Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Παπαστεφανάκη Μαρία
Γλωσσολόγος


Τώρα μάσαγε το μπισκότο κάνοντας ήχους ενοχλητικούς με τα χείλια του

Με το τρία φύσηξε δυνατά. Πρώτα, είχε κάνει ευχή. Δύο δόντια από κείνα τα κίτρινα του ‘φυγαν και καρφώθηκαν πάνω στη σαντιγί. Όλοι χτύπησαν παλαμάκια. Στο διπλανό δωμάτιο πάνω στο τραπέζι, το πτυσσόμενο, υπήρχαν πακέτα με δώρα. Θα άνοιγε πρώτα εκείνα που δεν είχαν φιόγκο. Περισσότερη διασκέδαση για το τέλος. Στο ψυγείο μπουκάλια παγωμένο λευκό κρασί στριμώχνονταν προσωρινά δίπλα σ’ ένα ταψάκι μιας χρήσης με μπακλαβά πολίτικο. Από το σαλόνι ακούστηκαν κι άλλα παλαμάκια. Μοίρασαν την τούρτα κι ένιωσε αηδία που τα δυο δόντια βρέθηκαν στο δικό του κομμάτι. Απ’ ό,τι πρόσεξε ήταν τα τελευταία του. Τώρα μάσαγε το μπισκότο κάνοντας ήχους ενοχλητικούς με τα χείλια του. Ο ήχος του ‘φερε αναγούλα και, αφού βγήκε στο μπαλκόνι, έκανε εμετό μέσα σε μια μικρή γλάστρα με ξεραμένο βασιλικό.

Όταν επέστρεψε μέσα, έπιναν ήδη σαμπάνια στα ψηλά ποτήρια. Η μουσική ήταν τόσο δυνατά που δεν μπορούσες να μιλήσεις με τον διπλανό σου.

–  Δεν πειράζει, σκέφτηκε, ας μη γνωρίσω κανέναν.

Κοιτούσε με περιέργεια τους άλλους γύρω του και αναρωτιόταν τι ονόματα ταίριαζαν με τα πρόσωπα τους, το ντύσιμο και το ποτό που κρατούσαν.  Ο τύπος που γιόρταζε χόρευε προκλητικά τρίβοντας τον καβάλο του στον κώλο μιας κοπέλας.

Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στη δεξιά τσέπη του για να θυμηθεί τα δυο δόντια που του ‘χαν τύχει. Ένιωσε να βαριέται και σκέφτηκε πως μετάνιωσε που πήγε έτσι ακάλεστος σε ένα πάρτι που δεν γνώριζε ούτε αυτόν που γιορτάζει.  Έκανε να πάει προς την πόρτα, κοντοστάθηκε. Άφησε πρώτα τα δόντια στο μπολ με τα στραγάλια. Μετά έφυγε.