Άρθρο: Λυδία Μυλωνάκη
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Μαρία-Ανδρονίκη Τραυλού
Φιλόλογος-Γλωσσολόγος


Το επάγγελμα του ψυχολόγου είναι ένα επάγγελμα υγείας που απαιτεί ισχυρό το αίσθημα της συμπόνιας, αλλά και την ικανότητα της ενσυναίσθησης, καθώς και το ειλικρινές ενδιαφέρον και τον σεβασμό στα προβλήματα και τις ανάγκες του θεραπευόμενου. Η βασικότερη διάσταση του επαγγέλματος είναι η προσφορά βοήθειας και καθοδήγησης καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας και της αποκατάστασης του ασθενούς, αλλά και η μετέπειτα στήριξή του εφόσον αυτή είναι απαραίτητη. Είναι εμφανές πως η φύση του επαγγέλματος είναι καθαρά θεραπευτική, με εξαίρεση όμως την εργασία του ψυχολόγου ως πραγματογνώμονα.

Ο ψυχολόγος είναι ένας από τους επαγγελματίες υγείας που συχνά καλείται από το δικαστήριο ως μάρτυρας σε κάποια δίκη. Σε μερικές περιπτώσεις ο ψυχολόγος καταθέτει στη δίκη με βάση το ρόλο του ως θεραπευτής του κατηγορούμενου. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επαγγελματίες απαλλάσσονται από το καθήκον μαρτυρίας και αυτό εξαιτίας του απαράβατου του ιατρικού απορρήτου που τους επιβάλλει να κρατήσουν κρυφές τις πληροφορίες που τους έχει φανερώσει ο πελάτης τους κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών συνεδριών. Το απόρρητο αίρεται μόνο στην περίπτωση που ο ψυχολόγος διαθέτει πληροφορίες που μπορούν να προλάβουν την τέλεση ενός κακουργήματος ή τις συνέπειες ενός κακουργήματος που έχει ήδη τελεσθεί. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ψυχολόγος οφείλει να παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η θέση του ψυχολόγου στο δικαστήριο διαφοροποιείται από αυτήν του θεραπευτή ψυχολόγου. Εδώ, ο ψυχολόγος καλείται ως μάρτυρας στη δίκη όχι εξαιτίας της θεραπευτικής του σχέσης με τον κατηγορούμενο, αλλά λόγω του επαγγέλματός του ως πραγματογνώμονα. Σε αυτήν την περίπτωση, ο ψυχολόγος δεν γνωρίζει προηγουμένως τον κατηγορούμενο, τον εξετάζει και αξιολογεί τις γνωστικές του ικανότητες, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, καθώς και την ύπαρξη ψυχοπαθολογίας με σκοπό να συντάξει πραγματογνωμοσύνη. Έτσι, ενημερώνει το δικαστήριο κατά πόσον ο κατηγορούμενος τέλεσε ή όχι την πράξη για την οποία κατηγορείται, καθώς και αν έχει καταλογισμό της πράξης αυτής ή όχι. Εδώ δεν τίθεται θέμα απορρήτου, ο πραγματογνώμονας ψυχολόγος δεν εργάζεται για τον κατηγορούμενο, αλλά για το δικαστήριο ή όποια άλλη αρχή ή άτομο του έχει ζητήσει να παρουσιάσει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Οφείλει λοιπόν να μιλήσει ανοιχτά και απαλλαγμένος από κριτική και συναισθήματα να καταθέσει τη μαρτυρία του.

Επομένως, παρατηρούνται ζωτικής σημασίας διαφορές ανάμεσα στην άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου θεραπευτικά, αλλά και την άσκηση του επαγγέλματος ως πραγματογνώμονα με σκοπό την εκτίμηση και αξιολόγηση του κατηγορούμενου, αλλά και τη διάγνωση της ψυχοπαθολογίας του. Ο πραγματογνώμονας δεν στοχεύει στην εγκαθίδρυση μίας θεραπευτικής σχέσης εμπιστοσύνης, ούτε γνωρίζει το άτομο και τις ανάγκες του εις βάθος. Αντίθετα, προσπαθεί μέσα σε ένα σχετικά σύντομο διάστημα να κατανοήσει το άτομο, να αξιολογήσει τα δεδομένα που του παρέχουν οι συναντήσεις τους και να διαγνώσει την πιθανή ψυχοπαθολογία του, αλλά και την εν δυνάμει σχέση της με την εγκληματική και δυσπροσαρμοστική συμπεριφορά του κατηγορούμενου.

Πόσο εύκολο είναι λοιπόν για έναν ψυχολόγο να αναλάβει την πραγματογνωμοσύνη ενός εγκλήματος και να καταφέρει να μην εμπλακεί θεραπευτικά με το άτομο το οποίο αξιολογεί;

Έρευνες σε ειδικούς ψυχικής υγείας αναδεικνύουν πως οι διαφορές που διέπουν την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου θεραπευτή από την άσκηση του επαγγέλματος του ψυχολόγου ως πραγματογνώμονα είναι τεράστιες. Ως εκ τούτου απαιτείται μεγάλη εμπειρία, ικανότητα και δεξιότητες, προκειμένου ο ειδικός να είναι σε θέση να παραθέσει τα ευρήματα της έρευνάς του χωρίς συναισθήματα και συμπόνια προς το άτομο που αξιολογεί.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Brodsky, S. L. (2003). The expert expert witness: More maxims and guidelines for testifying in Court. Washington, DC: American Psychological Association.

Dror, I. E., Kassin, S. M., & Kukucka, J. (2013). New application of psychology to law: Improving forensic evidence and expert witness contributions. Journal of Applied Research in Memory and Cognition, 2(1), 78–81.

Καλέμη, Γ., & Ψαρρά, Μ. Λ. (2008). Ψυχιατροδικαστική, Διατήρηση, υπέρβαση και διάσπαση ορίων στη θεραπευτική σχέση, κεφ.11, Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδη.

Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων. (1997). Κώδικες δεοντολογίας για τους ψυχολόγους στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.