Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 17

Η γνωριμία τους έγινε στο διάδρομο του σούπερ μάρκετ. Καθόταν εκεί ώρες πολλές πριν εμφανιστεί αυτός, δίπλα σε κάτι ντομάτες. Πάει καιρός από τότε. Δε μπορεί να πει με σιγουριά αν ήταν Κρήτης ή Κορίνθου. Φαίνονταν χλωμές ωστόσο. Δεν πρέπει να ‘ταν η εποχή τους. Από αυτό υπέθετε ότι ήταν χειμώνας όταν τον γνώρισε ή τουλάχιστον δεν είχε αρχίσει να καλοκαιριάζει για τα καλά. Δε θυμόταν τι φορούσε ο ίδιος , εκείνος όμως ήταν στα πράσινα, μέσα έξω. Φύγανε μαζί από το σούπερ μάρκετ. Πήγαν στο σπίτι του, δεν ήταν μακριά. Τον έβαλε να κάτσει στον καναπέ όσο ταχτοποιούσε κάποια πράγματα που ‘θελαν ψυγείο. Μετά πήγε κάθισε κοντά του. Του μίλησε για τη ζωή του, από τα παιδικά του χρόνια και τις γρατζουνιές που του χε ‘κάνει το ποδήλατο. Μιλούσε μόνος του, δεν άφηνε χώρο για άλλον. Σπάνια έβρισκε πρόθυμους ακροατές. Συνήθως δεν τον άκουγαν, κι αν τον άκουγαν δεν καταλάβαιναν αυτά που έλεγε. Και αν τα καταλάβαιναν δεν τους έδιναν σημασία. Ίσως δεν είχαν τόσο ανοιχτά αφτιά όσο θα ‘θελε να χουν. Ίσως δεν είχαν τόσο τρυφερή καρδιά όσο θα ‘θελε να χουν. Αλλά αυτός δε κουνιόταν, είχε κάτσει  εκεί.

Μέρες μετά, αφού είχαν κοιμηθεί μαζί. Έχοντας πιει πολλούς πρωινούς καφέδες παρέα. Αφού γυρνούσε από τη δουλειά του και τον έβρισκε να τον περιμένει. Άρχισε να παρατηρεί ότι δεν ήταν πια ο ίδιος. Είχε χάσει το χρώμα του. Είχε ζαρώσει. Θα τον έχανε κι αυτόν, θα ‘μενε πάλι μόνος.

Για να το αποφύγει, άναψε το κλιματιστικό. Το ‘χε όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Αυτός, για να μη κρυώνει φορούσε διπλές κάλτσες και παλτό μέσα στο σπίτι. Αλλά δεν δούλεψε, αυτός χάλαγε, του ‘κοψε τότε μ’ ένα μαχαίρι τα κομμάτια που ‘χαν σαπίσει. Έμεινε μισός, τον έβαλε τον υπόλοιπο στο ψυγείο. Πήρε παράταση δυο μέρες. Στο τέλος ολόκληρος μισός είχε γίνει κάτι άλλο, όχι αυτός που πρωτογνώρισε.

Ίσως η καρδιά του παραήταν τρυφερή για να αντέξει. Αυτός τον πέταξε και έμεινε πάλι μόνος. Από τότε δεν πήγαινε σε σούπερ μάρκετ, κι αν πήγαινε ποτέ δεν περνούσε από τη μαναβική.