Άρθρο: Φωτεινή Μαυρογιώργη
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χασαπλαδάκης
Φιλόλογος


Οι άνθρωποι έχουν μία μοναδική ικανότητα να αγαπούν, να μοιράζονται τη ζωή τους, ακόμα και να ανοίγουν τις ψυχές τους σε φανταστικούς «άλλους». Οι φανταστικοί «άλλοι» μπορούν να λάβουν πολλές μορφές, όπως φανταστικές εκδοχές πραγματικών ανθρώπων, φανταστικούς χαρακτήρες από  βιβλία, ανθρώπους και ζώα σχεδιασμένα να καλύψουν τις ιδιαίτερες ανάγκες του δημιουργού τους. Οι περισσότεροι φανταστικοί σύντροφοι-χαρακτήρες που δημιουργούν και αλληλεπιδρούν σε τακτική βάση είναι αόρατοι. Οι γονείς και οι ειδικοί συχνά ανησυχούν για το ρόλο που παίζουν οι φανταστικοί φίλοι στη ζωή των παιδιών. Ωστόσο, η πρόσφατη έρευνα έχει διαπιστώσει ότι τα παιδιά που κατασκευάζουν περίτεχνες ιστορίες για φίλους που δεν είναι πραγματικοί, παρουσιάζουν συγκριτικό πλεονέκτημα στη μάθηση και την ανάπτυξη των κοινωνικών τους δεξιοτήτων. Επομένως, τι είναι αυτό που κάνει τα παιδιά, που πλάθουν στη φαντασία τους φίλους, τόσο “προχωρημένα”;

Ο Svendsen (1934) όρισε τους φανταστικούς φίλους ως αόρατους χαρακτήρες χωρίς αντικειμενική βάση, με τους οποίους παίζουν τα παιδιά για σημαντικό χρονικό διάστημα και είναι πολύ πιο συχνοί από ό, τι θεωρούμε. Έως τα 2/3 των παιδιών έχουν τέτοιους φίλους, συνήθως μεταξύ των ηλικιών τριών έως οκτώ (αν και υπάρχουν περιπτώσεις εφήβων που τους διατηρούν από την παιδική ηλικία ή που τους αναπτύσσουν για πρώτη φορά στην εφηβεία). Κατά το παρελθόν, επικρατούσε η άποψη ότι, εάν το παιδί περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του μιλώντας στον “αέρα”, ίσως χρειαζόταν περισσότερη προσοχή και συντροφικότητα. Ως τρόπος αντιμετώπισης της μοναξιάς, του άγχους ή των συγκρούσεων, οι φανταστικοί φίλοι είχαν κακή φήμη για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα. Ιστορικά, πολλοί ερευνητές και γονείς πίστευαν ότι οι φανταστικοί σύντροφοι ήταν επιβλαβείς ή κακοί και ήταν ένδειξη κοινωνικού ελλείμματος, ύπαρξης δαιμονίων, ή ακόμα και ψυχικής ασθένειας. Για παράδειγμα, στο εργαστήριο Knowledge in Development του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, η επικεφαλής ψυχολόγος Ansley Gilpin άκουσε πρόσφατα μία περίπτωση όπου ένας γονέας ανησυχούσε ότι η κόρη του ίσως ήταν σχιζοφρενής. Αποδείχθηκε ότι το παιδί είχε απλά ένα φανταστικό φίλο. “Σίγουρα, αυτό φοβίζει πολλούς γονείς σήμερα, όταν έχουν παιδιά που μιλούν για ανθρώπους που δεν υπάρχουν”, αναφέρει η Gilpin: “Τα παιδιά που έχουν παρατηρήσει αυτή την ανησυχία μπορεί να φοβούνται να παραδεχτούν ότι έχουν ένα φανταστικό φίλο”.

Όμως, τα πράγματα άλλαξαν, με τους ψυχολόγους να είναι θιασώτες της άποψης ότι οι φανταστικοί φίλοι συμβάλλουν στην ανάπτυξη της γλώσσας και των κοινωνικών δεξιοτήτων. Μία μελέτη του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης διαπίστωσε ότι τα παιδιά ηλικίας τριών έως έξι ετών με φανταστικούς φίλους ήταν πιο δημιουργικά και κοινωνικά προηγμένα. Παλαιότερες έρευνες είχαν δείξει ότι τα συγκεκριμένα παιδιά χρησιμοποιούσαν πιο σύνθετη δομή προτάσεων, είχαν πιο πλούσιο λεξιλόγιο και τα πήγαιναν καλύτερα με τους συμμαθητές τους. Η εξήγηση; Τα παιδιά που δημιουργούν έναν φίλο έχουν την ευκαιρία, στη διάρκεια μίας φανταστικής συνομιλίας, να υποδυθούν και τις δύο πλευρές. Δοκιμάζουν διαφορετικούς ρόλους, σκέφτονται αφηρημένα και πλάθουν πρωτότυπες ιδέες. Ο περίτεχνος κόσμος της φαντασίας είναι σαν ένα εργαστήριο δοκιμών για μερικές από τις πιο σημαντικές δεξιότητες της παιδικής ηλικίας. Αυτές οι σχέσεις φαίνεται να μιμούνται τις σχέσεις με άλλα παιδιά, από την άποψη της συναισθηματικότητας και της αυτονομίας τους. Ακριβώς όπως και στις υγιείς σχέσεις με τους συνομηλίκους στην πραγματική ζωή, ένα μείγμα θετικών και αρνητικών συναισθημάτων χαρακτηρίζει την φανταστική συντροφιά. Ίσως προκαλεί έκπληξη το ότι, παρά την πολυπλοκότητα της φανταστικής φιλίας και τις ομοιότητές της με τις πραγματικές σχέσεις, τα παιδιά αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για επινοημένα, μη υπαρκτά πρόσωπα.

