένο μας.

Οι δεσμώτες του Πλάτωνα γαλουχήθηκαν στο σκοτάδι της ημιμάθειας και πίστεψαν ότι οι σκιές, αντανακλάσεις μιας πραγματικότητας που δεν αντίκρισαν ποτέ τους, αποτελούν τη μόνη αλήθεια, βαφτίζοντας, έτσι, τους εαυτούς τους ηθοποιούς ενός σεναρίου που δεν γράφτηκε, ενός έργου που δεν ανέβηκε.

Και αν οι κακές μας συνήθειες, οι αδιέξοδες σχέσεις, τα δυσλειτουργικά μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς  καθιστούν και εμάς, με τη σειρά μας, δεσμώτες στο σπήλαιο της πλάνης, τι μας εμποδίζει, άραγε , να σπάσουμε τις αλυσίδες και να κατακτήσουμε την ελευθερία της ύπαρξης μας;

Κάπου σε αυτό το σημείο σκοντάφτουμε στο φόβο της αλλαγής. Ο Ίβριμ Γιάλομ υπογραμμίζει ότι καμιά θετική αλλαγή δεν θα βιώσουμε όσο παραμένουμε πεισματικά προσκολλημένοι στην αντίληψη ότι ο λόγος που δεν ευτυχούμε εντοπίζεται σε παράγοντες έξω από εμάς. Με λίγα λόγια, συνέχισε να μεταφέρεις την ευθύνη της μιζέριας σου στη βαρετή δουλειά, στον γκρινιάρη σύντροφο, στους φίλους που δεν επιδεικνύουν ικανότητες καλού ακροατή, στη νικοτίνη που σε εθίζει στο κάπνισμα και παρακολούθησε τον εαυτό σου να βυθίζεται στον γνώριμο φαύλο κύκλο, να χτίζει τοίχους τσιμεντένιους που ισοδυναμούν με την πεποίθηση ότι εσύ, σαν μαριονέτα χορεύεις στον βασανιστικό ρυθμό που σου επιβάλλεται.

Κάθε φορά που η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να λούσει με φως τα σκοτεινά της σημεία, να εξουδετερώσει τους προσωπικούς της δαίμονες και να δραπετεύσει από τη χάρτινη φυλακή της σκέψης της, στο μυαλό μου στριφογυρίζει μια από εκείνες τις διδακτικές ιστορίες που ο Χόρχε Μπουκάΐ συνηθίζει να μοιράζεται με τους αναγνώστες στα βιβλία του.

Ο γνωστός ψυχίατρος κάνει λόγο, λοιπόν για έναν ελέφαντα που εντυπωσιάζει το κοινό στις παραστάσεις του τσίρκου με το τεράστιο βάρος, τον όγκο και τη δύναμή του. Κάτι παράξενο, ωστόσο, συμβαίνει με αυτό το πανίσχυρο ζώο. Μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, στέκεται συνεχώς δεμένο σε ένα μικρό ξύλο που βρίσκεται μπηγμένο στο έδαφος, ενώ μια αλυσίδα εγκλωβίζει τα πόδια του. Τώρα, το γνωρίζω ,το βλέμμα σου καρφώνεται στο εν λόγω ξύλο και εύστοχα παρατηρείς ότι χαρακτηρίζεται στ’ αλήθεια μικροσκοπικό και εισχωρεί σε ελάχιστο βάθος στο χώμα. Καμιά αντίρρηση, η αλυσίδα είναι χοντρή και ισχυρή, όμως μη μου πεις ότι ο ελέφαντας που πάντοτε σε εντυπωσιάζει με την εκρηκτικότητά του, δεν δύναται να λυθεί και να φύγει με μια απλή και αποφασιστική κίνηση.

Επόμενη ερώτηση… Γιατί υφίσταται ένα μαρτύριο από το οποίο μπορεί εύκολα να λυτρωθεί; Η απάντηση  σοκαριστική. Το ρωμαλέο ζώο δεν δραπετεύει διότι βαθιά μέσα του δεν πιστεύει ότι μπορεί. Βλέπεις, τον έδεναν στο συγκεκριμένο παλούκι από τότε που ήταν πολύ μικρός. Προσπαθούσε απεγνωσμένα για καιρό να απαλλαγεί από την οδυνηρή του μοίρα μα αδυνατούσε. Μια μέρα λοιπόν, τη πιο θλιβερή από όλες, σταμάτησε να παλεύει, αποδέχτηκε το πεπρωμένο του ακόμη και αν, πλέον, οι συνθήκες είχαν αλλάξει και εκείνος διέθετε την ισχύ να το μεταμορφώσει. Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε στην τρυφερή του ηλικία  καθόρισε το υπόλοιπο του βίου του.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, τις κακές μας συνήθειες σαν τους μηχανισμούς άμυνας που κάποτε αναπτύξαμε γιατί αισθανθήκαμε ευάλωτοι μπροστά στα τρωτά σημεία του κόσμου μας και ας πιστέψουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί εξυπηρετούν ένα κομμάτι της ζωής που πια δεν μας εκφράζει, μια εποχή που ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας μα εμείς διστάζουμε να την αποχαιρετήσουμε,  καθώς ταυτίζεται με το οικείο και άρα και το ασφαλές.  Ας καλλιεργήσουμε, έπειτα, με επιμονή αλλά χωρίς εξαναγκασμό, νέες, θετικές συνήθειες  και ας δώσουμε στον εξελιγμένο μας εαυτό την ευκαιρία να εισβάλλει σαν τον πιο φωτεινό ήλιο στις σκοτεινές γωνιές των φόβων. Και τότε, θα φτάσει σίγουρα η μέρα που το ξύλο της αιχμαλωσίας θα λιώσει, υποκλινόμενο σε εκείνους τους ακροβάτες που ισορροπούν με θάρρος στο σχοινί της ιστορίας τους.

Αφιερωμένο στη Μαρία και σε εσένα που συνειδητοποίησες κάποτε ότι το ‘φυστικοβούτυρο’ δεν έχει τη δύναμη να τινάξει στον αέρα ένα ‘διατροφικό πρόγραμμα’ που σχεδιάστηκε με πίστη και  επιμονή…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Bucay, J. (2008). Να σου πω μια Ιστορία. Εκδόσεις Όπερα

Yalom, I. (2006). Ο Κήπος του Επίκουρου. Εκδόσεις Άγρα.