Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


ΕΤΟΣ 2053

Τα χρόνια είχαν περάσει και ο Στέφανος γύριζε πίσω. Και ήταν το βάδισμα  αργό, το πρόσωπο χαραγμένο από τις εμπειρίες, μα εκείνα τα μάτια του, έκλειναν αιωνίως μια φλόγα που ανακάτευε την τράπουλα της ζωής. Δεν τον ξέχασα, όσα καλοκαίρια και αν μέτρησα τα βήματα της απουσίας του. Και τώρα ξανά κοντά μου, στο ηλιοβασίλεμα μιας ιστορίας που θα μπορούσε να ήταν και η δική σου, σημαδεμένης από προδοσίες και πολιτικές συνωμοσίες που τίναξαν στον αέρα τα ευάλωτα θεμέλια μιας επίπλαστης ευημερίας. Και έπειτα, μια γενιά που μεγάλωσε στη φούσκα της τελειότητας και, αναγκάστηκε να προσγειωθεί ανώμαλα στην έρημο της κρίσης, μιας κρίσης που ανέτρεψε ισορροπίες και μέτρησε συνειδήσεις.

Το καλοκαίρι του 2013 θα έφευγε για την Αμερική, μετανάστης οικονομικός  μιας χώρας βυθισμένης στη ματαιότητα των επιλογών της. Θα επιστρέψω σύντομα μου ψιθύρισε και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια του. Και όμως… Ήταν μια εποχή δύσκολη, που μας άλλαξε και μας χώρισε για πάντα.

Πάνε 40 χρόνια από τότε. Σκαλίζω παλιές πληγές, το γνωρίζω. Μα εκείνο το βράδυ, τον αντίκριζα πάλι μπροστά μου, στο γωνιακό καφενείο της Πλάκας, και η καρδιά μου τρανταζόταν από αναμνήσεις ενώ η Αθήνα μόλις που  άρχιζε να ξαναβρίσκει τις χαμένες της ισορροπίες. Ήμασταν πλέον 70 ετών και, καλά το κατάλαβες, τίποτε δεν είχε μείνει ίδιο.. Ωστόσο, μια περίεργη αίσθηση, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε βρίσκουν πάντοτε τον τρόπο να τρυπώνουν στα βάθη της ψυχής μας και οι ματιές εκμηδενίζουν όλα όσα ο καιρός σκόρπισε άτσαλα στα διάφορα σημεία του ορίζοντα. Η εγγονή μου τον περιεργαζόταν προσεχτικά, τον ξένο που για εμένα παρέμενε τόσο οικείος. Και έπειτα η φυσική της περιέργεια, την κληρονόμησε από τη γιαγιά της, το ομολογώ, ξανάφερνε στα αυτιά μου τις νότες μιας μελωδίας που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τον σκοπό της.

Ο Στέφανος έπαιρνε τώρα  βαθιά ανάσα και, λίγο αργότερα, η βραχνή του φωνή χόρευε με φαντάσματα του παρελθόντος με σκιές που δεν βγήκαν ποτέ στο φως του κοινού μας κόσμου…

‘Επίτρεψέ μου να σου πω δύο λόγια’  ξεκινούσε. ΄Πάντοτε αγχώδη, θα με χαρακτήριζα. Αγωνιούσα , θαρρείς, να ελέγξω τις παραμέτρους των κομβικών σταθμών της πορείας μου, μετρούσα τα συν και τα πλην μα το πηλίκο που δεν συντονίζεται με τους χτύπους της καρδιάς  συχνά μας ξεγελάει, να θυμάσαι καλά.

Τα πρόσωπα που συναντάμε στο διάβα μας φέρουν και το δικό τους μήνυμα, αυτό που αν το αποκωδικοποιήσουμε σωστά μας μεταμορφώνει οριστικά γιατί,  σκέψου το, όλοι είμαστε δάσκαλοι και μαθητές μαζί, παίρνουμε και δίνουμε, αποθαρρυνόμαστε και προχωράμε πάλι μπροστά, ερωτευόμαστε και αποχαιρετιόμαστε.

