Άρθρο: Μένη Κουτσοσίμου
Ψυχολόγος – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας ΜΔΕ στην Κοινωνική Ψυχιατρική-Παιδοψυχιατρική
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Ιωαννίνων
Μεταδιδάκτωρ Ιατρικής Παν/μίου Ιωαννίνων στην Ποιότητα Υπηρεσιών


Γιατί πληγώνουν τα δέντρα… σκέφτηκα;

Τόσες πολλές καρδιές χαραγμένες επάνω τους μαζί με τ’ αρχικά.

Αναρωτιέμαι σιωπηλά… τι να γυρεύουν τα μαχαίρια στα χέρια των Ερωτευμένων.

Γνωρίζω όμως επακριβώς την τεχνική.

Delete – unfriend – block… έτσι χωρίζουν σήμερα, μαχαίρι.

Τυγχάνω πιο παραδοσιακή, επιλέγω τη φωτιά.

Έσβησα με μπλάνκο τ’ όνομά σου από την ατζέντα μου. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να το ξύσω και ν’ αποκαλυφθεί ξανά. Μ’ έπιασε πανικός στην ιδέα. Έσκισα τη σελίδα, άναψα το τζάκι κι έκαψα εκείνο το φύλο.  Τώρα πλέον ήμουν σίγουρη ότι έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου να σε διαγράψω από τα πρακτικά. Οριστικά.

Για τη μνήμη σου στα σαράντα, επέλεξα να βγω με φίλους, να κλάψω, να σωπάσω, να χορέψω, να μεθύσω, να κοιμηθώ, να γράψω, να ξεχάσω…

Μέχρι εδώ όλα καλά.

Δεν περίμενα να ξαναπάρεις τηλέφωνο ύστερα από τόσο καιρό.

Κι όμως πήρες. Η φωνή σου με διαπέρασε.

Ήσουν κάπως. Ρώτησες αν ενοχλείς.

Εννοείται… ένιωσα… όχι, άκουσες.

Ρώτησες τι κάνω… όλα καλά, ψέλλισα.

Τι να σου απαντήσω ότι τα γ@μησες όλα; Έκανες περίπατο στη ζωή μου και τη διέλυσες;

Ρώτησες αν γράφω ακόμη για σένα.

Γιατί; Με διαβάζεις; Δεν έχω καμία όρεξη να ψάξω για απαντήσεις που σε αφορούν.

Δεν αλλάζεις το Διάβολο χορεύοντας μαζί του.

Το μέταλλο της φωνής σου με πήγε πίσω…

εκεί που δέχτηκα το χαλινάρι για να απολαύσω τον ιππέα…

για να καλπάσω εγώ μαζί του, ξεγελώντας ότι αυτός έχει το πρόσταγμα.

Και τα πήγαινα πολύ καλά στην εκπαίδευσή μου… σου είχε ξεφύγει.

Στην πορεία μόνο κατάλαβα – όσο ανόητο να είσαι αφέντης, τόσο πληκτικό να είσαι δούλος.

Υπήρχε κάτι που φοβόσουν να χάσεις, τις αλυσίδες σου.

Όχι Εγώ. Εσύ.

Η επαφή ήταν το νόημα. Όχι η σωτηρία σου όπως προέκυψε.

Εγώ μ’ Εσένα. Εσύ μ’ Εμένα. Εμείς με τον κόσμο. Μαζί.

Μυστήριο, σκέφτηκες. Μαγεία, ένιωσα.

Όπως σου ήταν βολικό, ήθελες… εντός εκτός κι επί τα αυτά μου επέβαλες.

Πρόκληση, σκέφτηκα. Άξιζε να κοπιάσω γι’ αυτό … Εγώ είπα.

Σ’ έχω ανάγκη, ένιωσες. Θέλω να με σώσεις… Εσύ είπες.

Πού να καταλάβω τότε τι ήθελε να πει ο ποιητής.

Για μία ακόμη φορά νιώθω ότι περπατάς πάνω σε νεκρά φύλλα.

Στο πάτημά σου ακούγεται το σπάσιμό τους…

Όπως ακούγονται οι αλυσίδες μας σε ουρανό και θάλασσα.

Άκου αν δεν με πιστεύεις, μέχρι και η σκιά σου δάκρυσε.

Βλέμματα φυλακισμένα απολιθωμένων στιγμών.

Απόλυτη σιωπή μαζί με απόλυτο σκοτάδι πια σε αυτόν τον κόσμο.

Ζήτησες διευκρινίσεις.

Η «σχέση» μας έμοιαζε με μποτιλιάρισμα. Πολύς συνωστισμός βρε παιδί μου.

Και μια αλήθεια μετέωρη… εδώ παπάς εκεί παπάς, που είναι ο παπάς;

Χάσιμο χρόνου σκέφτηκα. Πώς γίνεται όμως να χαθεί κάτι που δεν κατέχεται;

Τώρα πλέον γνωρίζω την απάντηση.

