Άρθρο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη
Φιλόλογος


Δίνοντας ένα στίγμα κυνισμού από την αρχή, ο Λάνθιμος θέτει τα όριά του όσον αφορά στα κριτήρια των επιλογών μας, καθώς η διευθύντρια του ξενοδοχείου δίνει συμβουλές στον νέο προσερχόμενο: Ακόμη και σαν ζώο, θα πρέπει να επιλέξετε ένα ταίρι από το ίδιο είδος όπως κι εσείς (“similar type of animal”). Ένας λύκος και ένα πιγκουίνος δε θα μπορούσαν ποτέ να ζήσουν μαζί. Θα ήταν εντελώς παράλογο.

Τι συμβαίνει λοιπόν κατά τη συνειδητή ή ασυνείδητη επιλογή συντρόφου; Τι πυροδοτεί τη θεία τρέλα του έρωτα και μας οδηγεί σε κάποιον; Ψάχνουμε το όμοιο, αφήνουμε τα ετερώνυμα να έλκονται, ενστερνιζόμαστε κριτήρια άλλων ή επιλέγουμε τελικά με βάση κάποια μυστήρια, άγνωστη δύναμη; Ποια είναι τα βιολογικά και εξελικτικά κίνητρα που μας ωθούν στην αναζήτηση; Βρίσκεται η απάντηση στην απλή, συχνή ρήση “ο έρωτας είναι τυφλός”; Αναζητούμε σύντροφο αποκλειστικά με βάση τα δικά μας κριτήρια ή μήπως κουβαλάμε έντονα τις οικογενειακές μας καταβολές καθώς και ανασφάλεια και άγχος σχετικά με τα κοινωνικά πρέπει; Επιλέγουμε μόνο με βάση τη λογική, τα όνειρα, τις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες μας;

Έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν το πολλές φορές ανεξήγητο φαινόμενο της “έλξης”. Η επιλογή συντρόφου είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και πιθανότατα έχουμε επίγνωση απλώς ενός μέρους αυτής της διαδικασίας. Το μεγαλύτερο κομμάτι της είτε είναι απρόβλεπτο είτε λειτουργεί μακριά από τη συνείδηση μας, ίσως ακόμη και σε ένα επίπεδο αόρατης χημείας. Εξάλλου ακόμη και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία ο καθένας από εμάς βρίσκει ελκυστικά, διαμορφώνεται μέσα από μία πολυπαραγοντική διαδικασία.

Συναρπαστικά ευρήματα από τον τομέα της γενετικής έχουν δείξει ότι συνήθως ερωτευόμαστε ανθρώπους που έχουν συγκεκριμένα γονίδια “ιστοσυμβατότητας” (Major Histocompatibility Complex, MHC), τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ικανότητα μας να καταπολεμούμε τους παθογόνους οργανισμούς και άρα να επιβιώνουμε. Τα ζευγάρια που έχουν ανόμοια γονίδια ιστοσυμβατότητας μπορούν να φέρουν στον κόσμο απογόνους με πιο ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα, ικανοποιώντας έτσι την πρωτόγονη ανάγκη διαιώνισης του ανθρώπινου είδους και φυσικής επιλογής. Οι έρευνες δείχνουν ότι η οσμή είναι σημαντικό χαρακτηριστικό στην ανίχνευση αυτών των γονιδίων-ατόμων, χωρίς να έχει γίνει ακόμη κατανοητός ο μηχανισμός (ClausWedekind, Seebeck, Bettens & Paepke, 1995).

Η σημασία της όσφρησης εξάλλου στη σεξουαλική έλξη είτε μέσω της οσφρητικής μνήμης είτε μέσω της έκκρισης φερορμονών αποτελεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο έρευνας και διαφωνίας όσον αφορά στο ανθρώπινο είδος, παρόλο που είναι ευρέως γνωστή στο υπόλοιπο βασίλειο των ζώων. Η αντίληψη των ερεθισμάτων από τους οσφρητικούς υποδοχείς δεν οδηγεί μόνο στη συνειδητή αναγνώριση ενός αρώματος αλλά αποστέλλει μέσα από νευρωνικές συνδέσεις μηνύματα και σε περιοχές του εγκεφάλου που ανασύρουν μνήμες και συναισθήματα. Παρά το γεγονός ότι το πρότυπο καθαριότητας και χρήσης τεχνητών αρωμάτων του δυτικού κόσμου έχει περιορίσει τα μηνύματα που εκπέμπει ο άνθρωπος με αυτόν το “ζωώδη” τρόπο, αρκετές μελέτες των τελευταίων χρόνων τονίζουν τη σημασία των οσφρητικών ερεθισμάτων στην ανταλλαγή έστω και υποσυνείδητων σεξουαλικών ερεθισμάτων (Grammer et al., 2005). Λέγεται εξάλλου ότι κάποτε, ο Bοναπάρτης έγραψε στην πολυαγαπημένη του Zοζεφίνα: «Θα έλθω στο Παρίσι αύριο το απόγευμα. Mην πλυθείς».

