Άρθρο: Μαρία Μαθιουδάκη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη
Φιλόλογος

Οι άνθρωποι συχνά έχουν μία ιδιόρρυθμη σχέση με τη γλώσσα τους. Παίζουν με τη γλώσσα, κρύβονται πίσω από τις λέξεις, χάνονται μέσα στα ποικίλα νοήματα. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα συχνό στην ελληνική γλώσσα, μια γλώσσα μαγική, που χαρακτηρίζεται από τον λεξιλογικό της πλούτο και την ικανότητα της να πλάθεται τόσο καταληκτικά όσο και προθεματικά. Εδώ ακριβώς θα ήθελα να σταθούμε παρουσιάζοντας το φαινόμενο που με οδήγησε σε αυτό το κείμενο και με προβληματίζει αρκετό καιρό.

Κατάδικος ο [katáδikos] :  αυτός που καταδικάστηκε και εκτίει ποινή καθείρξεως. (Λεξικό Τριανταφυλλίδη). Εδώ βλέπουμε τη σημασία του ουσιαστικού κατάδικος.

Καταδικός, επίθ.: απολύτως δικός (μου, σου, …) [<πρόθ. κατά + επίθ. δικός. Η λ. και σήμ.]. ( Λεξικό Κριαρά).

Και τώρα θέλω να παίξουμε το παιχνίδι των διαφορών. Ποια είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο ελληνικές λέξεις; … Ακριβώς!! Ο τόνος! Μία τόση δα γραμμούλα δίνει μια ακριβώς αντίθετη σημασία. Πολλοί φυσικοί ομιλητές της ελληνικής δεν έχουν εντοπίσει αυτή την υπαρκτή μεν, δυσδιάκριτη δε, διαφορά μεταξύ των δύο λέξεων με αποτέλεσμα να υποπίπτουν ακούσια συχνά σε λεκτικά λάθη, τα οποία κάποιες φορές μπορεί να αποδειχθούν μοιραία. ‘Η μήπως τα λάθη αυτά δε γίνονται και τόσο ασυνείδητα, μήπως γίνονται εσκεμμένα, σαν μια προσπάθεια του ατόμου να κρύψει, να φυλάξει προσεκτικά τις αληθινές σκέψεις, τα συναισθήματα του και τους ευσεβείς πόθους που τρέφει; Το μικρό παιδί αναφωνεί με πείσμα: “Αυτή η μπάλα είναι δική μου, κατάδική μου” θέλοντας να εκφράσει την άρνηση του να μοιραστεί το παιχνίδι του και την απόλυτη κυριότητα του πάνω σε αυτό. Τι γίνεται όμως όταν ένας ενήλικας δηλώνει: ”Ο/Η τάδε είναι δικός/-ή  μου, κατάδικός/-ή  μου” ή ” Για πάντα δικός/-ή σου, κατάδικός/-ή σου”. Αυτά άκουσα λοιπόν και στο μυαλό μου μάλλον βγήκε ένα σήμα τύπου “Εrror 404”.

Προφανώς η αγάπη είναι εκείνη που ωθεί κάποιον σε τόσο βαρύνουσες δηλώσεις. Η ανάγκη του ανθρώπινου όντος να νιώσει ότι αγαπά και αγαπιέται, ότι ανήκει κάπου ολοκληρωτικά και άνευ όρων. Πολλές όμως φορές, ορμώμενοι από το φόβο της απώλειας εγκλωβίζουμε τους ανθρώπους μας μέσα στις λέξεις. Στήνουμε γύρω τους σιδερένια κιγκλιδώματα προκειμένου να μην καταφέρουν να αποδράσουν. Δέσμιοι άθελα τους της γλώσσας, του Φόβου και του Εγώ. Κατάδικοι της υπερβολής που διακατέχει την ανθρώπινη φύση. Εν αγνοία τους οι άνθρωποι μετατρέπονται σε φυλακισμένοι, κρατούμενοι σε μία φυλακή φαντασιακή που την τρέφουν τα όνειρα, με δεσμοφύλακες τις ελπίδες, τα ανομολόγητα πάθη και αισθήματα. Ξαφνικά το πρόσωπο που μέσα σε αυτό γνωρίσαμε την αγάπη, τον έρωτα, το αντικείμενο το πόθου μας, παγιδεύεται ή γίνεται ο υπεύθυνος της φυλάκισης μας.

Γι’ αυτό θεωρώ ότι αυτός ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας, εκατομμύρια λέξεις με ελαφρές διαφοροποιήσεις στο νόημα ή στην ορθογραφία, προσφέρει γόνιμο έδαφος στον ομιλητή που διστάζει να αποκαλύψει τις πραγματικές σκέψεις του και αναζητεί διεξόδους, για να ξεφύγει. Λειτουργεί σαν ένα παραβάν, που δεν επιτρέπει στον άλλον να δει την αλήθεια…Εσείς τι πιστεύετε;