Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


Έχεις ποτέ αναρωτηθεί τι έκανε την κακιά μητριά  εκείνο το μίζερο πλάσμα που εξαρτιόταν η ευτυχία του αποκλειστικά από την καταστροφή της Χιονάτης; Οι ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι η παιδική ηλικία καταγράφεται βαθιά στον πυρήνα της ύπαρξής μας καθώς, για σκέψου το, οι φωνές των γονιών, στα πρώτα μόλις χρόνιας της πορείας μας στον χάρτη του κοσμικού πεπρωμένου, μετατρέπονται αργότερα στη δική μας εσωτερική φωνή που είτε ισοδυναμεί με μια συνεχή επίκριση είτε με την στέρεη ικανότητα αυτοπροσδιορισμού.

Και η κακιά μητριά, ξαπλώνοντας στο ντιβάνι της αυτογνωσίας, γυρνά πίσω στο χρόνο, κρατάει την αναπνοή της και αγωνιά να αφουγκραστεί τα κρυμμένα νοήματα πίσω από τις φωνές που ντύθηκαν τον μανδύα των ψιθύρων για να μην προδόσουν τα μυστικά των παιδικών λαβυρίνθων.

Στα ασπρόμαυρα φλας περασμένων εποχών, ένα κοριτσάκι αθώο όσο και οι ηλιαχτίδες των ελπίδων μας, επιστρέφει από το σχολείο με καλούς βαθμούς και φουσκωμένη περηφάνια προτού παρατηρήσει την απογοητευμένη έκφραση της μητέρας στο άκουσμα της είδησης ότι μπορεί το βλαστάρι της να αρίστευσε με 19, ωστόσο η διπλανή της, η Αννούλα, θριάμβευσε με 19,5.

Και ύστερα, όλα θα άλλαζαν για πάντα, κι ένας καθρέφτης αδυσώπητος θα υπενθύμιζε στο άλλοτε ανυποψίαστο παιδί ότι η ευτυχία κρίνεται με βάση τις αποτυχίες των γύρω, ότι σημασία, τελικά, έχει πόσο παντοδύναμος δείχνεις, ακόμη και αν, μέσα σου, το κάστρο της οικογενειακής υποκρισίας φυλακίζει την ελευθερία της ψυχής.

Και το κοριτσάκι της ιστορίας μας εγκλωβιζόταν πια στην πανάκριβη βιτρίνα του ανούσιου εντυπωσιασμού, σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα στο γεγονός ότι το εσωτερικό του αστραφτερού μαγαζιού παρουσίαζε σημάδια εγκατάλειψης. Αναρτούσε, λοιπόν, συνεχώς φωτογραφίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και πάσχιζε να μας πείσει ότι τα ψεύτικα χαμόγελα δύνανται να φωτίσουν τις οθόνες της απομόνωσης, ότι τα πολυάριθμα likes τυλίγουν με την απατηλή φλόγα μιας φωτιάς που ουδέποτε άναψε, τις βραδιές των μοναχικών δακρύων.

Και ύστερα ντυνόταν με τα αστραφτερά ρούχα του ναρκισσισμού, κρατούσε σφιχτά στο χέρι τον χαρτοφύλακα της επαγγελματικής καταξίωσης και πάσχιζε να εξασφαλίσει την επιδοκιμασία του αφεντικού με τις εύστοχες φιλοφρονήσεις και τις απλήρωτες υπερωρίες…Στο ρινγκ της εργασιακής φήμης, η νικήτρια γράπωνε τα γάντια του αθέμιτου ανταγωνισμού και πλήγωνε το πρόσωπο της δημιουργικής συνεργασίας, καθώς ο συνάδελφος όφειλε να είναι είτε ανίδεος κομπάρσος ή πανούργος συνωμότης που υπονομεύει την εκτυφλωτική λάμψη του άλλοτε ανυποψίαστου κοριτσιού.

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, που λες, συνήθιζε να επιλέγει ακατάλληλους συντρόφους σε μια προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της ότι η αδιαμφισβήτητη γοητεία της εμπνέει την απόλυτη, μυθιστορηματική, αγάπη σε υπάρξεις με ιατρική γνωμάτευση αλλεργίας στις δεσμεύσεις και αποστροφής στην αλήθεια.

Και τα χρόνια κυλούσαν και εκείνη έφτανε πλέον σε ηλικία γάμου και έπρεπε, συνεπώς, να επιλέξει τον κατάλληλο σύντροφο, τον καλόβολο κροίσο που θα εξασφάλιζε την είσοδο στις κοσμικές συγκεντρώσεις της ανυπόφορης ανίας και τις φωτογενείς πόζες στα οικογενειακά άλμπουμ των καταπράσινων από τη ζήλια συγγενών.

Η κακιά μητριά, αποκτούσε κάποτε το δικό της παιδί και όντας γνώστρια των πιο σύγχρονων θεωριών αποτελεσματικής διαπαιδαγώγησης υποσχόταν στον εαυτό της, μέσα από τον προσωπικό της τοίχο στο Facebook φυσικά, ότι θ΄ανέτρεφε ένα ισορροπημένο αυριανό ενήλικα, μια ψυχή με αυθύπαρκτη οντότητα και πολύχρωμα όνειρα.

Ωστόσο, ένα απόγευμα, η υποψήφια αυθύπαρκτη οντότητα  επέστρεφε από το σχολείο με βαθμούς χειρότερους από της διπλανής της και η στοργική μητέρα των τριών μεταπτυχιακών στη  γονεϊκή ενσυναίσθηση και των δέκα σεμιναρίων πάνω στην ενδυνάμωση της αυτοπεποίθησης του παιδιού,  έπεφτε με κρότο από τα σύννεφα της τελειότητας και  προσγειωνόταν με τρόμο στις πιθανές απαντήσεις προς τις επιστήθιες φίλες στο καθοριστικό ερώτημα ‘είναι η κόρη σου η καλύτερη μαθήτρια της τάξης;’ και στο συνοδευτικό, ισοπεδωτικό, σχόλιο ‘ γιατί η δική μου είναι απουσιολόγος, ξέρεις’…

Και εκείνος ο τεράστιος καθρέφτης, εαν τον παρατηρούσες λίγο καλύτερα, σα να χαμογελούσε με θλίψη, σα να ευχόταν να μπορούσε να λυτρώσει τα κατα καιρούς αφεντικά του από τον ιό των ανούσιων συγκρίσεων και σα να σου ψιθύριζε ότι το γυαλί που σπάει ίσως δεν ταυτίζεται με εφτά χρόνια κακοτυχίας αλλά με μια ζωή αληθινής πλήρωσης.

Και εσύ; Θα σπάσεις άραγε τον δικό σου καθρέφτη ή θα τον φυλακίσεις σε χρυσό πλαίσιο και θα τον αναρτήσεις στο Facebook;