Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος


Σε αντίθεση με τους περισσότερους ιατρούς, ο ψυχολόγος χτίζει σταδιακά με τους ασθενείς του μια πολύ ιδιαίτερη και δυνατή σχέση: κατά τη διάρκεια των συνεδριών ο θεραπευόμενος προβαίνει σε – επώδυνες ως επί το πλείστον – εξομολογήσεις, αναβιώνει γεγονότα που θα προτιμούσε να είχε ξεχάσει κι έρχεται σ’ επαφή με αρνητικά συναισθήματα. Αντιστοίχως, ο θεραπευτής άλλοτε παρηγορεί, άλλοτε ενθαρρύνει κι άλλοτε λειτουργεί ως καθρέφτης του θεραπευόμενου, προσπαθώντας να ικανοποιήσει το αίτημά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων συνεδριών, πολλοί θεραπευόμενοι έρχονται αντιμέτωποι μ’ ένα εύλογο ερώτημα: «τι θα συμβεί αν ερωτευτώ τον ψυχοθεραπευτή μου;» Μια σχέση που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και στην επικοινωνία ευνοεί τη δημιουργία ερωτικών συναισθημάτων, κυρίως απ’ τη στιγμή που, ορισμένες φορές, ο ψυχοθεραπευτής φαντάζει στα μάτια του ασθενούς σαν ένας παντογνώστης σωτήρας, ο οποίος έχει τη δυνατότητα να τον προστατέψει και να τον κάνει να αισθανθεί ασφάλεια. Το παραπάνω ερώτημα τέθηκε, άλλωστε, κι απ’ τον ίδιο το Φρόιντ το 1895, παρόλο που τότε δεν είχε κατανοήσει πλήρως τη σημασία και τη χρησιμότητά του.

Δέκα χρόνια αργότερα, όταν η δεκαοχτάχρονη Ντόρα επισκέφθηκε το Φρόιντ, ο πατέρας της ψυχανάλυσης περιέγραψε με περισσότερες λεπτομέρειες την έννοια της «μεταβίβασης», όπως ονόμασε τα ερωτικά συναισθήματα που βιώνουν οι ασθενείς για τον ψυχαναλυτή τους. Η ιστορία της Ντόρας θυμίζει σαπουνόπερα: οι γονείς της είχαν φιλικές σχέσεις με το ζευγάρι Χανς και Πεπίνα Ζελένκα, γνωστοί ως κύριος και κυρία Κ. Ο πατέρας της είχε, μάλιστα, κρυφό δεσμό με την κυρία Κ., ενώ ο κύριος Κ. είχε προσπαθήσει ν’ αποπλανήσει την ανήλικη Ντόρα. Ο Φρόιντ δεν άργησε να συμπεράνει πως η νεαρή κοπέλα ήταν ενδόμυχα ερωτευμένη με τον κύριο Κ. και τον πατέρα της, και πως μεταβίβαζε αυτά της τα συναισθήματα προς τον ίδιο τον ψυχαναλυτή της. Όρισε μάλιστα τη μεταβίβαση ως «μια μετάθεση συναισθημάτων, επιθυμιών, φαντασιώσεων ή ακόμη και ολόκληρων σεναρίων στο πρόσωπο του αναλυτή, που αποδεικνύονται ότι είναι η αναπαραγωγή ήδη βιωμένων εμπειριών με σημαντικά πρόσωπα του παρελθόντος, ιδιαίτερα της παιδικής ηλικίας». Κατά το Φρόιντ, η ψυχανάλυση δε δημιουργεί μεταβιβάσεις, αλλά τις φέρνει στην επιφάνεια.

Η Ντόρα αμφισβήτησε τα πορίσματα του ψυχαναλυτή της και διέκοψε θυμωμένη τη θεραπεία της. Πράγματι, ο Φρόιντ δεν κατάφερε να βοηθήσει την ασθενή του, που κακοποιούταν συναισθηματικά και σωματικά από την παιδική της ηλικία, ενώ το συμπέρασμά του ήταν εσφαλμένο. Ωστόσο, η περίπτωση της Ντόρας τού έδωσε τη δυνατότητα ν’ αναφερθεί στην έννοια της μεταβίβασης, που πλέον κατέχει κεντρική θέση στο χώρο της ψυχολογίας. Τα επόμενα χρόνια αναφέρθηκε με περισσότερες λεπτομέρειες στην έννοια αυτή και το 1910, στις «Προοπτικές του μέλλοντος της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής», όρισε την αντι – μεταβίβαση ως «την επίδραση που ασκεί ο ασθενής στα ασυνείδητα συναισθήματα του αναλυτή του», προτρέποντας τους αναλυτές να κάνουν ψυχανάλυση, ούτως ώστε να καταφέρνουν να μην ανταποκρίνονται στα ερωτικά συναισθήματα των ασθενών τους. Στις μέρες μας, θεωρείται απαραίτητο για όλους τους ψυχολόγους να κάνουν προσωπική ψυχοθεραπεία, ενώ έχουν δημοσιευτεί πάρα πολλά γραπτά από ψυχολόγους διαφορετικών προσεγγίσεων για τις έννοιες της μεταβίβασης και της αντι – μεταβίβασης.

