Άρθρο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Βαγιώτη Θεοδώρα
Φιλόλογος


Όλα τα παραμύθια έχουν νόημα σε πολλά επίπεδα και βοηθούν το παιδί να δομήσει την εσωτερική και την εξωτερική του πραγματικότητα, κινητοποιώντας τους μηχανισμούς της προβολής και της ταύτισης. Τα παραμύθια δίνουν ένα νόημα στα παιδιά σε έναν πολύπλοκο και γι’αυτά συχνά ακατανόητο κόσμο.

Η λέξη παραμύθι προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα παραμυθέομαι- παραμυθοῦμαι που σημαίνει συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ, ανακουφίζω. Αυτή η ετυμολογική προέλευση προσδίδει στην έννοια του παραμυθιού τις πραγματικές της διαστάσεις. Το παραμύθι είναι «παρά τω μύθω», κάτω από τη δικαιοδοσία της ιστορίας του και προσφέρει ένα ηθικό δίδαγμα στον ακροατή, αλλά με το στίγμα της παρηγοριάς και της ανακούφισης. Είναι το μαξιλάρι της ιστορίας που μας οδηγεί στη χώρα του φανταστικού, όπου όλα είναι εφικτά και όλα επιτρέπονται.

Οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τις διάφορες μορφές συμβολικού λόγου ως έναν τρόπο για να δώσουν νόημα στον κόσμο τους, να τον εξηγήσουν, να τον κατανοήσουν και τελικά να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση ή έστω και τις εικασίες αυτές στις επόμενες γενιές. Κατά την αφήγηση ακροατές και αφηγητές συμμετείχαν σε μια κοινή εμπειρία που τους συνέδεε με την οικογένεια, την φυλή, το έθνος, και τους οδηγούσε, μέσα από το παρελθόν και το παρόν, προς το μέλλον (Gersie & King, 1992). Στην πορεία της εξέλιξης του παραμυθιού, το έγγραφο λόγιο παραμύθι θεωρήθηκε μέσο ψυχαγωγίας και εκπαίδευσης μόνο των παιδιών, μια εντύπωση ενδεχομένως εσφαλμένη, μια και τα παραμύθια μπορούν να επιτελέσουν έναν μάλλον διαφορετικό, μα εξίσου σημαντικό ρόλο, και στον ψυχισμό των ενηλίκων.

Για την παιδαγωγική αξία του παραμυθιού έχουν διατυπωθεί αντικρουόμενες απόψεις. Ο Αριστοτέλης αναφέρει πως τα παραμύθια είναι απαραίτητα για τα «δυσυπνούντα παιδάρια», ενώ ο Στράβων και ο Πλούταρχος θεωρούν τα παραμύθια ως τα πιο ευχάριστα ακούσματα των παιδιών. Ορισμένοι, όπως ο Rousseau, θεώρησαν πως το παραμύθι αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη θετικής σκέψης. Ο Piaget (1964) από την άλλη υποστηρίζει την παιδαγωγική αξία του παραμυθιού, καθώς αυτό συμβάλλει μεταξύ άλλων, στη νοητική ανάπτυξη του παιδιού. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε ορισμένες από τις πτυχές της συνεισφοράς των παραμυθιών στη νοητική και κυρίως στην ψυχική ανάπτυξη των παιδιών.

Ξεκινώντας από μία βασική προσφορά του παραμυθιού στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών διαπιστώνουμε ότι το παραμύθι ως τελικό προϊόν μίας μακροχρόνιας προφορικής λαϊκής παράδοσης, διαθέτει πλήθος ιδιωματισμών. Τα παιδιά μπορούν έτσι να έρθουν σε επαφή με διάφορα διαλεκτικά και ιδιωματικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας. Το σύγχρονο παραμύθι εστιάζει πολλές φορές στο υπεραπλουστευμένο κείμενο χωρίς να αξιοποιεί τη δυνατότητα που έχει, να φέρει τα παιδιά σε επαφή με το γλωσσικό μας πλούτο, ανοίγοντας παράλληλα την πόρτα για τον κόσμο της λογοτεχνίας.

