Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Και ο διερευνητικός φακός ζουμάρει τώρα σε εκείνο το παντρεμένο ζευγάρι. Θα ορκιζόσουν ότι έχει υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με την απόλυτη ευτυχία, σωστά; Σήμερα συμπληρώνουν 30 χρόνια γάμου ξέρεις. Όχι, μη βιάζεσαι να διαλέξεις το κατάλληλο δώρο για την περίσταση και, προς Θεού, μη χτυπήσεις το κουδούνι του σπιτιού τους. Θα περάσουν τη μέρα επετείου μπροστά από την τηλεόραση, διαβεβαιώνοντας ο ένας τον άλλον πως η αποστολή επετεύχθη· δημιούργησαν την ιδανική φωλιά, το ασφαλές καταφύγιο εκείνων των πουλιών που δεν επιθυμούν να πεθάνουν τραγουδώντας μα πλήττοντας αφόρητα. Από τους φίλους αποτραβήχτηκαν εγκαίρως ευτυχώς· λίγο μετά την τελετή ένωσης με τα ιερότατα και υπεράνω πάσας αμφισβήτησης δεσμά του γάμου, θαρρώ. Οι παρέες, βλέπεις, αποτελούν μια κάποια απειλή για αφοσιωμένους οικογενειάρχες του λόγου τους. Ενδιαφέροντα πολλά δεν έχουν. Δηλαδή ναι, μην τους αδικώ, συζητούν εξονυχιστικά τις εισπράξεις της ημέρας και τα μαστορέματα του εξοχικού τους θέρετρου, αλλά μέχρι εκεί. Η προσωπική εξέλιξη αποτελεί έννοια εξορισμένη από το ιδιαίτερό τους λεξικό, καθώς υπήρξαν αρκετά τυχεροί να εντοπίσουν και να φυλακίσουν στη ‘στοργική’ αγκαλιά τους το ταίρι που θα τους σερβίρει χαμομήλι στο γηροκομείο του μέλλοντος.

Και αναρωτιέμαι· τι βοηθά, άραγε, μιαν αγάπη να επιμένει στον χρόνο; Ο ίδιος ο χρόνος ή οι στιγμές που τον κοιτάξαμε επίμονα και καταφέραμε να ξορκίσουμε τον φόβο που μας προκαλεί; Ποια σχέση κρατιέται αναλλοίωτη; Εκείνη που αιχμαλωτίσαμε στο ψυγείο της αιώνιας συντήρησης ή η άλλη, που αναμετρήθηκε με τις πραγματικές συνθήκες περιβάλλοντος; Γύρω μας τόσα ζευγάρια και ελάχιστες φλόγες. Γιατί αφήσαμε τη φωτιά να σβήσει και αρκεστήκαμε σε εγκαταλελειμμένα τζάκια και σε κενές καρδιές;

Ο Λέο Μπουσκάλια υπογραμμίζει ότι η υγιής σχέση οδηγεί εκείνους που τη συνιστούν πίσω στον εαυτό τους. Εάν ο σκοπός αποτύχει τότε ακόμη και ο πιο εκστατικός δεσμός δεν δικαιούται να λογαριάζεται αληθινή αγάπη.

Μια σύμβαση με τις βαθιά καταχωνιασμένες μας ανασφάλειες οι περισσότερες ιστορίες , μια απέλπιδα προσπάθεια να οχυρωθούμε έναντι του κινδύνου ελευθερίας που υπόσχεται η ανεπιτήδευτη φύση μας. Και εμείς εγκλωβισμένοι εκεί, στον λαβύρινθο της θλιβερής ψευδαίσθησης, μοιάζουμε πρόθυμοι να εγκαταλείψουμε τον μίτο της Αριάδνης, αρκεί, φυσικά, να εξασφαλίσουμε μια κάποια συντροφιά στην αιώνια αιχμαλωσία.

