Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Κάποιο βράδυ, περπατούσα με εκείνον τον παλιό φίλο στα στενά σοκάκια της Πλάκας και, καθώς η συζήτηση πετούσε από το ένα θέμα στο άλλο, όπως συνήθως συμβαίνει με όσους συγγενείς καρδιάς ανταμώνουν μετά από κάμποσο καιρό, την προσοχή μας σύντομα απέσπασε η επιδημία των ατελείωτων post του Facebook. ‘Δημιουργήσαμε έναν εικονικό εαυτό που, ωστόσο, είναι πιο ζωντανός και από εμάς τους ίδιους’, φέρνω στο μυαλό μου τα ακριβή λόγια του συνοδοιπόρου μου. Κάπως έτσι άρχισα να αναρωτιέμαι: ‘Αποτελούν, άραγε, οι σελίδες κοινωνικής δικτύωσης τον θρίαμβο των πιο τολμηρών μας φαντασιώσεων; Και αν ναι, τι γίνεται με τα όνειρα της αληθινής ζωής, όσα περιμένουν να τα κυνηγήσουμε και να τα κατακτήσουμε; Μήπως τα θυσιάσαμε απερίσκεπτα στον βωμό της επίπλαστης ηλεκτρονικής μας ταυτότητας;’

Παντρεμένα ζευγάρια εκδηλώνουν την υπεράνω πάσης αμφισβήτησης αγάπη τους μέσα από δακρύβρεχτες αφιερώσεις, ελαφρόμυαλες υπάρξεις περιφέρουν τις ημίγυμνες πόζες τους στo Instagram, αφού, φυσικά, τις γαρνίρουν πρώτα με τις πλέον τσιτάτες φιλοσοφικές φράσεις, καταξιωμένοι επαγγελματίες αναρτούν το χειρόγραφο σημείωμα της παλιάς τους δασκάλας από το νηπιαγωγείο με τη συγκινητική αφιέρωση ‘Στο Ελενάκι, που ζωγράφισε τρία σπιτάκια σήμερα και θα εξελιχθεί σε μια σπουδαία διακοσμήτρια εσωτερικών χώρων αύριο’.

Κατασκευάσαμε, τελικά, εκείνον τον εαυτό που ουδέποτε καταφέραμε να αγγίξουμε και ανασαίνουμε, ίσως, με μια δόση ανακούφισης στη ψευδαίσθηση πως ξορκίσαμε, έστω και στιγμιαία, τον τρόμο της αιώνιας ανυπαρξίας. ‘Η Ιωάννα νιώθει ανάλαφρη –δεν είναι και λίγο να κάνεις εξαγωγή στους τέσσερις φρονιμίτες εξάλλου, μην το γελάς– στην τοποθεσία Οδοντιατρείο’, ‘η Μαρία αισθάνεται ευλογημένη στην Παραλία Λούτσας’. Για σκέψου το λίγο… Κάθε tag και μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσεις την αφεντιά σου ότι υπήρξες, ότι πέρασες και εσύ από κάπου κάποτε, ότι συμμετείχες στο πανηγύρι της ζωής που μεταμορφώθηκε σε ένα ανούσιο παιχνίδι εντυπώσεων.

Η περσόνα που με περίσσια μαεστρία έπλασες αποκτά είκοσι φίλους το δευτερόλεπτο, ενώ εσύ παλεύεις ακόμη με τη μοναξιά, έχει έναν σύντροφο που τη χαϊδολογά τρυφερά στο Facebook, έστω και αν στην αρένα του ρεαλιστικού κόσμου τη στολίζει με υβριστικούς χαρακτηρισμούς, περιφέρει τη φωτογενή οδοντοστοιχία της –ναι, προχώρησε και σε καθαρισμό μετά την εξαγωγή φρονιμίτη– στα πιο κοσμικά events της πόλης, παρόλο που μέσα της πλήττει αφόρητα.

Και κάποτε μας έκλεψαν την ίδια την πατρίδα, την ανθρωπιά, τους υψηλούς στόχους και το δικαίωμα στην ελπίδα. Μα μη γυρεύεις αυτούς που θα αντιδράσουν. Υπάρχουμε στα αλήθεια, άλλωστε;

Μια νέα κοινωνία μάς προσπερνά τώρα, η ηλεκτρονική κοινωνία, που δεν θα χάριζε ποτέ το tag της σε κάτι λιγότερο λαμπερό και επιτυχημένο από την εικονική της συντρόφισσα. Και αυτή η νέα κοινωνία τρέφεται από την ίδια μας την παθητικότητα και ανασφάλεια, από την ατολμία να βυθιστούμε στο παρόν πριν σκορπιστούμε στο άπειρο.

Μπορώ στα αλήθεια να σε αγγίξω ή μονάχα μέσα από τα like μου στο προφίλ σου; Ποιος ήσουν προτού η ζωή που δεν έζησες ζητήσει την ηλεκτρονική της δικαίωση;