Μια θεωρία που ξεφεύγει μεν από τη χημεία του έρωτα, παραμένει όμως στην αναπαραγωγική “ανάγκη” του ανθρώπου, είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η γυναίκα ψάχνει έναν άντρα ικανό να στηρίξει συναισθηματικά και πρακτικά την ίδια και τους απογόνους της και να καλύψει τις ανάγκες τους. Ο άντρας αναζητά ιδιότητες που επιβεβαιώνουν την ικανότητα της γυναίκας να είναι γόνιμη, π.χ. ως προς τον σωματότυπο.

Περνώντας από την εποχή του Δαρβίνου σε αυτήν της ψυχανάλυσης συναντάμε τις θεωρίες σχετικά με τα γονεϊκά μας πρότυπα. Η σχέση μας με τον πρωταρχικό μας φροντιστή στη βρεφική ηλικία, τον πρώτο άνθρωπο με τον οποίο αποκτάμε μία συμβιωτική σχέση, καθώς και με το γονιό του αντιθέτου φύλου, ασκεί κατά την ψυχαναλυτική θεωρία βαθιά επιρροή στις μετέπειτα ερωτικές μας επιλογές (Freud, 1924). Σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία και το γνωστό πλέον οιδιπόδειο σύμπλεγμα (ή σύμπλεγμα της Ηλέκτρας), οι άντρες διατηρούν ως ερωτικό πρότυπο τη μητέρα, οι δε γυναίκες τον πατέρα και ταυτόχρονα ταυτίζονται με το γονιό του ιδίου φύλου. Το πρότυπο αυτό γίνεται συχνά υποσυνείδητο αντικείμενο αναζήτησης ακόμη και αν έχει προκαλέσει αρνητικά βιώματα, καθώς το άτομο τείνει να αναπαράγει το πρότυπο σχέσης που έχει μάθει να επιλέγει ακόμη και με βάση διαμορφωμένες προσωπικές ανασφάλειες και φόβους. Ένας πατέρας απών οδηγεί συχνά σε συντρόφους “φαντάσματα” π.χ. παντρεμένους, ένας πατέρας καταθλιπτικός οδηγεί μελλοντικά στο ρόλο της υποστηρικτικής συντρόφου “νοσοκόμας”. Ακόμη κι έτσι όμως, μέσα σε έναν κόσμο τρομακτικό, ο άνθρωπος συχνά επιλέγει απλά το οικείο. Χρησιμοποιούμε γενικά ως οδηγό μια ασυνείδητη ερωτική εικόνα που έχουμε εσωτερικεύσει, βασιζόμενοι σε ισχυρές συναισθηματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας. Η μητέρα και ο πατέρας επηρεάζουν την ανάπτυξη των εσωτερικών ερωτικών εικόνων με τον τρόπο που εκφράστηκε ή δεν εκφράστηκε η αγάπη προς το παιδί. Εάν η πρώτη δυαδική εμπειρία με την μητέρα είναι στοργική, «θα έχει γίνει το πρώτο, και ίσως το πιο σημαντικό, βήμα προς έναν επιτυχημένο γάμο» (Dicks, 1967). Ως παιδιά πλαισιώνουμε το πρότυπα του ιδανικού συντρόφου με τα χαρακτηριστικά των γονιών μας, ίσως ως αποτέλεσμα της ασυνείδητης ελπίδας πως έτσι έχουμε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουμε την ίδια ασφάλεια και αγάπη. Και τη στιγμή που η φροϋδική θεωρία τείνει να θεωρηθεί ξεπερασμένη, σε μια έρευνα που έγινε στο πανεπιστήμιο του Pecs στην Ουγγαρία και στην οποία συμμετείχαν 52 οικογένειες (312 άτομα, ηλικίας μεταξύ 21 και 32 ετών), οι επιστήμονες βρήκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των εξωτερικών χαρακτηριστικών των γονιών και των συντρόφων που επιλέγουν τα παιδιά τους. Αυτή η συσχέτιση έχει μεταφραστεί από πολλούς ως υποστήριξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας (Bereczkei & Gyuris, 2009).