Αν του ξεφτιλίσεις του ανθρώπου το συναίσθημα, του το πατήσεις χάμω, γίνεται λογικός, κυνικός, ψυχρός κι απλησίαστος. Υψώνει τοίχους. Κι αν ρωτάς εμένα, καλά σου κάνει.

Ας μου ‘λεγες «σε μισαγαπώ»… πιο πολύ σου ταίριαζε αναλόγως του τι έπραξες.

Για όσους είδαν τι έγινε μεταξύ μας… είσαι ανεκδιήγητος.

Δυστυχώς για μένα, γνώριζα τη θεωρία σου… δυστυχώς… γιατί έκλεινα μάτια και αυτιά.

Όταν βιώνεις σε μία νέα σχέση τους πόνους και τους θυμούς που δεν βρήκαν διέξοδο στο παρελθόν, τους αναπλάθεις στο παρόν σου, εμπλέκοντας και τον άλλο στις αντιδράσεις σου. Το πληγωμένο σου κομμάτι σαν μαύρη τρύπα ρούφηξε τα πάντα μέσα σου, σαν… ας πούμε πονόδοντος –  για να μην πω κάτι άλλο. Κι όταν συμβαίνει αυτό, εφήρμοσες δραστικές λύσεις. Σφράγισμα, απονεύρωση, εξαγωγή. Επέλεξες και τα τρία μαζί. Φρόντισες με χειρουργική ακρίβεια για την επικύρωση του πόνου σου μέσα μου… χωρίς αναισθητικό.

Αποδέχομαι ότι δεν ήταν δουλειά σου να γνωρίζεις. Γι’ αυτό με διάλεξες επιδέξια, για να σου λύσω τα κακώς κείμενα… Δεν σε απαλλάσσει όμως αυτό από την ετυμηγορία.

Προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων. Όταν θεμελιώνεται μία σχέση, γίνεται μία ασυνείδητη συμφωνία, ότι για παράδειγμα εσύ είσαι ο πατέρας που δεν πρόκειται να μ’ εγκαταλείψει κι εσύ περιμένεις πως εγώ θα είμαι η μητέρα που θα σε αποδέχεται άνευ όρων, όπως είσαι. Κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, επειδή είναι αδύνατον ο άλλος να θεραπεύσει τα τραύματά μου, αρχίζω να τον κατηγορώ.

Αναγνώρισα το κρυμμένο σου παιδί. Ως ενήλικας δεν κατανόησες αυτή την ασυμφωνία.

Την ώρα που πήρες, διάβαζα το κείμενο του Χριστιανόπουλου:

Δεν μπόρεσα
να σ’ αντικαταστήσω
με κανέναν

όχι γιατί ήσουν αναντικατάστατος
απλώς γιατί από έρωτα σε έρωτα
πάντα μεσολαβεί λίγο κενό…

Κόλλησα στο λίγο κενό… τον λόγο τον ξέρω.

Δεν είχα άλλα λόγια…

Το τραγούδι του Παπακωνσταντίνου στο ραδιόφωνο με επαναφέρει σαν ηλεκτροσόκ…

Φρόνιμα κούκλα μου, λέω στην ψυχή μου

Όλα θα γίνουν όπως τα χουμε σχεδιάσει

Στο φως θα γίνεσαι ξανά δική μου

Και στο σκοτάδι θα σε χάνω μεσ’ τα δάση…

Ανατριχίλα κυρίευσε κορμί και ψυχή.

Σαν τα τσιγάρα – ένα πράγμα – έτσι κι εσύ…

είχες εκείνους που τους καπνίζεις καθημερινά από συνήθεια

κι άλλους που δοκίμασες κι άφησες, από το φόβο μη σου αρέσουν.

… μη σου αρέσουν περισσότερο.

Πόσες ακόμη νύχτες, θυσία στην απουσία σου… πάγωσε το κορμί.

Σε ποιες σκιές σκοντάφτει ο χρόνος που δεν έζησα… έκλαψε η ψυχή.

Άει σιχτίρ με τον Έρωτά σου πιαένιωσα να μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο…

Σημείωσα δύο λέξεις στο χαρτί… δεν είναι ανάγκη να μάθεις τι.

Γνωρίζω πια ότι φεύγοντας, σε αφήνω στον χειρότερο εχθρό σου. Τον εαυτό σου.

Είναι άλλωστε αργά… αργά για το οτιδήποτε.

Υστερόγραφο

Όποιος βρει τις δύο λέξεις, κερδίζει ένα φιλί.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Μπουκάϊ Χ. & Σαλίνας Σ. Να βλέπεις στον έρωτα. Εκδόσεις Όπερα (2012).