Η αγάπη, ωστόσο, απαιτεί ανάπτυξη, αναζητά την κίνηση, επιβραβεύει την εγρήγορση. Η αληθινή αγάπη σαν ένας απέραντος ωκεανός γυρεύει τους θαρραλέους ταξιδιώτες που απαρνούνται τα σωσίβια και όχι τους μέτριους λουόμενους που παρασύρουν ο ένας τον άλλον στα βάθη της στασιμότητας.

Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου Όταν έκλαψε ο Νίτσε, ο ήρωας εξομολογείται με ειλικρίνεια πως η σπουδαιότερη ανακάλυψή του υπήρξε το γεγονός ότι δεν συνδεόταν γνήσια με τη γυναίκα που αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου του παρά μονάχα με όλες τις ιδιωτικές σημασίες που της είχε προσάψει και, εν τέλει, καθόλου δεν ταυτίζονταν με την ίδια. Ενδεχομένως, καταλήγει στο πικρό συμπέρασμα να είμαστε όλοι συνταξιδιώτες στον πόνο, ανίκανοι να αντικρίσουμε κατάματα τα πρόσωπα πίσω από τις μάσκες.

Και αν, άραγε, το έτερον ήμισυ αποτελεί απλώς εκείνο το αποκούμπι που χρειαζόμαστε προκειμένου να νοηματοδοτήσουμε την ύπαρξή μας; Τότε, δυστυχώς, η εξίσωση δεν θα λυθεί και τα παραμύθια θα εξακολουθούν να υπόσχονται εξιδανικευμένα τέλεια παρέα με κοιμισμένες συνειδήσεις. Όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Χόρχε Μπουκάι, ‘όταν έχω ανάγκη τον άλλον για να ζήσω, τότε αυτόματα η ύπαρξη μετατρέπεται σε εξάρτηση, χωρίς επιλογές, χωρίς ελευθερία και, συνεπώς, χωρίς αγνά συναισθήματα’.

Δύο ανεξάρτητες οντότητες που θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, που προσφέρουν με ανιδιοτέλεια ο ένας στον άλλον, που σχετίζονται με εγκαρδιότητα και αποδέχονται τη διαφορετικότητα ως κομμάτι του παζλ που βαφτίζεται σχέση συνιστούν την υγιή αγάπη. Υγιής και όχι ιδανική, καθώς θυμήσου ‘τίποτα δεν τελειώνει με τη σχέση, αλλά, αντίθετα, όλα αρχίζουν· εκτός από ένα πράγμα: η φαντασίωση της ιδανικής και απροβλημάτιστης ζωής’.

Και κάθε φορά που αντικρίζω ‘ευτυχισμένα ζευγάρια’ και ‘στέρεα θεμελιωμένους γάμους’, παλεύω να διακρίνω στα βλέμματα τη σπάνια σπίθα που επιτρέπει σε δύο εξελιγμένα πνεύματα να αναπτύσσονται και να βαδίζουν χέρι-χέρι στο μαγικό ταξίδι προς την Ιθάκη της αυτογνωσίας. Και αν αγαπήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό, τότε θα κατανοήσουμε ουσιαστικά τους εραστές μας, θα ξετρυπώσουμε θησαυρούς λησμονημένους και ακτές χαμένες και θα δικαιώσουμε το σύντομο πέρασμά μας από ετούτον τον κόσμο.

‘Ν’ ανακαλύψεις χαραυγές και χρυσές ευκαιρίες, ν’ αγαπήσεις μια πλούσια, γενναία ψυχή, όλοι τα έχουμε ανάγκη αυτά, τουλάχιστον για μια φορά’, έλεγε ο Νίτσε.

Και κάπου εδώ σε αφήνω για τώρα, με αυτήν ακριβώς την ευχή: προχώρα ελεύθερος, αφού ‘τα πουλιά δεν κελαηδούν μέσα σε σπηλιές’, και φύλαξε την αγάπη στην ιερή γωνιά που περιφρονεί τους συμβιβασμούς.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Bucay, J. (2009). Να βλέπεις τον έρωτα. Αθήνα: Opera.
Buscaglia, L. (1989). H αγάπη. Αθήνα: Γλάρος.
Yalom, I. (2001). Όταν έκλαψε ο Νίτσε. Αθήνα: Άγρα.