Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Χθες, βράδυ Κυριακής, έπεφτε μια καλοκαιρινή βροχή. Περπατούσα με μια μεγάλη, μαύρη ομπρέλα. Μόλις γύρισα στο σπίτι, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Κλειώ. Φίλη μακρινή. Όσα χιλιόμετρα κι αν μας χωρίζουν άλλα τόσα πνευματικά νήματα μας συνδέουν. Είναι από τους ανθρώπους που θα μπορούσα να κάθομαι σε ένα παγκάκι, να ξεδιπλώνω την ψυχή μου και να αλλάζουν οι εποχές γύρω μας. Τόσο μακριά και τόσο κοντά!

Με πήρε, όπως κάθε Κυριακή βράδυ, να κάνουμε τον απολογισμό της εβδομάδας, η κάθε μία για τα δικά της φανερά και απόκρυφα μονοπάτια του μυαλού και της καρδιάς. Μου είπε με μιας: «Κλείσε τα μάτια! Πού θα ήθελες να είσαι τώρα;» Της αρέσει πολύ αυτό το παιχνίδι τελευταία. Το αίσθημα του ανικανοποίητου γαργαλάει και τις δύο. Την ακολουθώ διψασμένη σε αυτό το παιχνίδι φαντασίας.

Το δικό μου σκηνικό περιελάμβανε εμάς τις δύο σε ένα θερινό σινεμά μέσα στην πόλη, ένα ανέμελο και ξέγνοιαστο βράδυ με φεγγάρι στην καρδιά του καλοκαιριού. Το δικό της σκηνικό πιο ερωτικό, πιο κινηματογραφικό και αγαπητικό, βροχερό, όπως η βραδιά μας, και φθινοπωρινό. Η φωνή της αλλάζει τόνο και αρχίζει: «Φαντάζομαι εμένα κι εκείνον σε μια άδεια αίθουσα ενός θεάτρου, με κόκκινες βαριές βελούδινες κουρτίνες δεξιά κι αριστερά της σκηνής, έτοιμες να κλείσουν, να πέσει η αυλαία. Από κάπου πολύ βαθιά ακούγεται ένα θλιμμένο βιολί. Θέσεις άδειες. Θέατρο νεκρό, χωρίς ψυχές και χειροκροτήματα. Αίθουσα σκοτεινή και κρύα. Μόνο ένα τραπέζι στη μέση της σκηνής κι εκείνος με ένα λευκό λινό πουκάμισο, γένια άγρια και βλέμμα φωτισμένο από το φως μιας φλόγα μόνης, ενός κεριού στο τραπέζι. Τον πλησιάζω αργά, στέκομαι απέναντί του. Τα μάτια μιλούν γλώσσα δική τους, λένε αλήθειες άρρητες, ξεδιπλώνουν τις πιο μύχιες σκέψεις, αποκαλύπτουν τις πιο σκοτεινές γωνιές του μυαλού. Γυαλίζουν και ουρλιάζουν.»

Κάπου εδώ την σταμάτησα. Ήταν χειμαρρώδης. Την βρήκα σε ένα παροξυσμό ενθουσιασμού και δίψας για ζωή. Ήταν ερωτευμένη. Η «διάγνωση» έγινε γρήγορα. Ήθελε να μιλήσουμε για τον Έρωτα εκείνο το βράδυ. Να τον αναλύσουμε και να τον ξεζουμίσουμε. Δε λέμε λεπτομέρειες για τα γεγονότα. Δεν αφήνουμε τις αφηγήσεις να τα διαστρεβλώσουν στη μνήμη.

