Κείμενο: Ευθύμης Μαυρεπής
Φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Ιστορίας Τέχνης

Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος


Δεν είναι λίγες οι φορές που μια  νοσταλγία με κυριεύει… Μια νοσταλγία  για καθετί ρετρό. Ρομαντικός και ονειροπόλος! Εύλογη όμως και η απορία: Πως γίνεται να νοσταλγείς κάτι που δεν έχεις ζήσει(;) Μετά πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται: Πως θα ‘ταν άραγε να ζω  τότε, στα 60’s, στα 70’s στα 80’s(;) Και ύστερα συνειδητοποιώ πως η νοσταλγία δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια «απόδραση». Η απόδραση από την εποχή του «ανώνυμου πολτού».

Κάθε γενιά, λένε, οφείλει να «σκοτώσει» το χθες  της προηγούμενης  και να στερεί  κάτι από το αύριο της επομένης. Γιατί, βλέπεις, κάθε γενιά χαρακτηρίζεται για την ανατρεπτικότητα και για την ελπίδα. Όμως, στην εποχή του «ανώνυμου πολτού», ο άνθρωπος πιέζεται να γίνει «μικρός». Στα Millennium η ανατροπή έχασε την ορμητικότητα της, η ελπίδα παραγκωνίστηκε από τις απαιτήσεις και οι «δρόμοι» έχασαν την γενιά τους. Είναι η εποχή κατά την οποία ο κόσμος παρακολουθεί στις  οθόνες την εξέλιξή του, αλλά δεν εξελίσσεται ο ίδιος. Είμαι εγώ, που νωχελικά επιλέγω να αλλάξω τον κόσμο, αλλά αγνοώ  πως ο κόσμος είναι η αντανάκλαση μου.  Κατηγορώ «εκείνον» που βλέπω στον καθρέπτη, τον κατακρίνω και μετά του δίνω την υπόσχεση πως θα τον αλλάξω. Δεν θα αλλάξω, αλλά θα τον αλλάξω. Δες(!) αναφέρομαι σε  «γ’ ενικό», καθώς στην  εποχή μας σε κάθε «εγώ» θα βρεις το «εσύ» ή το «αυτοί», αν πρόκειται για τα μεγάλα, τα μεγάλα λάθη μας. Κοντά όμως σε αυτά,  θα συναντήσεις και το  «υπερεγώ» μου, που είθισται να  αφορά εκείνα τα μικρά! Ξέρεις…. την καριέρα μου, το σπίτι μου, το αυτοκίνητο μου, τον μισθό μου…

Πίσω στον καθρέφτη μου πάλι. Να μια καλή παρομοίωση για να περιγράψεις την εποχή μας!  Βλέπω την ασκήμια μου, αλλά λίγο πριν κλείσω το φως του δωματίου καθώς προτιμώ να μένω στο σκοτάδι, λίγο πριν φύγω από τους τέσσερις τοίχους που επιλέγω να μένω-ενίοτε το ονομάζω και ασφάλεια- θα ρίξω μια  και θα σπάσω τον καθρέφτη. Μάλιστα όσο πιο δυνατό το πλήγμα, τόσο μεγαλύτερη και η ευχαρίστησή μου. Είναι όπως καταλαβαίνεις έτσι η εποχή μας, που μόνο με την καταστροφή χαίρεσαι. Την επομένη μέρα,  η δίνη της καταναλωτικής μανίας μου με ωθεί να αγοράσω έναν καινούριο (καθρέφτη). Είναι τόσο εύκολο να το κάνω, όσο το ίδιο εύκολο και να ψηφίσω εν παραδείγματι. Θαρρώ πως και το να επιλέγω πολιτικούς, είναι θέμα αγοραπωλησίας. Πολιτικούς που τους κάνω «καθρέφτες» μου, τους στήνω όμως αυτή την φορά, λίγο παραέξω από τους τέσσερις τοίχους μου. Στην κοινωνία! Νομίζω όμως πως σαν φτάσει η ώρα να αλλάξω το καθρέφτη, εκείνον που τσάκισα πιο πριν,  ξεφορτώνομαι το αποκρουστικό μου είδωλο. Πολιτικοί-είδωλα, με την δίσημη λειτουργία της λέξης.  Στήνομαι να κοιτάξω και πάλι μέσα από τον νέο μου καθρέφτη. Ξέρεις(!) την τηλεόραση, τον υπολογιστή μου. Γρήγορα όμως συνειδητοποιώ πως το είδωλο αυτό στέκει πάλι εκεί. Ίσως και πιο άσχημο αυτή την φορά. Με τον Χατζηδάκη να μου θυμίζει πως πλέον εξοικειώθηκα με την εικόνα, αυτή την άσχημη εικόνα, δεν τρομάζω πια, δεν θέλω να την αλλάξω. Ίσως αύριο σκαρφιστώ πως φταίνε τα ρούχα μου, τα φκιασίδια μου, το κούρεμα μου, η γωνία θέασης. Αυτό το «κάτι» θα ‘ναι που θα φταίει για αυτή την εικόνα. Γιατί όμως άραγε δεν είμαι «εγώ» ;