Κάποιο καλοκαίρι θα τη γνώριζα και ο ήλιος της αθωότητας, η έντονη γεύση του κρασιού που μεθάει αιωνίως τον ουρανίσκο, η αλμύρα μιας θάλασσας που, τότε τουλάχιστον, έμοιαζε απέραντη, τα όνειρα που δε χρειάστηκε να κάνουμε γιατί η δύναμη της στιγμή κάλυπτε με τη χρυσή της ομπρέλα τη βαθιά ανάγκη του ανθρώπινου είδους για σχέδια, όλα αυτά, και τόσα περισσότερα, στοιβάχτηκαν στις στενάχωρες βαλίτσες της γλυκόπικρης νοσταλγίας.

Έπειτα, η δελεαστική προσφορά για δουλειά, η ακροβασία ανάμεσα στους ανθρώπους που αγάπησα και στη μοναδική ευκαιρία να απεγκλωβιστώ από τον φαύλο κύκλο μιας Ελλάδας που είχε ξεχάσει να αναπνέει ελεύθερη. Η λογική σε διατάζει να φύγεις μακριά και εσύ, κλασικός ορθολογιστής, το πράτεις. Στήνεις, λοιπόν, τη ζωή σου από την αρχή, σε ένα νέο μέρος, χωρίς σταθερές, σε ένα κάστρο υψωμένο σε άγνωστη άμμο. Ακούς συγγενείς και γνωστούς να σε μακαρίζουν για την καλή σου τύχη και η αλήθεια είναι ότι ο μισθός σου χαρακτηρίζεται ικανοποιητικός, το κράτος που σε φιλοξενεί οικονομικά εύρωστο.

Ωστόσο, υπάρχουν και οι στιγμές που αναρωτιέσαι αν ένα μαγικό κουμπί μπορεί να σβήσει από το μυαλό  τα κομμάτια που προσδιόρισαν την ταυτότητα της ύπαρξης σου, εαν θα εξοικοιωθείς ποτέ με την ιδέα ότι οι φίλοι και η οικογένειά σου συνεχίζουν στους ρυθμούς μιας καθημερινότητας που απέχει έναν ωκεανό ολόκληρο από τη δική σου, εαν θα καταφέρεις, μια μέρα, να επιβιβάζεσαι στο αεροπλάνο που σε απομακρύνει από μυρωδιές, γεύσεις και πρόσωπα χωρίς τα δάκρυα που μουσκεύουν τα μάγουλα.

 Με τον καιρό προσαρμόζεσαι, φυσικά. Συνηθίζεις να μιλάς μια γλώσσα που δεν είναι αυτή της καρδιάς σου, να αντικρίζεις όσους άφησες πίσω  στην οθόνη του υπολογιστή, να επιστρέφεις το βράδυ σε ένα άδειο σπίτι και να πείθεις τον εαυτό σου ότι είσαι τυχερός, και συνεπώς ευτυχισμένος.

Τι είναι , άραγε, ευτυχία; Ίσως η ικανότητα να παίζεις σωστά τα χαρτιά που πέφτουν στα χέρια σου ή, ενδεχομένως ο ρεαλισμός να οδηγείς τη ψυχή προς το συμφέρον του τραπεζικού σου λογαριασμού. Ο καθένας την ορίζει διαφορετικά, υποθέτω.. Εγώ όμως, να ξέρεις, κατάλαβα τελικά ότι η ευτυχία βρίσκεται, μάλλον, σε μια ζωή χωρίς δεύτερες σκέψεις και σ’ ένα αεροδρόμιο χωρίς δάκρυα.

Μπορεί να σε μπέρδεψα, πιθανόν να μην  κατάφερα να σου μεταφέρω όλα αυτά που αισθάνομαι.. Επιθυμούσα απλώς να σου διηγηθώ μια μικρή ιστορία, τη δική μου. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Μια ιστορία….

Τον παρατηρούσα, εκείνον τον άνθρωπο που δεν πρόλαβα να γνωρίσω και ,όμως, ήξερα τόσο καλά. Αναρωτιόμουν εαν οι αποφάσεις μας απαιτούν θάρρος ή ρεαλισμό, αν τα όνειρα εγκλωβίζονται σε χρυσά κλουβιά ή επιβιώνουν σε ένα κλίμα συνεχούς αβεβαιότητας και κατέληγα στο συμπέρασμα ότι στο προσωπικό μας ταξίδι οφείλουμε να επιλέγουμε τους προορισμούς που μας παθιάζουν και να κρατάμε, στο πίσω μέρος της σκέψης, ότι τα εισιτήρια καμιά φορά βγαίνουν και μετ’ επιστροφής…