Υπάρχει, ωστόσο, και η αντίθετη άποψη, ότι η συσχέτιση μεταξύ ύπαρξης φανταστικών φίλων και νοητικών δεξιοτήτων δεν είναι επιτακτική. Η αναπτυξιακή ψυχολόγος Marjorie Taylor σημειώνει στο βιβλίο της ότι “δεν είναι αλήθεια ότι όλα τα ευφυή παιδιά δημιουργούν φανταστικούς συντρόφους, ούτε ότι μόνο τα ιδιαίτερα ευφυή παιδιά τους δημιουργούν”, προσθέτοντας ότι “η απουσία ενός φανταστικού φίλου δεν λέει τίποτα για τις πνευματικές ικανότητες του παιδιού” (Taylor, Cartwright & Carlson, 1993).

Όσον αφορά το νευρολογικό υπόβαθρο της φανταστικής φιλίας, οι περιοχές του εγκεφάλου που καθιστούν δυνατή την ύπαρξη φανταστικών φίλων – μεταξύ των οποίων ο προμετωπιαίος φλοιός και ο έσω κροταφικός λοβός – μπορούν και λαμβάνουν μηνύματα και σήματα περίπου στους δεκαοκτώ μήνες και αξιοποιούν μερικές από τις πιο προηγμένες, ανώτερες τάξεις της σκέψης. Όταν ακούτε το παιδί να κάνει “Τσαφ, Τσουφ” παίζοντας με το τρενάκι του, αυτή είναι μία πρώτη ένδειξη ότι η αφηρημένη σκέψη έχει αρχίσει. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εμφάνιση των φανταστικών φίλων συγχρονίζεται με την αναγνώριση, από μέρους των παιδιών, του εαυτού τους στον καθρέφτη.

Παρά την μεγάλη προσοχή που μπορεί να δίνουν τα παιδιά στους φανταστικούς τους φίλους, καθώς μεγαλώνουν, πολλά τείνουν να ξεχνούν ότι είχαν έστω και έναν. Αυτό μπορεί να συμβεί μέσα σε δύο χρόνια αφότου έχουν σταματήσει να ασχολούνται με αυτό. “[Αυτοί οι φίλοι] φαίνονται τόσο ιδιαίτεροι εκείνη την εποχή, αλλά διαπιστώνουμε ότι τα παιδιά αργότερα έχουν προχωρήσει πέρα από αυτούς”, λέει η Taylor (Taylor et al., 1993). Ωστόσο, ακόμη και αν οι άνθρωποι ξεχνούν τους φανταστικούς φίλους τους, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία τους και ο τρόπος που αλληλεπιδρούν με αυτούς μπορούν να έχουν μια μόνιμη επίδραση. “Η φαντασία δεν είναι μία επιπόλαιη διαδικασία που μπορεί κάποιος να ξεπεράσει”, υποστηρίζει η Tracy Gleason, αναπτυξιακή ψυχολόγος του Wellesley College της Μασαχουσέτης. Το να είσαι σε θέση να “αφαιρέσεις” τον εαυτό σου από την πραγματικότητα και να επισκεφτείς διαφορετικούς χρόνους και τόπους με το μυαλό είναι μία δυνατότητα που ακόμη και οι ενήλικες επικαλούνται (Gleason, Sebanc & Hartup, 2000).

Παρά τον ενθουσιασμό για το φαινόμενο των φανταστικών φίλων, το πραγματικό μήνυμα φαίνεται να έχει χαθεί. Δεν σημαίνει ότι οι δημιουργημένοι στη φαντασία φίλοι είναι το κλειδί της επιτυχίας (δεν χρειάζεται, επομένως, να ωθούμε τα παιδιά “να συνθέτουν ένα αόρατο φίλο”). Αυτό που τα αποτελέσματα των ερευνών υπογραμμίζουν είναι ότι το φανταστικό παιχνίδι είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη του εγκεφάλου. Όταν τα παιδιά δημιουργούν κόσμους στο μυαλό τους, “εξασκούν” σημαντικές περιοχές του εγκεφάλου και αν θέλουμε τη φαντασία τους να τρέξει, πρέπει να τους δώσουμε χώρο και χρόνο. Ας χαλαρώσουμε, επομένως, το πρόγραμμα των παιδιών από το μπαλέτο, τα μαθήματα ξένων γλωσσών και τις άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Τα παιδιά παίρνουν πολλά ερεθίσματα και ενθάρρυνση για να είναι ανταγωνιστικά στο σχολείο και αποτελεσματικά στις επαφές τους με άλλα παιδιά. Ας βεβαιωθούμε ότι δίνουμε την ίδια υποστήριξη για να κατευθύνουν το δικό τους παιχνίδι – είτε είναι στην παιδική χαρά με έναν αόρατο φίλο, σε “φανταστικά” πάρτι με τσάι ή στην κατασκευή οχυρών και κάστρων στο σπίτι.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Gleason, T.R., Sebanc, A.M. & Hartup, W.W. (2000). Imaginary companions of preschool children. Developmental Psychology, 36, 419-428.

Svendsen, M. (1934). Children’s imaginary companions. Archives of Neurology & Psychiatry32(5), 985-999.

Taylor, M., Cartwright, B.S. & Carlson, S.M. (1993). A developmental investigation of children’s imaginary companions. Developmental Psychology, 29, 276-285.