Συνεχίζω με τον Αρκά να σημειώνει πως η ζωή χωρίζεται σε τρία στάδια: επανάσταση, περισυλλογή και τηλεόραση. Ξεκινάς από τα μικράτα σου να αλλάξεις τον κόσμο και τελικά καταλήγεις να αλλάζεις κανάλια στην τηλεόραση. Και όλα αυτά: γιατί είναι πιο εύπεπτος ο κόσμος που μου παρουσιάζουν.  Ένας κόσμος που συχνά-αν όχι πάντα- πρέπει να αγοράσω! Ένας κόσμος, τυποποιημένος και συσκευασμένος, που δεν κουράζομαι για να τον αποκτήσω! Απλά μου τον επιβάλλουν ως τον μοναδικό!  Και αυτό γιατί; Γιατί,  είναι  εύκολο να βλέπω τον κόσμο μου να αλλάζει, χωρίς να χρειάζεται να τον δημιουργήσω. Να τον αποκτώ χωρίς ιδιαίτερο κόπο! Τι και αν κάποτε η δωρεάν παιδεία ή η δημόσια υγεία ή η γυναικεία αυτοδιάθεση ή η φοιτητική πρόνοια ή ακόμα και η ισότητα χωρίς διακρίσεις  ήταν δικαιώματα προς διεκδίκηση. Κάποτε, οι νέοι συνέρρεαν στους δρόμους για την παγίωση τους. Ποιος διεκδικεί στις μέρες μας; Όλοι απαιτήσεις δεν έχουμε, σωστά; Διεκδικήσεις, που έγιναν κεκτημένα, αλλά και δικαιώματα που έγιναν παροχές. Κοινωνικές σκαρφίστηκαν να τις ονομάζουν. Ίσως πολλές φορές ακούμε ότι: «η τάδε κυβέρνηση ενέκρινε παροχές στο εκπαιδευτικό σύστημα και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη…», έως ότου κατοπινά ακούμε: «για περικοπές ή μειώσεις παροχών για το κοινωνικό κράτος». Αποφασίζουν για τα δικαιώματα μου με μια υπουργική απόφαση! Την στιγμή που εγώ ξέρω πως τα δικαιώματα μου αφορούν εμένα. Και τι κάνω εγώ(;)  Η προβληματική όμως, που μεταβάπτισε τα δικαιώματα σε παροχές, ανέκυψε από το γεγονός ότι υπήρξαν άνθρωποι ή ίσως και γενιές που ποτέ δεν πάλεψαν, ποτέ δε αξίωσαν, ποτέ δεν κατέκτησαν δικαιώματα. Αντίθετα τα βρήκαν να προϋπάρχουν! Θεώρησαν τα δικαιώματα ως προϋποθέσεις, ξεχνώντας πως τα δικαιώματα δημιουργούν τις προϋποθέσεις. Με άλλα λόγια, δικαιώματα που γίνονται απόκτημα για την εκάστοτε γενιά, αλλά ποτέ δεν γίνονται κτήμα για την επόμενη. Κάθε γενιά διεκδικεί εκείνα που της ανήκουν! Εκείνα που θα αγωνιστεί να αποκτήσει!  Μιλώ για εκείνα τα δικαιώματα που θέτουν τις βάσεις για να οραματιστείς. Είναι όμως άραγε ο κόσμος που αλλάζει αλλά μου μοιάζει και σου μοιάζει, ο κόσμος που οραματιστήκαμε; Ναι ή όχι, ξέρω πως είναι ένας κόσμος, που δεν οραματιστήκαμε μαζί. Είναι ένας κόσμος που εγώ τον οραματίστηκα κάπως και που και εσύ με την σειρά σου τον οραματίστηκες αλλιώς.  Εκεί είναι όμως το πρόβλημα, σε αυτό το «κάπως» και σε αυτό το «αλλιώς».