Πέρα από τις ψυχοδυναμικές διεργασίες ανάπτυξης της προσωπικότητάς μας, τα γονεϊκά πρότυπα διαμορφώνουν και τις καταβολές μας, την κληρονομιά μας. Υπάρχουν μελέτες που υποστηρίζουν τις ομοιότητες ανάμεσα στο γονιό του αντίθετου φύλου και στο σύντροφο, οι οποίες αφορούν π.χ. στις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις αξίες ή και γενικά στον τρόπο ζωής μας (Bailey et al., 1994; Boyden, Carroll, & Maier, 1984; Howard et al., 1987; Murstein, 1976). Βλέπουμε κομμάτια μας επάνω στον άλλον, προβάλλουμε ή ταυτιζόμαστε με εμπειρίες, δραστηριότητες, στάσεις ζωής, τρόπους ψυχαγωγίας, ανησυχίες, όνειρα και σενάρια ζωής. Μελέτες μάλιστα που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία περιγράφουν την τάση αυτή με τον ελληνικό όρο “homogamy” (Bereczkei, Gyuris, & Weisfeld, 2004).

Ακόμη κι έτσι όμως τίθεται το ερώτημα: επιλέγουμε τελικά το όμοιο ή μας έλκει ακαταμάχητα το ετερώνυμο; Η επιλογή γίνεται είτε με βάση την συμπληρωματικότητα των αναγκών, ώστε να καλυφθούν μέσω του συντρόφου μας οι προσωπικές μας ανάγκες είτε με βάση την ομοιότητα και έτσι τη συμμετρικότητα μέσα στο ζευγάρι. Στην περίπτωση που επιλέγουμε συντρόφους που μοιάζουν πολύ με εμάς, καλύπτουμε καλύτερα τη μοναξιά μας και καταλαβαίνουμε πιο εύκολα ο ένας το συναίσθημα του άλλου. Επιπλέον ικανοποιούμε την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Η επιλογή συντρόφου διαφορετικού από εμάς γίνεται συχνά για να καλύψουμε τα κενά μας και να αισθανθούμε ακέραιοι. Μέσα από τη σχέση με τον σύντροφο μας που είναι διαφορετικός, ερχόμαστε σε επαφή με ένα κομμάτι του εαυτού μας που έχουμε απαρνηθεί, με στοιχεία που δε διαθέτουμε αλλά λαχταράμε. Έτσι, ο έρωτας παρουσιάζεται συχνά σαν μια ασυνείδητη επιλογή του συντρόφου που ταιριάζει στο καταπιεσμένο κομμάτι του εαυτού μας. Οι περισσότερες μελέτες δείχνουν πάντως πως, αν και οι διαφορές είναι συναρπαστικές, οι ομοιότητες μας προσφέρουν περισσότερη «επιβράβευση» μέσα στη σχέση και σταθερότητα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (Folkes, 1982; Wilson και συν., 2006).

Στον κόσμο του “Αστακού” η ομοιότητα παίζει αξιοπρόσεκτα σημαντικό ρόλο. Πλαισιωμένοι από μία κοινωνία που συνειδητά δείχνει να περιορίζει την ουσία του ατόμου σε ένα προεξάρχον χαρακτηριστικό του, οι άνθρωποι διαλέγουν το ταίρι με το αντίστοιχο χαρακτηριστικό και μάλιστα συνήθως με το αντίστοιχο ελάττωμα. Τονίζεται έτσι όχι μόνο η θεωρία της ομοιότητας, της οικειότητας, της ασφάλειας αλλά και η ανάγκη καταπολέμησης προσωπικών ανασφαλειών και αισθημάτων κατωτερότητας, μέσω του άλλου. Ο David αναζητά επίμονα μία γυναίκα με μυωπία, η γυναίκα με τη ρινορραγία γοητεύεται μόλις βλέπει τη μύτη του υποψήφιου συντρόφου της να τρέχει αίμα. Τα “ελαττώματα” αυτά ξεθωριάζουν μέσα από την ένταξη του ατόμου σε ένα ζευγάρι-σύνολο και έτσι μειώνεται το αίσθημα της μοναξιάς.

