Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Είναι η ιστορία που αφορά το ψέμα. Το ψέμα που φόρεσες ή το ψέμα που σου φόρεσαν σαν ξένο ρούχο κι έγιναν όλα πορφυρά…

Ήταν κάποτε ένα καλοκαίρι, ένας  άντρας, θάλασσες και ένα ψέμα. Ο ουρανός έχει πάρει να τυλίγεται τα μαβιά και ροδαλά χρώματα της δύσης του ηλίου του και ένα άστρο καρφώνει τη γη σαν πινέζα. Ένας νέος άντρας στην προκυμαία του πλοίου καπνίζει τις τελευταίες του αναπνοές καπνού και θαλασσινού αέρα τυλιγμένου με αλμύρα. Κοιτάει τα κύματα που σχίζει στο πέρασμά του το πλοίο, δυο γλάρους ζαλισμένους απ’ τους ανέμους και τη μέρα να μπερδεύεται με τη νύχτα, τη θάλασσα με τον ουρανό στον ορίζοντα να ερωτοτροπούν αδιάκριτα και να γίνονται ένα. Αυτή είναι η αλήθεια του. Η αλήθεια της στιγμής του.

Μια αναμονή ατέλειωτη τον συντροφεύει. Περιμένει την ευτυχία του. Την κάλεσε και δεν έλαβε ακόμα απάντηση. Υποψιάζεται κάποιο παιχνίδι αλλά κλείνει τα μάτια, γιατί βρίσκει ασόβαρο ένα τέτοιο σενάριο. Και κάπως έτσι, πιστεύει στον ερχομό της, αθώα ελπίζει, βαφτίζεται την απαισιοδοξία, γιατί απαισιόδοξος είναι αυτός που κάνει τη μεγαλύτερη κατανάλωση ελπίδας και ακουμπάει στην κουπαστή με βλέμμα ακέραιο.

Πιστεύει στη δυναμική του ανθρώπου να αλλάζει, να μετουσιώνει τη λύπη σε δημιουργία και τη δημιουργία σε χαρά, πιστεύει στην πραγμάτωση των ονείρων του. Προσεύχεται στα κύματα, τα βλέπει χρωματιστά να χοροπηδάνε και ελπίζει στο ανέλπιστο. Χάνονται οι σκέψεις του στους ανέμους του Αιγαίου που τον ταξιδεύει και αφήνεται να ονειρευτεί τα νέα ψέματα που θα ντύσουν τη ζωή του.

Θα φτάσει στο νησί, εκεί που τον περιμένει μια νέα ζωή, εκεί που ο ορίζοντας παντού γύρω του μια γραμμούλα, λεπτή κλωστή από μετάξι, του δίνει τη δυνατότητα διαφυγής από κάθε τι που τον εγκλωβίζει, εκεί που στην απεραντοσύνη της θάλασσας φωλιάζει η ελευθερία. Έφυγε από την Αθήνα για την Αμοργό. Έκλεισε το παρελθόν στα αμπάρια της μνήμης, το τακτοποίησε όπως όπως, έτσι ώστε να τον βολεύει και να μην κουβαλάει μεγάλο βάρος μαζί του στο ταξίδι. Με την απόλυτη ψευδαίσθηση πως πέταξε ό,τι περιττό και σάπιο βουτάει βαθιά μες την αλήθεια της Mεσογείου. Αναζητά φως, καθαρά νερά και καθαρές λέξεις, ανόθευτες μέρες και μάτια που μιλάνε αλήθειες ή τουλάχιστον δεν μιλάνε καθόλου.

Τρέχει να ξεφύγει από το ψέμα και φοβάται τα νέα που θα θελήσουν να τον αγκαλιάσουν. Ακουμπάει πάλι τους αγκώνες του στην κουπαστή, καρφώνει πιο επίμονα το βλέμμα στους αφρούς που αφήνει πίσω του και μαζί τους αφήνει και τις σκέψεις του. Αναλογίζεται τη δύναμη του ψέματος, εκείνο που φαντάζει τέρας και εκείνο που παίρνει τη μορφή μικροσκοπικού πταίσματος, απειροελάχιστης σημασίας σε συνειδήσεις, τα ψέματα που είπε και τον στοίχειωσαν, τα ψέματα που κατάπιε συνειδητά ή εθελοτυφλώντας κι εκείνο το ψέμα που αλλοίωσε το είναι. Πολλά τα ψέματα, σκέφτεται και ανησυχεί.

