Άρθρο: Χριστίνα Βαϊζίδου
Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη
Φιλόλογος


Η έκτρωση ή άμβλωση ή τεχνητή διακοπή της κύησης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα θέματα της ιατρικής και της ηθικής ακόμη και στις μέρες μας. Στην Ελλάδα το δικαίωμα στην άμβλωση μέχρι τη 12η εβδομάδα της κύησης, εφόσον δε συντρέχουν περαιτέρω λόγοι, νομιμοποιήθηκε το 1986 παρά την αντίθετη γνώμη της εκκλησίας και μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Για πολλά χρόνια δυστυχώς, η άμβλωση χρησιμοποιήθηκε ηθελημένα ή αφελώς ως μέθοδος αντισύλληψης, οδηγώντας την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις στην ευρωπαϊκή ένωση όσον αφορά στον αριθμό των αμβλώσεων. Το ποσοστό των γυναικών στην Ελλάδα, ηλικίας 15 έως 39 ετών, που έχει υποβληθεί έστω και μία φορά στη διαδικασία της άμβλωσης ανήλθε το 2012 στο 10.48% (Wm. Robert Johnston, 2017).

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι με την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και τη βελτίωση των τεχνικών προϋποθέσεων η επέμβαση έπαψε να αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τη ζωή και την υγεία της γυναίκας, όπως σε παλαιότερες εποχές, ελαχιστοποιώντας έτσι τις σωματικές επιπτώσεις της διαδικασίας. Ποια είναι όμως τα συναισθήματα μιας γυναίκας μετά την άμβλωση;

Οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας, οι οποίοι συνηθέστερα ενεργοποιούνται μετά την άμβλωση είναι οι ακόλουθοι:

  • Εκλογίκευση: η γυναίκα προσπαθεί με βάση τη λογική να δίνει στον εαυτό της ή στους γύρω της εξηγήσεις σχετικά με τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση.
  • Απώθηση: Η γυναίκα προσπαθεί να αγνοήσει ή να “ξεχάσει” το γεγονός.
  • Αναπλήρωση: Η γυναίκα προσπαθεί να αντισταθμίσει την έκτρωση κάνοντας καλές πράξεις ή προσπαθώντας να επικεντρωθεί σε κάποιον άλλο τομέα, όπως π.χ. στη δουλειά.

Υπάρχει σίγουρα ένα ποσοστό γυναικών, οι οποίες μιλούν για ανακούφιση ως ένα πρώτο συναίσθημα. Πρόκειται για τις γυναίκες, οι οποίες οδηγούνται στην άμβλωση ως μοναδική τους επιλογή λόγω της επιθυμίας διακοπής μίας σίγουρα ανεπιθύμητης κύησης, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση μιας έφηβης ή ακόμη περισσότερο στην περίπτωση ενός βιασμού. Τι συμβαίνει όμως στις υπόλοιπες περιπτώσεις ή γενικά όταν οι μηχανισμοί άμυνας αποτυγχάνουν; Ακόμη και αν η απόφαση περί άμβλωσης έχει παρθεί με συναισθηματική νηφαλιότητα, ενεργοποιούνται ορισμένες ψυχολογικές διαδικασίες, οι οποίες σχετίζονται τόσο με την αναγκαιότητα λήψης της ίδιας της απόφασης, όσο και με την εμπειρία της κύησης, τις ορμονικές μεταβολές, τις γενικότερες συνθήκες κάτω από τις οποίες λαμβάνεται η απόφαση, την ψυχοσύνθεση της εκάστοτε γυναίκας, καθώς και το επεμβατικό κομμάτι της διαδικασίας. Η γυναίκα που κυοφορεί και μετά οδηγείται στην άμβλωση βιώνει την αίσθηση της ζωής, το δίλημμα της απόφασης, τις ορμονικές μεταβολές για την προετοιμασία της κύησης και μετά απότομα εκ νέου τις μεταβολές της απόρριψης του εμβρύου, καθώς και την επεμβατική διαδικασία που συνεπάγεται συχνά σωματικό πόνο, πιθανή αιμορραγία και σίγουρα τη νάρκωση και την αφαίρεση του εμβρύου από το σώμα της.

Οι ψυχολογικές συνέπειες της έκτρωσης, οι οποίες διαφέρουν από γυναίκα σε γυναίκα και δύνανται να ποικίλουν από απλούστερες εκφάνσεις της θλίψης ή της πίεσης μέχρι και την κλινική εικόνα ενός μετατραυματικού συνδρόμου, συνθέτουν το λεγόμενο “μετεκτρωτικό σύνδρομο”, όρος ο οποίος χρησιμοποιείται ευρέως αλλά δεν έχει ενταχθεί σε καμία κατάταξη ψυχιατρικών ασθενειών (ICD, DSM).