Ο “Αστακός” σκιαγραφεί σε γενικές γραμμές αυτό το πλαίσιο επιλογής συντρόφου με βάση έναν κοινωνικό αυτοματισμό που ενσαρκώνεται από τη διευθύντρια του ξενοδοχείου και υπαγορεύεται από την ανάγκη της συνύπαρξης ζευγαριών βιώσιμων ως προς την κοινωνία, την οικονομία ή και την ικανότητα εκπλήρωσης του προορισμού της γονιμοποίησης και όχι από κάποια προσωπική ανάγκη. Η διευθύντρια επιβραβεύει την επιλογή με βάση το κριτήριο της ομοιότητας, περιγράφει το ζευγάρι με τη ρινορραγία ως “ταιριαστό” και εξηγεί πως σε περίπτωση που τα ζευγάρια αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα τους “ανατίθενται” παιδιά, υποδηλώνοντας έτσι και το στόχο της οικογένειας. Το μόνο ζευγάρι με ομοιότητα ως προς κάποιο “θετικό” χαρακτηριστικό είναι το ζευγάρι που έχει σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες, παραπέμποντας και πάλι όμως απλά στην κοινωνική συμβατότητα.

Για μία ιδιαίτερα μεγάλη ιστορική περίοδο η επιλογή συζύγου, με βάση ένα τόσο εύθραυστο και παράλογο συναίσθημα όσο ο έρωτας, αποτελούσε σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Στην αρχαία Ινδία το να ερωτευτεί κάποιος πριν το γάμο θεωρούνταν πράξη σχεδόν αντικοινωνική, όπως και στην κοινωνία του “Αστακού”, όπου τα ανούσια συναισθήματα δεν έχουν χώρο. Παρόλα αυτά ο έρωτας ξετρυπώνει στην ταινία μέσα στο επαναστατικό πλαίσιο των ανταρτών-μοναχικών και διανθίζει την επιλογή συντρόφου, η οποία γίνεται με τα ίδια κριτήρια, με μία νότα μυστηρίου πάθους. Ο ψυχαναλυτής Theodor Reik θεωρούσε ότι όσο πιο αρνητική είναι η εκτίμηση που έχουμε για τον εαυτό μας τόσο πιο πιθανό είναι να ερωτευθούμε, γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται την έλλειψη κάποιων στοιχείων στον εαυτό τους και ψάχνουν να τα βρουν στο/στη σύντροφο. Ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ περιγράφει αυτή τη μαγική έλξη ως εξής: “Έπειτα συνέβη κάτι παράξενο. Γύρισε προς το μέρος του και του χαμογέλασε και, όταν είδε το χαμόγελό της, όλα τα ξεφτίδια του θυμού και του πληγωμένου εγωισμού εξαφανίστηκαν από την καρδιά του – λες και ακόμα και η διάθεσή του δεν ήταν παρά ο απόηχος της δικιάς της, λες και η συγκίνηση δε φούσκωνε πια στο στήθος του παρά μόνο αν εκείνη έκρινε το σωστό να τραβήξει ένα πανίσχυρο νήμα που τον ήλεγχε.”.

Και κατευθυνόμενος από βιολογικά κριτήρια, ψυχοδυναμικές διεργασίες, γονεϊκή κληρονομιά, συνειδητές αντιλήψεις και κοινωνικά πρέπει, ο David επαναστατεί για τον έρωτα και για να διεκδικήσει το δικαίωμα στην επιλογή της συντρόφου της ζωής του, μόνο και μόνο για να μείνουμε όλοι με την εικόνα του μπροστά σε έναν καθρέφτη και την ερώτηση να πλανάται στον αέρα μουσικά: Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν’αυτό, που σε κάνει να λες το σκοπό σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ; Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη, τι είν’ αυτό, τι είν’αυτό, στο λεπτό που σου δίνει φτερά κι είναι λύπη μαζί και χαρά;


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Berscheid, Ellen; Walster, & Elaine H. (1969). Interpersonal Attraction, Addison-Wesley Publishing Co.

Napier, Y. A. (2008). Το ζευγάρι, ο εύθραυστος δεσμός, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Pines, Α. M. (2000). Πώς Και Γιατί Ερωτευόμαστε, Εκδόσεις Περίπλους.