Ψέμα που γλίστρησε αθώα από το στόμα είτε από άγνοια, είτε από αφέλεια. Ψέμα που ειπώθηκε με κίνητρο προστασίας του άλλου ή του εαυτού. Ψέμα ειπωμένο με τύψεις. Ψέμα που κουβάλησε μαζί του ασήκωτες και αδίστακτες τις Ερινύες. Ψέμα που βρήκε έδαφος πρόσφορο, εδραιώθηκε και κάλυψε με λευκό τούλι την αλήθεια. Ψέμα που έγινε αλήθεια για να κοιμίσει συνειδήσεις. Ψέμα που το πίστεψε και η αλήθεια και έγινε από σκοτάδι φως. Ψέμα που ειπώθηκε για να σώσει και ψέμα που πόθησε εκδίκηση ή τη δικαίωση κάποιας ξεχασμένης πρώιμης ματαίωσης. Ψέμα που γέμισε με ικανοποίηση έναν δυνάστη εγωισμό, ψέμα που βόλεψε και άφησε την ησυχία να κοιμίζει τις πεταλούδες. Ψέμα που έθρεψε το λύκο με γλυκό κρασί και ψέμα που πονήρεψε τα πρόβατα. Ψέμα που δίχασε ψυχές και ψέμα που ένωσε κορμιά. Ψέμα που γεφύρωσε χάσμα αγεφύρωτο και ψέμα που γκρέμισε σκάλες που ανέβαιναν ουρανούς και άλλες που κατέβαιναν κολάσεις. Για εκείνο το ψέμα που έγδαρε χείλη που το φόρεσαν φουστάνι κατακόκκινο. Ψέμα που καρφώθηκε σαν πρόκα σε σταυρό και ψέμα που προσφέρθηκε σε κρύσταλλο Βοημίας σαν ξίδι που θα σε ξεδιψούσε. Ψέμα που ειπώθηκε από ανάγκη και ψέμα που ήταν βουτηγμένο στο δόλο. Ψέμα τοσοδούλι που γλίτωσε την ηρεμία από φωνές και εντάσεις και ψέμα που πύρωσε καυγάδες και έκαψε την δροσερή αμμουδιά. Ψέμα που έμεινε αχώνευτο και ψέμα που απορροφήθηκε από αφυδατωμένο έδαφος. Ψέμα που εκτοξεύτηκε σαν βέλος του έρωτα και ψέμα που εξερράγη σαν πυρηνική βόμβα. Όσο το σκέφτεται βρίσκει απαραίτητη την επανορθογράφησή του. Όχι ψέμα! Ως ψαίμα η λέξη ενσαρκώνει απόλυτα την έννοιά της. Αποτυπώνει μέσα της το αίμα που κουβαλάει το κάθε ψαίμα και με τη γέννησή του το αφήνει να χυθεί.

Όμως οι αλλαγές που περιμένει δεν θα έρθουν από τη θάλασσα και από το χρυσό τον ήλιο του Αιγαίου, τα ηλιοβασιλέματα και τους γλάρους. Τα κύματα της επανάστασης θα ξεπηδήσουν από τον ίδιο τον πυρήνα του.  Η δυνατότητά του να επιλέξει  το ψέμα που  θα σώσει ή την αδιάκριτη αλήθεια που θα πληγώσει, το ψέμα που θα πλανέψει ή την αλήθεια που θα φωτίσει αποτελεί το τόξο της ελευθερίας του. Η δυνατότητά του να μαζέψει το χέρι κάθε φορά που θα του προσφέρει ένα νέο ψέμα, με άρνηση στον γοητευτικό δόλο του εκάστοτε φορέα τον καθιστά ελεύθερο και έτοιμο να υποδεχτεί την ευτυχία που μπορεί να τον πλησιάσει. Άλλωστε είναι δυστυχία η ευτυχία που είναι άκαιρη, που σε βρίσκει νωρίς, ανέτοιμο. Κι αυτός ο άντρας αφημένος στην κουπαστή της ζωής του μοιάζει πλέον έτοιμος…