Άρθρο: Μακρυδάκη  Βάσια
Ψυχολόγος

   Επιμέλεια: Τζιρίτα Γιάννα
Φιλόλογος


Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόμουν σε μία κλινική, άκουσα ένα νοσηλευτή να φωνάζει «τον ανοϊκό που τον βάλαν;». Δεδομένου ότι η κλινική φιλοξενούσε ανθρώπους με διαφορετικές δυσκολίες, η προσφώνηση του ατόμου αυτού με βάση την ασθένειά του, ενδεχομένως συνέβαλε στην ευκολότερη εύρεσή του. Μήπως, όμως, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την επιλογή της λέξης «ανοϊκός»; Υπάρχει και μάλιστα είναι δυσθεώρητο.

Ο τρόπος που εκφέρουμε λόγο αποκαλύπτει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Λέξεις όπως ασθενής, άρρωστος καταθλιπτικός, ακόμα κι όταν εκφέρονται εν τη ρύμη του λόγου, χάριν βραχυλογίας, ρε αδερφέ, ενέχουν μία συμπαραδήλωση σχετικά με τον τρόπο που βλέπουμε τον άνθρωπο απέναντί μας ή μάλλον το πρόβλημα απέναντί μας. Όταν αποκαλείς έναν άνθρωπο με βάση το πρόβλημά του, τότε προτάσσεται η ασθένεια κι ο άνθρωπος γίνεται το φόντο. Η λέξη ασθενής ή άρρωστος μοιάζει τόσο αθώα, όμως δεν είναι! Η εκφορά του λόγου μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της ασθένειας. Συγκεκριμένα, όταν οι γονείς χρησιμοποιούσαν τη λέξη «υψηλή-χαμηλή» για να χαρακτηρίσουν την τιμή γλυκόζης στο αίμα, αντί για «καλή-κακή», φάνηκε πως τα παιδιά αισθάνονταν λιγότερο πως κρίνονταν για τον διαβήτη, που είχαν κι ήταν περισσότερο ανοιχτά στην επικοινωνία του προβλήματός τους (Anderson, 2004).

Επίσης, «ασθενής» υπό ποια έννοια; H Kübler-Ross (1999), ναι μεν υπογράμμισε πως τα παιδιά που πέθαιναν από λευχαιμία ή καρκίνο πράγματι βίωναν τον εκφυλισμό του σώματός τους, ωστόσο το δώρο που λάμβαναν ως αντάλλαγμα, το οποίο πολλές φορές οι ενήλικες παραγνώριζαν, ήταν η πνευματική ανάπτυξή τους. Επομένως, αν απλώς και μόνο τοποθετούμε διαφορετικά άτομα κάτω από τη λέξη «ασθενής», εθελοτυφλούμε να αποδεχθούμε την μεταμορφωτική εμπειρία ορισμένων ανθρώπων που ταλαιπωρούνται, ενώ παράλληλα ελλοχεύει ο κίνδυνος να τοποθετήσουμε παρωπίδες και στα μάτια των ίδιων, «Εσύ είσαι βαριά άρρωστος, τι μπορείς να αποκομίσεις από αυτό;».

Ακόμη, «ασθενής» από «ασθενής» διαφέρει. Μπορεί δύο «καταθλιπτικοί» να είχαν θλιμμένη διάθεση ή να μην απολάμβαναν πια δραστηριότητες, που παλιότερα τους ευχαριστούσαν, αλλά ο μεν μπορεί να εμφάνισε απώλεια όρεξης και βάρους, ενώ ο δε αυξημένη όρεξη και βάρος. Ο μεν να είχε αϋπνίες, ενώ ο δε παρατεταμένη διάρκεια του ύπνου. Οι άνθρωποι, λοιπόν, είναι τόσο ίδιοι, αλλά και τόσο μοναδικοί. Οφείλουμε να εισπράττουμε πρώτα την ανθρώπινη ύπαρξη κι έπειτα τα προβλήματα που την ταλανίζουν. Τα προβλήματα δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τους ανθρώπους που τα βιώνουν. Ο άνθρωπος είναι η μορφή κι όλα τα άλλα το φόντο.

Η Σοφία Νικολαΐδου  στο βιβλίο της «Καλά και σήμερα» λέει: «Δεν είμαι η αρρώστια, είμαι άρρωστη». Για τον άνθρωπο, που ταλαιπωρείται, η ταυτότητα συν τις άλλοις, του ασθενή συμβάλλει στην αποδοχή της δυσκολίας που βιώνει. Ωστόσο, αυτό επ ουδενί λόγω δεν νομιμοποιεί να τον αποκαλούμε, εμείς ως τρίτοι, καταθλιπτικό. Αν το κάνουμε, αλληλεπιδρούμε με διαγνωστικά κριτήρια και παύουμε να αφουγκραζόμαστε τις μοναδικές του ανάγκες. Ως ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτής κ.ο.κ. συνοδεύεις δεν επιβάλλεις. Μόνο όταν μπεις στη διαδικασία να γνωρίσεις τους «ασθενείς» σου, εκείνοι χάνουν τη διάγνωσή τους (Semrad, 1980).


Βιβλιογραφικές αναφορές

Anderson, B. J. (2004). Family conflict and diabetes management in youth: clinical lessons from child development and diabetes research. Diabetes Spectrum, 17(1), 22-26.

Kübler-Ross, E. (1999). The tunnel and the light. New York: Marlowe & Company.

Semrad, E. V. (1980). The Heart of a Therapist. New York, NY: Jason Aronson.