Επιβαρυντικοί παράγοντες ως προς την ευαλωτότητα για εμφάνιση ενός ψυχικού προβλήματος μετά την άμβλωση είναι:

  • Η ελλιπής συμπαράσταση από το σύντροφο ή το οικογενειακό τους περιβάλλον. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον ή η έκτρωση αποσιωπάται ως μυστικό από την ίδια, η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει τα αρνητικά συναισθήματα μόνη της.
  • Ψυχολογικά προβλήματα στο ιστορικό.
  • Η αίσθηση ορισμένων γυναικών ότι εξαναγκάστηκαν να λάβουν την απόφαση της έκτρωσης.
  • Η διενέργεια της άμβλωσης κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης.
  • Τα θρησκευτικά πιστεύω ή οι κοινωνικές προσδοκίες.
  • Η λήψη της απόφασης περί άμβλωσης εξαιτίας σοβαρών ανωμαλιών του εμβρύου.

Οι συνηθέστερες ψυχικές δυσκολίες μετά την έκτρωση συμπεριλαμβάνουν:

  • Αίσθημα ενοχής, μετάνοιας ή ντροπής, εξαιτίας των οποίων η γυναίκα πολλές φορές προσπαθεί να κρατήσει το γεγονός μυστικό, βιώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο περαιτέρω πίεση.
  • Απροσδιόριστο γενικευμένο άγχος, το οποίο μπορεί να φτάσει μέχρι τις κρίσεις πανικού λόγω της γενικευμένης αίσθησης απώλειας ελέγχου που βιώνει η γυναίκα.
  • Έντονη επιθυμία των γυναικών να αποφεύγουν ερεθίσματα σχετικά με παιδιά ή εγκυμοσύνη.
  • Ψυχολογικό μούδιασμα ή κενό.
  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση.
  • Διαταραχές ύπνου: αϋπνία, εφιάλτες, διακεκομμένο ύπνο.
  • Θυμό.
  • Ξεσπάσματα σε κλάματα.
  • Δυσκολία λήψης αποφάσεων.
  • Αίσθημα μοναξιάς.
  • Δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση ανησυχίας και φόβου είτε διάχυτου είτε, για το αν θα μπορέσει να μείνει ξανά έγκυος, για τις πιθανές επιπτώσεις στην σχέση της, για το σώμα της και τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει μια τέτοια επέμβαση.
  • Αδυναμία χαλάρωσης, υπερένταση, ευερεθιστότητα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, το μετεκτρωτικό σύνδρομο ενδέχεται να εκδηλωθεί με συμπτώματα καταθλιπτικής συνδρομής και μετατραυματικού συνδρόμου και να περιλαμβάνει:

  • Αυτοτραυματισμό, τάσεις αυτοκτονίας.
  • Αύξηση επικίνδυνων συμπεριφορών (κατάχρηση αλκοόλ, ανορεξία, βουλιμία κλπ).
  • Ανικανότητα φροντίδας του εαυτού.
  • Πτώση αποδόσεων στη δουλειά ή τις σπουδές.
  • Επιθυμία άμεσης εγκυμοσύνης, για να αντικατασταθεί το παιδί που μόλις χάθηκε από την έκτρωση (παρόλο που οι λόγοι που οδήγησαν στην έκτρωση εξακολουθούν να υφίστανται).
  • Σωματικές αντιδράσεις, όπως ζαλάδες, ταχυκαρδίες, στομαχικές διαταραχές, πονοκέφαλοι.
  • Διαταραχή γνωστικών λειτουργιών, όπως αδυναμία συγκέντρωσης.
  • Επαναφορά της εμπειρίας της έκτρωσης στη μνήμη εν είδει flashback.

Το μετεκτρωτικό σύνδρομο αποτελεί στα αρχικά στάδια μία μορφή πένθους και παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό συναισθηματικό μούδιασμα. Ο ακριβής τρόπος έκφρασής του, η διάρκεια αλλά ακόμη και ο χρόνος εκδήλωσης ποικίλουν. Σημασία τελικά όμως δεν έχει να δώσουμε μία κωδικοποιημένη διάγνωση αλλά να κατανοήσουμε και να επιλέξουμε την κατάλληλη οδό ή χείρα βοηθείας: είτε στα πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος είτε σε κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία:

Coleman, P. K. (2011). Abortion and mental health: quantitative synthesis and analysis of research published 1995–2009. The British Journal of Psychiatry199(3), 180-186.

Lavín, C. G., & García, R. Z. (2005). Diagnostic categorization of post-abortion syndrome. Actas espanolas de psiquiatria33(4).

Speckhard, A. C., & Rue, V. M. (1992). Postabortion syndrome: An emerging public health concern. Journal of Social Issues48(3), 95-119.