Ώρες μπορώ να μέμφομαι κατά  του δικό σου αλλιώς και να επαινώ το δικό μου κάπως, και εσύ το αντίστροφο. Και τι σύμπτωση, για όλα τα κακώς κείμενα, να ευθύνεται το «αλλιώς» το δικό σου!Η εποχή του «ανώνυμου πολτού» είναι ο κόσμος που ζούμε μαζί, ο κόσμος που θα πεθάνουμε μαζί. Είναι ο κόσμος όμως, που δεν παλέψαμε να φτιάξουμε μαζί. Ένας  κόσμος που χτίσαμε άναρχα, διαιρεμένα. Μα πάνω απ όλα, ο κόσμος μας, που δεν βαστά επάνω σε γερά θεμέλια ή αν θέλεις καλύτερα ο κόσμος που λοξοδρομεί πρόχειρα, πάνω σε κουφάρια, λείψανα κόσμων που ισοπεδώθηκαν.

Ένα παιχνίδι όμως με τις λέξεις είναι αρκετό για να δώσει την λύση. Τι μπορούμε να κάνουμε με το «κάπως» του δικού μου κόσμου και το «αλλιώς» του δικού σου κόσμου;  Ίσως να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να χτίσουμε τον κόσμο μας κάπως αλλιώς!  Υπάρχει ελπίδα να συναντηθούμε κάπου στην εποχή του «ανώνυμου πολτού». Ραντεβού λοιπόν στην Πλατεία! Εκεί που το κάπως αλλιώς, θα γίνει «έτσι». Πολύ αόριστο αυτό το «έτσι» όμως, δεν νομίζεις; Από την άλλη θα πρέπει να με πείσεις: γιατί αν ήξερα από πριν, αυτό το «έτσι», προτιμώ να ζω όπως τώρα; Είδες τελικά πως για όλα υπάρχει μια απάντηση. Γιατί λοιπόν αν ήξερα αυτό το «έτσι», δεν θα ήλπιζα πως είναι καλύτερο, δεν θα αγωνιζόμουν για το όραμα, για την ιδέα μου, κυρίως όμως δεν θα συναντιόμασταν στην προαναφερθείσα Πλατεία. Εκεί από όπου κάθε γενιά ξεκινά κάπως αλλιώς να διεκδικεί τον κόσμο της, να φαντάζεται κάπως αλλιώς.

Τελικά όμως το «έτσι» κάθε γενιάς, το ζει η επομένη. Γι΄ αυτό, καθώς είπαμε, κάθε γενιά οφείλει να σκοτώνει την προηγούμενη και να αποστερεί από την επομένη. Και τελικά ποια είναι η γενιά του ανώνυμου πολτού; Είναι η γενιά, που ατάκτως ειρημένα μοιρολατρεί στην κυλινδρική συσκευασία της να αγοραστεί! Άγευστη και άοσμη, αεροστεγώς κλεισμένη! Όπως επιλέγει και εκείνη, αντίστοιχα, τα προϊόντα της. Όντας ανώνυμη, άσημη, θα μείνει στο ράφι, θα ξεφτίσει!

Ως αποφώνηση, ο πάντα καίριος Lennon: «Εάν κάποιος πιστεύει ότι η αγάπη και η ειρήνη είναι κλισέ, που τα αφήσαμε πίσω στη δεκαετία του ’60, αυτό είναι πρόβλημά του. Η Αγάπη και η Ειρήνη είναι αιώνιες αξίες.»