Η διαδικασία της αφήγησης των παραμυθιών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά την ανάπτυξη της σχέσης γονέα και παιδιού. Τα παραμύθια πραγματεύονται μια σειρά ζητημάτων, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, η κοινωνικοποίηση και η συναισθηματική αυτονόμηση, η αποδοχή του εαυτού και το άγχος αποχωρισμού. Όλα τα παραμύθια έχουν νόημα σε πολλά επίπεδα και βοηθούν το παιδί να δομήσει την εσωτερική και την εξωτερική του πραγματικότητα, κινητοποιώντας τους μηχανισμούς της προβολής και της ταύτισης. Τα παραμύθια δίνουν ένα νόημα στα παιδιά σε έναν πολύπλοκο και γι’αυτά συχνά ακατανόητο κόσμο.

Το παραμύθι ωθεί το ακροατήριο στην ονειροπόληση εξιδανικεύοντας την πραγματικότητα. Κι αν για τους ενήλικες αυτό είναι μια καλή ευκαιρία για να αποδράσουν από την πραγματικότητα, για τα παιδιά μπορεί να αποτελέσει τη δίοδο για να πλάσουν τη δική τους. «Έχει επίσης εμπεδωθεί στους εκπαιδευτικούς και γονείς ότι η αφήγηση μιας ιστορίας, ενός παραμυθιού μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον ενός παιδιού μόνο αν το διασκεδάζει και αν κεντρίζει την περιέργειά του»  (Bettelheim, 1976), ανταποκρινόμενο έτσι σε αυτές του τις ανάγκες. Ο κόσμος του παραμυθιού λοιπόν, εφόσον διεγείρει την περιέργεια του παιδιού, διεγείρει και τη φαντασία του, καθώς μπαίνει στη διαδικασία να πλάσει μόνο του ή με τη βοήθεια της εικονογράφησης έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας. Το παραμύθι κινητοποιεί μάλιστα μία μυθοπλαστική διαδικασία στον εγκέφαλο του ίδιου του παιδιού, μέσω της οποίας πολλές φορές το παιδί – ακροατής είναι  σε θέση να συνεχίσει μόνο του τη ροή του παραμυθιού. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιεί ο Ευγένιος Τριβιζάς, μέγας παραμυθογράφος, στα βιβλία του «Τα 33 ροζ ρουμπίνια» και «Τα 88 ντολμαδάκια» καλώντας στο τέλος κάθε σελίδας τον αναγνώστη να ενεργοποιηθεί και να αποφασίσει για τον ρου της ιστορίας. Τελικά τί θα γινότανε αν η Κοκκινοσκουφίτσα δε φοβόταν το λύκο και είχε καταλάβει από την αρχή την πονηριά του; Αν η Χιονάτη δεν κατέφευγε στο σπίτι των νάνων; Αν ο Χένσελ και η Γκρέτελ δεν έμπαιναν στο σπιτάκι της μάγισσας;

Ο κόσμος των παραμυθιών δεν είναι αιτιοκρατικός, αφού τα πάντα μπορούν να συμβούν, και παρέχει στο παιδί ανακούφιση καθώς εμπεριέχει το μαγικό στοιχείο με το οποίο έμαθε σε μικρότερη ηλικία να λειτουργεί και ο δικός του κόσμος, όταν για παράδειγμα οι ανάγκες του καλύπτονταν και όλα τα προβλήματα λύνονταν «ως δια μαγείας» από το χέρι των φροντιστών του. Η δύναμη των παραμυθιών να μεταφέρουν άμεσα και έμμεσα μηνύματα είναι αξιοπρόσεκτη. Οι ενήλικοι μέσα από τα παραμύθια προσπαθούν να μεταδώσουν στα παιδιά τους τις αξίες και τα ιδανικά που οι ίδιοι ασπάζονται. Άλλες φορές τα παραμύθια προσπαθούν να μεταδώσουν πανανθρώπινες αξίες όπως η δικαιοσύνη, η καλοσύνη ή η ισότητα και άλλες φορές προσπαθούν να περάσουν μηνύματα που είναι συνδεδεμένα με το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε το παραμύθι, όπως η σημαντικότητα της κοινότητας (π.χ. στις αφρικανικές χώρες) αλλά και η ιεραρχία σε μια κοινωνία. Η απλότητα των παραμυθιών διευκολύνει μέσω βασικών χαρακτηριστικών τους την ταύτιση με τον ήρωα: ο χρόνος και ο τόπος είναι αόριστοι και οι ήρωες δεν έχουν όνομα και παρελθόν. Έτσι, το κάθε παιδί μπορεί για λίγο να ζήσει στο “μια φορά κι έναν καιρό”.

