Άρθρο: Γεωργία Κιζιρίδου,
M. Sc. Εξελικτική – Σχολική Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


«Η εγκυμοσύνη μου προέκυψε έπειτα από μία σύντομη και επιφανειακή σχέση με έναν τύπο. Όταν έμαθα ότι είμαι έγκυος χάρηκα πολύ… η ζωή μου θα αποκτούσε επιτέλους νόημα. Είχα βαρεθεί να με ρωτούν γνωστοί και φίλοι πότε θα αναλάβω κι εγώ τις ευθύνες μου ως ενήλικη. Εξάλλου λένε ότι το να γίνεις μητέρα σε ολοκληρώνει πραγματικά ως άνθρωπο και ως γυναίκα. Ειδικά εδώ στην επαρχία όποια περνάει τα τριάντα θεωρείται γεροντοκόρη. Για τον σύντροφο και πατέρα του παιδιού μου δεν με ενδιαφέρει και πολύ… εγώ αυτό που ήθελα το πέτυχα… από εδώ και πέρα θα αφοσιωθώ στο παιδί μου… στο κάτω κάτω… το σπίτι και τη δουλειά μου την έχω… στην τελική… από μία επιπόλαιη σχέση θα μου μείνει κι ένα παιδί…»

Ο προορισμός της γυναίκας άραγε είναι η μητρότητα; Ή μήπως ζούμε σε μία μεταμοντέρνα εποχή που αμφισβητούνται τα κοινωνικά στερεότυπα και οι έμφυλοι ρόλοι; Όπως έχει αναφέρει και η συγγραφέας Σιμόν ντε Μποβουάρ, τα κορίτσια από πολύ νωρίς διαπαιδαγωγούνται με τη λογική ότι η φυσική τους τάση είναι η μητρότητα και η φροντίδα των μελών της οικογένειας. Χτίζεται επομένως μία κοινωνική κατασκευή που απαιτεί από τις γυναίκες να γίνουν μητέρες και να αντιμετωπίσουν τη μητρότητα ως ιερό καθήκον και οικουμενικό πεπρωμένο, καθιστώντας τες αυτομάτως αδύναμες για να επιλέξουν οι ίδιες ελεύθερα τους ρόλους που θα υπηρετήσουν στη ζωή τους, αφού προβάλλεται και υπερέχει το ιδεολόγημα του μητρικού ενστίκτου σχεδόν ως μονόδρομος.

Γενικά υπάρχει η κοινωνική πεποίθηση ότι η μητρότητα αντιπροσωπεύει τη φυσιολογικότητα, ενώ η μη-μητρότητα το αντίθετο. Ως επακόλουθο τούτου διαπιστώνεται η υπερβολική προβολή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μαζικής ενημέρωσης της ναρκισσευόμενης μητρότητας. Τα βρέφη παίρνουν τη θέση του τροπαίου στη ζωή των ενηλίκων και η κούραση της μητέρας λειτουργεί ως απαστράπτον μαρτύριο. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που γίνονται αφιερώματα σε διάσημες και μη μητέρες, οι οποίες θυσίασαν την καριέρα τους, την ποιότητα ζωής τους και τον χρόνο τους στο βωμό της μητρότητας προς αποφυγή χαρακτηρισμού τους ως στείρες, ψυχικά τραυματισμένες, ανώριμες ή ακόμα και ανάπηρες.

Όλο αυτό το κίνημα, που πολλές φορές είναι και υποστηριζόμενο από αντίστοιχες βιομηχανικές καμπάνιες, μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα άγχους, καταπίεσης και κατωτερότητας στη μητέρα που ενστερνίστηκε την παραδοχή της μητρότητας ως αυτοεκπληρούμενης προφητείας και τεστ ενηλικίωσης, αλλά νιώθει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει πάντα στις κοινωνικές επιταγές και προσδοκίες. Σε κλινικό επίπεδο δεν είναι λίγες οι φορές που οι μητέρες με δυσκολία και έντονες ενοχές ομολογούν ότι αντιμετωπίζουν το παιδί τους ως εμπόδιο και εισβολέα στη ζωή τους.

Ως αντίλογος σε αυτήν την «κανονικότητα» της μητρότητας έχει δημιουργηθεί το κίνημα childfree, που βρίσκει υποστηρικτές άτομα, ζευγάρια και μη, που επιλέγουν συνειδητά να ζουν χωρίς παιδιά.

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο κινήματα παρατηρείται πως υπάρχει ανοιχτή διαμάχη και μία ανταγωνιστική τάση μεταξύ τους. Η πραγματική όμως μάχη που πρέπει να δοθεί είναι αυτή σε σχέση με τον εαυτό μας για συνειδητή επιλογή και για αποδοχή των επιλογών των άλλων. Ίσως αν αυξηθούν οι πραγματικά συνειδητοποιημένοι άνθρωποι, να βελτιωθεί η κοινωνία μας στο σύνολό της. Στην τελική, ο προορισμός του κάθε ανθρώπου είναι η ευτυχία του… μια ευτυχία εσωτερική, βαθιά, αληθινή και σε καμία περίπτωση καταναγκαστική.

 


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Beauvoir, de S. (2009). Το δεύτερο φύλο. Μτφρ. Τ. Κωνσταντίνου. Αθήνα: Μεταίχμιο.

Τσούμπα, Γ. – Τζωρτζακάκη, Κ. (2017). Μητρότητα. Η δύναμη στην αδυναμία. Αθήνα: Τόπος.