Εγώ πάντα διστακτική και δύσπιστη προσπαθώ να την επαναφέρω από την ονειρική κατάσταση στην οποία έχει μπλεχτεί. Κρίνω λογικά, της μιλάω ψύχραιμα, αντιμετωπίζω τον Έρωτα επιφυλακτικά και φοβικά. Προτιμώ την ασφάλεια και μου φαντάζουν επικίνδυνες οι εκθέσεις σε ριψοκίνδυνους έρωτες, όχι από αγάπη για το εφήμερο και το πρόσκαιρο, αλλά από φόβο σοβαρών συναισθηματικών εκθέσεων στους πυρήνες ερωτικών ηφαιστείων. Τα βαθιά νερά με τρομάζουν και τα αποφεύγω, με πάθος για προφύλαξη. «Ο άνθρωπος», της λέω, «πρέπει να είναι ελεύθερος πνευματικά. Καμία ιδέα, κανένα πρόσωπο να μην τον καθηλώνει, να μην τον δεσμεύει».

Η Κλειώ με ακούει προσεκτικά και γι’ αυτό τη θαυμάζω. Έχει καλλιεργήσει την ικανότητα συναισθάνεται τις ανάγκες, τις ανασφάλειες και τους φόβους του κάθε άλλου. Βρίσκεται, όμως, στον αντίποδα. «Τον Έρωτα τον αγαπούν ακόμα κι αυτοί που τον μισούν», μου λέει στο τηλέφωνο, «ιδίως αυτοί. Αυτοί που  τον βίωσαν ως το απόγειο της δόξας του αλλά και ως τα υπόγεια της Κόλασής του.» Προσπαθεί να με πείσει πως οι πιο συναισθηματικοί, αυτοί που βουτάνε με θράσος σε παγωμένα νερά είναι αυτοί που έχουν την ελπίδα και πίστη πως τα νερά θα καίνε. Γι’ αυτούς η ζωή είναι πιο πλούσια, γεμάτη ζωτικούς χυμούς αλλά και μαρτυρική. «Ωστόσο αγάπη μου», μου λέει, «είναι προτιμότερο να απογοητευτείς παρά να μην γοητευτείς ποτέ.»

Συνεχίζει παθιασμένη και σίγουρη για όσα υπερασπίζεται με τη ζωή της. «Εσύ, εσύ τα ξέρεις αυτά! Ο τόσο αγαπημένος σου Freud έκανε λόγο για δύο ένστικτα, για το ένστικτο της ηδονής και το ένστικτο του θανάτου. Πού αλλού συναντιούνται τόσο σφιχτά και αβυσσαλέα τα δύο φροϊδικά ένστικτα όσο στον Έρωτα; Τέτοια σύγκρουση, ολόκληρος πόλεμος! Θαύμα και καταστροφή μαζί. Και ο ίδιος ο Ρίτσος έτσι τον αντιμετωπίζει τον Έρωτα σε ένα στίχο του. Γράφει: «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα. Μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.» Δόξα και θάνατο μαζί τα χωράει σε μία λέξη, στον Έρωτα. Χάρη σε αυτόν διαιωνίστηκε ο άνθρωπος και οι όμορφες τέχνες του…

Με προβλημάτισε. Πέτυχε το στόχο της η Κλειώ εκείνο το βράδυ. Την άφησα να συνεχίσει την ονειρική της περιπλάνηση που τόσο απολάμβανε. Από το παράθυρο του δωματίου μου αφέθηκα να χαζεύω το τρελό κυνηγητό του φεγγαριού με τα σύννεφα. Δεν ξέρεις ποιος κυνηγάει ποιον. Αλληλοκαταδιώκονται, όπως ο ερωτευμένος με τους αλλόκοτους λογισμούς του αλλά και ο δειλός με τους βάσιμους φόβους του… Η επόμενη ήταν Δευτέρα. Η Δευτέρα των μεγάλων προσδοκιών…!


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία:

Freud, Sigmund (1856-1939). Το Εγώ και το Αυτό. – 1η έκδ.(2011) – Αθήνα: Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε..

Ρίτσος, Γιάννης (1909-1990). Η σονάτα του σεληνόφωτος. – 41η έκδ.(1997) – Αθήνα: Κέδρος.