Μία πάγια μεταφερόμενη αξία βρίσκεται στο μοτίβο της πάλης μεταξύ του «καλού» και του «κακού». Από τους γενετικούς – γνωστικούς ψυχολόγους Piaget και Kohlberg, κυρίως, διαπιστώθηκε πως το παιδί από την ηλικία των έξι ως έντεκα ετών δέχεται την ύπαρξη ηθικών κανόνων και πιστεύει πως οι κανόνες αυτοί είναι απαράβατοι. Από το όγδοο περίπου έτος, κάνει την εμφάνισή του το κριτήριο της δικαιοσύνης και το παιδί είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένο απέναντι στην αδικία. Κατά τον Kohlberg μάλιστα το παιδί ως τα εννέα του χρόνια είναι σε θέση να κάνει τη διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού», συνδέοντας τις έννοιες αυτές με την αμοιβή και την τιμωρία. Στα παραμύθια ο διαχωρισμός είναι σαφής και απόλυτος, διευκολύνοντας τον ψυχισμό του παιδιού, στον οποίο δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμη «γκρίζες ζώνες», ώστε να διακρίνει το καλό από το κακό, το σωστό από το λάθος και να διευθετήσει έτσι το εσωτερικό χάος συναισθημάτων (Bettelheim 1976; Piaget 1964) . Στο σημείο αυτό υπήρξε ένα πεδίο δράσης για το σύγχρονο παραμύθι, το οποίο κάποιες φορές έρχεται να αναρωτηθεί: Τι θα γινόταν αν ο λύκος ήταν καλός; Αν υπήρχαν τα τρία μικρά λυκάκια του Ευγένιου Τριβιζά και ο Ρούνι, το κακό γουρούνι; Είναι ο κόσμος τελικά τόσο απόλυτα δοσμένος, είναι φτιαγμένος μόνο με άσπρο και με μαύρο; Η προσέγγιση αυτή απαιτεί ενδεχομένως μια συναισθηματική ωριμότητα εκ μέρους των ακροατών – αναγνωστών και συμβάλλει σίγουρα στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.

Στα παραμύθια το καλό και η αλήθεια στο τέλος πάντα υπερτερούν. Oι ήρωες καταφέρνουν να υπερβούν όλα τα προβλήματα και τους φόβους, να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες συνθήκες, ακόμα κι αν αυτά φαίνονται δύσκολα και αδιέξοδα, καθώς στο παραμύθι δεν υπάρχει το ακατόρθωτο ως έννοια. Ακόμη κι αν «χρειαστεί» να αποκτήσουν υπερφυσικές δυνάμεις, οι ήρωες πετυχαίνουν το σκοπό τους ή κερδίζουν το κακό, μεταφέροντας στον ακροατή την πίστη στην προσπάθεια για επιτυχία, τη δύναμη που λέει «θα τα καταφέρεις» και ένα γενικότερο μήνυμα αισιοδοξίας. Η ευστροφία του Κοντορεβυθούλη, η περιπέτεια της Χιονάτης, η επιμονή της Σταχτοπούτας  ανακουφίζουν  τα παιδιά, τα οπλίζουν με θάρρος για τη ζωή. Τίθεται έτσι η βάση της αυτονομίας και της εκμάθησης της προσωπικής αντιμετώπισης των προβλημάτων στη ζωή.

Ακόμη, το παραμύθι διδάσκει έμμεσα την ανιδιοτέλεια και την αξία των καλών πράξεων, ακόμη και αν αυτές αργούν να αναγνωριστούν και να ανταμειφθούν καθότι, παρόλ’ αυτά, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται πάντα στο τέλος. Σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης διακρίνουμε και το στοιχείο της ανιδιοτέλειας, που μεταφέρεται στο παιδί, εφόσον ο ήρωας, πράττοντας το «σωστό», δε γνωρίζει στην αρχή της ιστορίας ότι θα ανταμειφθεί γι’ αυτή του την πράξη, δεν περιμένει τίποτα από αυτήν παρά μόνο μάχεται για το καλό. Ο ήρωας φαίνεται να φτάνει στην κορύφωση του ηρωισμού και της τελικής του δικαίωσης, περνώντας πάντα μέσα από διαδικασίες δοκιμασίας και τελειοποίησης.

