Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Ας υποθέσουμε  ότι τολμάς να αμφισβητήσεις τον ιερό θεσμό της οικογένειας. Έλα τώρα, επιθυμείς στ’ αλήθεια να το κάνεις; Θα σου προσφέρω χρόνο· χρόνο για να συνετιστείς και να αποκρούσεις την ετικέτα ‘μαύρο πρόβατο’ που απειλεί να κολλήσει πάνω στο αλαβάστρινο δερματάκι σου. Επιμένεις όμως, ισχυρογνώμονα φίλε μου.. Ωραία, κλείσε, σε παρακαλώ, τα μάτια και ταξίδεψε  πίσω, τότε που όλα άρχιζαν… Είσαι έτοιμος, λοιπόν; Φύγαμε!

Και αντικρίζεις για παρθενική φορά το φως ενός κόσμου τόσο μαγικού όσο και αδυσώπητου. Γύρω σου το σκηνικό της παράστασης και δίπλα σου οι ηθοποιοί που ουδέποτε επέλεξες. Για στάσου όμως! Μήπως, τελικά, το έκανες;

Η ανατολίτικη φιλοσοφία υποστηρίζει ότι τίποτα δεν ταυτίζεται με τον παράγοντα της τύχης, πως η ψυχή πολύ πριν λάβει την υλική της υπόσταση επιμελείται την ιστορία της και διαμορφώνει τους κεντρικούς χαρακτήρες αυτής. Μια τάξη σχολείου κάθε πέρασμά μας από τη γη και μοιραίοι δάσκαλοι τα κομβικά πρόσωπα του σύμπαντός μας.

Η κοινωνία μας, που λες, προχωρά με άγραφους νόμους, οι οποίοι ορίζουν την ‘ηθική’ συμπεριφορά. Γεννιέσαι ελεύθερος, μα μαθαίνεις ότι οφείλεις υπακοή στο άτυπο καταστατικό της σεβαστής οικογένειας, ακριβώς όπως ένα ύφασμα κόβεται και ράβεται σύμφωνα με το ιδιαίτερο γούστο του σχεδιαστή του. Και εσύ; Μα ξεχνιέσαι, αγαπητέ μου… Το ύφασμα δεν έχει φωνή, αδυνατεί να αντιδράσει και, συνεπώς, παραδίδεται μοιρολατρικά στην βάναυση νόρμα του δημιουργού.

Και αν μετατραπείς σε ένα αυστηρό ζιβάγκο που αιχμαλωτίζει το λαιμό και δυσχεραίνει την αναπνοή τότε, αν μη τι άλλο, χρειάζεται να δοξάσεις το στιλιστικό κλουβί της ύπαρξής σου.

Κάπου εδώ αρχίζω να αναρωτιέμαι: ‘Εφόσον αποτελούμε απλώς κομμάτια της οικογενειακής κολεξιόν, τι γίνεται όταν τα σχέδια που καλούμαστε να υπηρετήσουμε αντίκεινται στην αισθητική και στα όνειρά μας’;

Οι πιο υπάκουοι από εμάς αρκούνται να ξεφυσούν σε στενούς κορσέδες από φόβο, μήπως η απόδραση από τη ντουλάπα του γονεϊκού πεπρωμένου σημάνει και την ανυπαρξία, ενώ οι άλλοι, όσοι ποτέ δεν ξετρύπωσαν τη δική τους όραση πίσω από τα φορεμένα γυαλιά, αποδέχονται, με μια κάποια ανακούφιση, το βόλεμα σε δανεικά ρούχα. Ορισμένοι, ωστόσο, παλεύουν να αφουγκραστούν τη δική τους φωνή, εκείνη που σκεπάζει η παράφωνη ορχηστική συμφωνία τρόμου.

Γύρω μας τόσοι άνθρωποι που πείστηκαν ότι η αγάπη ταυτίζεται με την επίκριση και την επιβολή εξουσίας, με την πεποίθηση ότι τρεις τόνοι καταρρακωμένης αυτοπεποίθησης, ογδόντα κιλά τυφλής συμμόρφωσης και εννιακόσια γραμμάρια φόβου συνθέτουν την ιδανική συνταγή του λουκούλλειου οικογενειακού γεύματος. Απέναντί τους οι λίγοι· αυτοί που υποψιάστηκαν πως η αγάπη αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των δυνατών, όσων δεν επιθυμούν πλαστελίνες στα χέρια τους.

Πολλoί φίλοι μου αγωνιούν να κρύψουν από τα συγγενικά τους πρόσωπα τις σεξουαλικές τους επιλογές, τα προσωπικά αδιέξοδα, τα επαγγελματικά τέλματα, τις βαθύτερες υπαρξιακές τους ανησυχίες. Έπειτα, ωστόσο, στρογγυλοκάθονται στα τραπέζια της ανίερης ‘συμμαχίας του αίματος’, υψώνουν τα κρυστάλλινα ποτήρια και αναφωνούν: ‘Σε ό,τι πιο ανεκτίμητο έχουμε! Στην οικογένεια!’.

Και ο ήχος της πρόποσης υπνωτίζει πιο βαθιά όσους χάθηκαν στον λαβύρινθο του οδυνηρού συμβιβασμού. Μα μερικοί πάντοτε θα ξυπνούν και θα αντιλαμβάνονται ότι στη  ζεστή φωλιά τής άνευ όρων αποδοχής χτίζεται το αληθινό μας σπίτι. Για ορισμένους οι γονείς, για άλλους τα αδέρφια, για κάποιους οι φίλοι ή ο σύντροφος, μα για όλους η ελευθερία να δημιουργήσεις εσύ από την αρχή με τα δικά σου πινέλα τον πίνακα της ανόθευτης συγγένειας.

Και κάποτε το ζιβάγκο διαλύεται σε χίλια κομμάτια· και το ύφασμα λαμβάνει σχήμα χρυσών φτερών που πετούν στον ουρανό της αυτοπραγμάτωσης.

Και αν η ψυχή επιλέγει το πλαίσιο στο οποίο θα γεννηθεί, μπορεί πάντοτε να λάβει τα μαθήματα που της αναλογούν και να απαλλαγεί, ύστερα, από τις συνέπειες της καρμικής φυλακής της.