Άρθρο: Φωτεινή Μαυρογιώργη
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χασαπλαδάκης
Φιλόλογος


Οι περισσότεροι από εμάς λαμβάνουμε όλα τα προληπτικά μέτρα για να διατηρήσουμε τον εαυτό μας ασφαλή και υγιή. Φοράμε ζώνες ασφαλείας, κάνουμε υγιεινή διατροφή, πηγαίνουμε στο γυμναστήριο. Και μόνο η ιδέα ότι κάποιος έχει πρόθεση να βλάψει σωματικά τον εαυτό του – για να αισθανθεί καλύτερα – είναι κάτι που πολλοί άνθρωποι βρίσκουν δύσκολο να καταλάβουν, ή ακόμα και αδυνατούν. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι ο μη-αυτοκτονικός αυτοτραυματισμός – αυτό που κατά το παρελθόν ονομαζόταν αυτο-ακρωτηριασμός – βρίσκεται πολύ πιο κοντά μας από ό, τι νομίζουμε.

Ο μη αυτοκτονικός αυτοτραυματισμός (non-suicidal self-injury) αναφέρεται κυρίως στην πράξη του εσκεμμένου τραυματισμού του ανθρώπινου σώματος, την πρόθεση και, κυρίως, τη συναισθηματική ένταση και τον πόνο που το άτομο προσπαθεί να διαχειριστεί μέσα από αυτή την πράξη. Πρόκειται για μία συμπεριφορά που είναι κοινή σε διάφορες ηλικιακές ομάδες. Πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι είναι ανησυχητικά συχνή σε μικρά παιδιά. Μία μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Pediatrics διαπίστωσε ότι σχεδόν το 8% της τρίτης δημοτικού αναφέρουν τραυματισμούς χωρίς πρόθεση να πεθάνουν ενώ σχεδόν το 23% των εφήβων και το 38% των νεαρών ενηλίκων αναφέρουν συμπεριφορές αυτοτραυματισμού. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά αρχίζει συνήθως στα μέσα της εφηβείας. Οι έφηβοι που αυτοτραυματίζονται είναι συχνά παρορμητικοί ενώ προβαίνουν σε πράξεις αυτοκαταστροφής όπου η προεργασία τους δεν διαρκεί περισσότερο από μισή ώρα. Μπορεί, συχνά, να αναφέρουν ότι νιώθουν ελάχιστο ή καθόλου πόνο. Μόλις ξεκινήσουν, ο αυτοτραυματισμός φαίνεται να αποκτά εθιστικό χαρακτήρα και μπορεί να είναι αρκετά δύσκολο για ένα άτομο να σταματήσει. Ενώ μερικές μελέτες δείχνουν ότι είναι πιο συχνή στα κορίτσια από τα αγόρια, υπάρχει αυξανόμενη βιβλιογραφία που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν συνεπείς διαφυλικές διαφορές.

Διαφέρει από μία απόπειρα αυτοκτονίας σε σχέση με την πρόθεση, την θνησιμότητα, την χρονικότητα, τις μεθόδους, τις γνώσεις, τις αντιδράσεις, τις εκβάσεις και τα δημογραφικά χαρακτηριστικά. Κατά κύριο λόγο, η πρόθεση του ατόμου στον μη αυτοκτονικό αυτοτραυματισμό δεν είναι να «τερματίσει τη συνείδηση», ήτοι να πεθάνει, αλλά να την τροποποιήσει. Είναι σημαντικό, βέβαια, να σημειωθεί ότι τα άτομα με ιστορικό αυτοτραυματισμού διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για σκέψεις και απόπειρες αυτοκτονίας. Μία μελέτη διαπίστωσε ότι ήταν εννέα φορές περισσότερο πιθανό όσοι αυτοτραυματίζονταν να αναφέρουν ότι έχουν κάνει μία, τουλάχιστον, απόπειρα αυτοκτονίας κάποια στιγμή στη ζωή τους. Εφόσον και οι δύο συμπεριφορές υποδηλώνουν υποκείμενη δυσφορία που μπορεί ή δεν μπορεί με επιτυχία να μετριαστεί με αυτοτραυματισμούς ή άλλες καταπραϋντικές συμπεριφορές, είναι πολύ πιθανό κάποιος που αυτοτραυματίζεται να έχει και αυτοκτονικές τάσεις. Πράγματι, έχει φανεί ότι άτομα που έχουν σταματήσει αυτή την πρακτική μπορεί να βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για αυτοκτονικότητα αργότερα στη ζωή (Whitlock & Knox, 2007).

Αυτά τα άτομα κόβουν, καίνε, χαράζουν ή προκαλούν πληγές με το να ξύνουν το δέρμα τους, «τοποθετούν» αντικείμενα κάτω από το δέρμα τους, χτυπούν ή δαγκώνουν τους εαυτούς τους, καταναλώνουν τοξικές ουσίες, τραβούν τα μαλλιά τους και τις βλεφαρίδες των ματιών τους. Ειδικότερα η συμπεριφορά του κοψίματος χαρακτηρίζεται από μικρά και συνεχόμενα κοψίματα τα οποία παιδιά-έφηβοι κρύβουν φορώντας μακριά ρούχα (κατεβασμένα μανίκια, μακριά ρούχα, κλπ). Tα τατουάζ και τα bodypiercing δεν συμπεριλαμβάνονται στις συμπεριφορές αυτοτραυματισμού, διότι θεωρούνται συμπεριφορές έκφρασης πολιτισμικών ιδεολογιών και κουλτούρας. Σύμφωνα με την τρέχουσα βιβλιογραφία, οι περιοχές στις οποίες συνήθως πραγματοποιείται ο αυτοτραυματισμός είναι τα χέρια, οι καρποί των χεριών, το στομάχι και οι μηροί. Εντούτοις, η συμπεριφορά αυτοτραυματισμού μπορεί να επεκταθεί με μικροτραύματα σε όλο το σώμα. Η σημασία έκφρασης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς αποτελεί και τη βάση στην οποία στηρίζεται η κλινική διάγνωση, λαμβάνοντας υπόψη και την εμφάνιση-διάγνωση άλλων ψυχικών διαταραχών.