Τα παραμύθια συνεισφέρουν στην προσωπική πραγμάτωση του ατόμου: οι ήρωες των παραμυθιών πολλές φορές έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν την εξωτερική τους μορφή χωρίς όμως να χάσουν  την αρχική τους ταυτότητα. Ακούγοντας τα παραμύθια το παιδί θα ταξιδέψει και θα μετατραπεί για λίγο στη φαντασία του σε κύκνο ή θα μάθει πώς ο βάτραχος και το τέρας της πεντάμορφης μπορεί να έχουν και μία άλλη, κρυμμένη ταυτότητα. Η πολυπλοκότητα του «είναι» μεταφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς αυτό να γίνεται συνειδητά αντιληπτό. Τα παραμύθια που εστιάζουν σε κάποιο άσχημο, αποκρουστικό, τερατόμορφο συχνά oν είναι δημοφιλή. Συνήθως το άτομο αυτό υποφέρει από μια κατάρα, όπως ο βάτραχος ή το τέρας του παραμυθιού. Η κατάρα λύνεται από την αγάπη, την αφοσίωση, το φιλί, από αισθήματα που ξεπερνούν την επιφανειακή εντύπωση που δημιουργεί η εικόνα για το άτομο, δίδαγμα ιδιαίτερα σημαντικό για την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα άλλο παράδειγμα άσχημου πλάσματος δεν είναι άλλο από το ασχημόπαπο, που έρχεται απλά να μας διδάξει τη δυνατότητα εξέλιξης του ατόμου προς την εσωτερική πραγμάτωση και ομορφιά. Η εξωτερική ασχήμια παύει να είναι καταδικαστική όσο υπάρχει πίσω από αυτήν μία υπό εξέλιξη προσωπικότητα και έτσι το άτομο μπορεί να ταυτιστεί και να ξεπεράσει τα όποια προβλήματα έχει με την εικόνα του εαυτού του. Ενισχύεται έτσι και ενδυναμώνεται η αυτοεκτίμηση ενώ ταυτόχρονα κατανοούνται πιο εύκολα οι ιδιαιτερότητες των ανθρώπων. Πέραν τούτου, τα παραμύθια σε πολλές περιπτώσεις, μπορούμε να πούμε πως αποτελούν έναν τρόπο έκφρασης ιδεών και αντιμετώπισης των διλημμάτων ενός παιδιού στον δρόμο του προς την ενηλικίωση.

Τα παραμύθια είναι σε θέση να μεταφέρουν στα παιδιά τη μεγαλύτερη αλήθεια και τη μεγαλύτερη ευκαιρία διάπλασης των δρόμων του μυαλού. Στο κάτω κάτω “αν σου μιλώ με παραμύθια είναι γιατί τ’ακούς γλυκύτερα”. (Γ.Σεφέρης)


 Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Bettelheim, B. (1976). The Uses of Enchantment: The Meaning and Importance of Fairy Tales, ISBN 978014013727.

Colditz, S. (2005). Kinder brauchen Märchen. Pädagogische Werte der Märchen, München, GRINVerlag, ISBN 9783638459204.

Gersie et. al. (1989). Storymaking in education and therapy. Publishers, ISBN-10: 1853025208.

Κουρκούτας, Η. (2009). «Ψυχαναλυτική προσέγγιση των παραμυθιών και η χρήση των παιδικών ιστοριών στην ψυχοθεραπεία και την ειδική αγωγή». Στο Μ. Πουρκός (Επιστ. Επμ.), Τέχνη-Ψυχολογία-Εκπαίδευση: Ο Ψυχοπαιδαγωγικός Ρόλος της Τέχνης. Αθήνα: Βιβλιοθήκη Ψυχολογίας.

Piaget, J. (1964). The early growth of logic in the child. London: Routledge and Kegan Paul.

Τάρη Ε. (2012).  “Η συμβολή του παραμυθιού στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού”. (http://users.sch.gr/elisavettar/?p=149).