Συγκεκριμένα, η Μπέτυ Τζόσεφ υποστήριξε το 1985 πως η μεταβίβαση και η αντι –  μεταβίβαση δεν είναι εμπόδια, αλλά αντιθέτως δύο πολύ χρήσιμα εργαλεία για την εξέλιξη της θεραπείας: αποτελώντας μορφές μη λεκτικής επικοινωνίας, μπορούν να βοηθήσουν το θεραπευτή να κατανοήσει τόσο τα συναισθήματα του θεραπευόμενου, όσο και τα δικά του, διευκολύνοντας έτσι την αλληλεπίδρασή τους. Αντιστοίχως, ο Χέινριχ Ράκερ αναφέρθηκε το 1953 στην έννοια της «σύμφωνης αντι – μεταβίβασης» που είναι στη βάση της ενσυναίσθησης, της ικανότητας, δηλαδή, ν’ αντιλαμβανόμαστε τις ανησυχίες, το άγχος, τον πόνο, τις χαρές και τις ανάγκες των άλλων με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις δικές μας, και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση της θεραπευτικής σχέσης. Με τη μεταβίβαση ασχολήθηκε και η Μέλανι Κλάιν, προσπαθώντας ν’ αναπτύξει τη θεωρία του Φρόιντ. Όπως αναφέρει η σημαντική ψυχαναλύτρια το 1952, στα μάτια του αναλυόμενου ο αναλυτής δεν αντιπροσωπεύει μονάχα τον πατέρα και τη μητέρα του, αλλά οποιοδήποτε σημαντικό προσωπικό. Είναι επίσης πιθανό αφενός ο θεραπευτής ν’ αντιπροσωπεύει πολλά διαφορετικά πρόσωπα ταυτοχρόνως, αφετέρου ο αναλυόμενος να προβάλλει στα άτομα του περιβάλλοντός του τα συναισθήματα που βιώνει για το θεραπευτή του.

Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, παρότι αν ο αναλυόμενος ερωτευτεί πράγματι τον αναλυτή του η θεραπεία πρέπει να σταματήσει, στις περισσότερες περιπτώσεις ο θεραπευόμενος δεν έχει σεξουαλικές επιθυμίες, αλλά έντονα συναισθήματα τα οποία θα μπορούσε να βιώσει και για τον ερωτικό του σύντροφο, γεγονός που τον μπερδεύει. Αυτό, ωστόσο, δεν υπονομεύει τη θεραπεία, αντιθέτως, μπορεί να τη διευκολύνει, αρκεί ο θεραπευτής να ξέρει πώς πρέπει να χειριστεί μια τέτοια κατάσταση. Άλλωστε, σε αντίθεση με το Φρόιντ που αναφέρθηκε κυρίως στα ασυνείδητα ερωτικά συναισθήματα για τον πατέρα που μεταβιβάζονται προς τον ψυχαναλυτή, η Κλάιν αναφέρθηκε σε μια ποικιλία συναισθημάτων και προσώπων, που αφορούν τόσο το παρόν, όσο και το παρελθόν. Συνεπώς, μέσω της αλληλεπίδρασής του με το θεραπευτή και με τη σχέση εμπιστοσύνης που χτίζει μαζί του, ο θεραπευόμενος μπορεί να καταφέρει να χτίσει πιο σταθερές και υγιείς σχέσεις και με τους υπόλοιπους ανθρώπους του περιβάλλοντός του.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Freud, S. (1975). The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud / Vol. VII (1901 – 1905): A case of Hysteria, Three Essays on Sexuality and Other Works. London: The Hogarth Press and The Institute of Psycho – Analysis.

Freud, S. (1975). The standard edition of the complete psychological works of Sigmund Freud / Vol. XI (1910): Five Lectures on Psycho – Analysis, Leonardo da Vinci and Other Works. London: The Hogarth Press and The Institute of Psycho – Analysis.

Joseph, B. (1985). Transference: The Total Situation. International Journal of Psychoanalysis. 66, pp. 447 – 454.

Klein, M. (1952). The Origins of Transference. International Journal of Psychoanalysis, 33, pp. 433 – 438.

Racker, H, (1953). A Contribution to the Problem of Countertransference. International Journal of Psychoanalysis, 34, pp. 313 – 324.