Στην απλούστερη μορφή του, ο μη αυτοκτονικός αυτοτραυματισμός είναι μία λύση σε ένα συναισθηματικό πρόβλημα. Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μία σκόπιμη, ιδιωτική πράξη που είναι συχνή στην εμφάνισή της και δεν στοχεύει απαραίτητα στην προσοχή από τους άλλους, ούτε αποτελεί μία χειριστική συμπεριφορά. Αυτά τα άτομα είναι συχνά μυστικοπαθή, αναφορικά με τις πράξεις τους, σπάνια τις γνωστοποιούν και καλύπτουν τις πληγές τους με ρούχα, επιδέσμους, ή κοσμήματα. Βέβαια και λόγοι όπως η ανάγκη για προσοχή, η δημιουργία ενοχών στους άλλους με σκοπό την αλλαγή της συμπεριφοράς τους, η ανάγκη για αποδοχή από τους συνομηλίκους και η συμμετοχή και ένταξη σε ομάδες δεν απουσιάζουν σε κάποιες περιπτώσεις.

Συμβολικά μιλώντας, ο σκόπιμος τραυματισμός του εαυτού μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος να επικοινωνήσουν αυτό που με λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν. Το δέρμα είναι ο καμβάς και το κόψιμο, το κάψιμο ή η μελανιά είναι το χρώμα που δίνει ζωή στην εικόνα. Τα περισσότερα άτομα που αυτοτραυματίζονται έχουν δυσκολίες με την έκφραση συναισθημάτων. Αυτή η εμπειρία είναι γνωστή ως αλεξιθυμία – η αδυναμία, δηλαδή, να αναγνωρίσει κάποιος τα συναισθήματα και τις λεπτές αποχρώσεις τους και να κατανοήσει ή να περιγράψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα. Πολλές φορές αγωνίζονται με εσωτερικές συγκρούσεις, μπορεί να έχουν άγχος, κατάθλιψη, εμπειρίες σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης, δύσκολη παιδική ηλικία ή άλλα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα.

Επίσης, ο αυτοτραυματισμός μπορεί να αποτελεί έναν τρόπο με τον οποίο ένα άτομο μπορεί να νιώσει κάτι, ακόμη και αν η αίσθηση αυτή είναι τελικά δυσάρεστη και επώδυνη. Τα άτομα που αυτοτραυματίζονται περιγράφουν ότι νιώθουν ένα «κενό», ότι δεν νιώθουν τίποτα (ανηδονία) και ότι ο σωματικός πόνος μπορεί να αποτελεί μία ανακούφιση από αυτή τη δυσάρεστη αίσθηση που βιώνουν, του «τίποτα». Αξίζει να σημειωθεί ότι, εάν ένα άτομο νιώθει σε τέτοιο βαθμό αποκομμένο από τον εαυτό του, αποκομμένο από την ίδια τη ζωή, εάν νιώθει «άδειο», μπορεί πράγματι η πράξη του αυτοτραυματισμού να αποτελεί ένα σημαντικό «ερέθισμα» για να «ζωντανέψει», έστω και για λίγο.

Η πρόκληση σωματικού πόνου «ανακουφίζει» το βασανισμένο άτομο. Ο σωματικός πόνος κυριαρχεί ξεχνώντας για λίγο τον ψυχικό. Η αφόρητη ένταση εκτονώνεται και επέρχεται προσωρινή ηρεμία. Όταν η σωματική κρίση περάσει, τα έντονα συναισθήματα επιστρέφουν δριμύτερα και σε αυτά έχει προστεθεί η ντροπή, οι ενοχές, η περαιτέρω επιδείνωση της αυτοεκτίμησης. Αυτά αυξάνουν την εσωτερική ένταση και τη πιθανότητα για μελλοντικά επεισόδια αυτοτραυματισμού. Το άτομο παγιδεύεται σε έναν φαύλο κύκλο, ολέθριο για τη ψυχική υγεία αλλά και τη σωματική του ακεραιότητα.

Πώς μπορεί κανείς να δώσει ένα τέλος σε αυτόν τον κύκλο; Να παρατηρήσει πότε νιώθει τη μεγαλύτερη ανάγκη να αυτοτραυματιστεί ώστε να κατανοήσει σε τί τον εξυπηρετεί αυτή η συμπεριφορά. Να χρησιμοποιήσει έντονη αλλά ασφαλή σωματική αίσθηση ως αντιπερισπασμό, όπως κάνοντας παγωμένο ντους ή κρατώντας για λίγο παγάκια. Μπορεί να αποφύγει να μείνει μόνος του όταν νιώθει την ένταση να κορυφώνεται. Και πάνω απ’ όλα να «κοιτάξει» τη πληγή μέσα του και – ίσως με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας – να ξεκινήσει μία διαδικασία επούλωσης των ψυχικών τραυμάτων που τροφοδοτούν την βάναυση επίθεση στο σώμα.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Whitlock, J. & Knox, K. (2007). The relationship between suicide and self-injury in a young adult population. Archives of Pediatrics and Adolescent Medicine, 161, 634-640.