Ποίημα: Χρήστος Γκαραβέλας


Απόψε το κόκκινο θα πλημμυρίσει την χαμηλή ζώνη.
Καθώς αυτοί εκεί ψηλά θα τρώνε με τα χρυσά τους κουτάλια
ο πορφυρός Θεός θ’ αγκαλιάσει και θα πάρει τη ζωή.

Όλοι το ξέρουν αλλά κανείς δεν αντιδρά
κανείς δεν νοιάζεται
κανείς δεν μιλά
αποφάσισαν ότι ήρθε ώρα να ξεφορτωθούν τα σκουπίδια
αλλά σκουπίδια είναι αυτοί κι οι ιδέες τους.

Απόψε ο ουρανός είναι κόκκινος
και το χώμα γεμάτο αίμα και φωτιά απόψε ο θάνατος έφτασε στο γκρι
και το γκρι έγινε μαύρο.

Τώρα κάτω από την ανάσα τους ψιθυρίζουν
«Μπορούμε επιτέλους να προχωρήσουμε!»
αλλά για να προχωρήσεις θα πρέπει πρώτα να πατήσεις πάνω σε χιλιάδες πτώματα
και να κολυμπήσεις μέσα στο αίμα.

Ο βασιλιάς τον παράδεισο σημαδεύει
αλλά ψηλά για να φτάσει  θα πρέπει πρώτα με πλατύ χαμόγελο
όσους βρίσκονται κάτω στη σκάλα
να σκοτώσει.

Και με την φυλή των Τευτόνων θα γίνει συμφωνία
και με αγωνία οι από κάτω περιμένουν,
-ο γκρεμός φαίνεται πως βαθαίνει συνέχεια πιο πολύ-
και με τα χέρια ν’ ακουμπάνε στο χώμα
τον γαλανό ουρανό δεν μπορούν πλέον ν’ αγγίξουν,
μόνο από χαμηλά τον κοιτάζουν.

Στο μεταξύ, η τρέλα από τα βουνά έχει κατεβεί
και τους ανθρώπους επηρεάζει
και βλέπουμε συνεχώς αίμα
απ’ το κουτί της βλακείας και τις φυλλάδες της συνουσίας.

Αίμα που χύνεται με τρόπο παράδοξο
με την ανωμαλία να γίνεται η δεύτερη φύση του ανθρώπου.

Και εσύ που κάθεσαι αναπαυτικά στον καναπέ
σαν το μασκοφόρο τιμωρό παραλογείς
αλλά η παρουσία σου δεν επηρεάζει τίποτα και κανέναν.

Και το μόνο που εξασκείς είναι το στόμα σου
και με την πολυλογία τους ανθρώπους τιμωρείς,
ένας από τους επαναστάτες που δημιουργεί συνεχώς αυτός ο κόσμος.

Απλά συνέχισε να ζεις μέσα στη σκακιέρα που αποκαλούμε ζωή.