Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Κάθε βράδυ που γυρνούσα στο σπίτι ήξερα πως είχα έναν συγκάτοικο άθελά μου. Έμενα τότε σε ένα μικρό διαμέρισμα στον τρίτο όροφο μια παλιάς πολυκατοικίας με χάρτινους τοίχους  στην οδό Αιόλου. Δίπλα μου ζούσε ένας νέος. Μαζί με το νερό της βρύσης μου που έτρεχε ακουγόταν άλλοτε το περπάτημά του στο σπίτι, άλλοτε ο ήχος της εφημερίδας που της γυρνούσα τα φύλλα κι άλλοτε το ραδιόφωνο που σιγόπαιζε. Τον είχα γνωρίσει μια φορά κι από τότε τον έβλεπα μόνο από μακριά, ποτέ δεν διασταυρωθήκαμε κι ας ζούσαμε σαν στο ίδιο σπίτι.

 Ο νέος ήταν όμορφος πολύ, με παρουσιαστικό επιβλητικό όχι τόσο από την στολή του στρατού που φορούσε μιας και υπηρετούσε εκεί αλλά από τη στάση του σώματός του. Στα χρώματα ήταν άρειος μιας και η μητέρα του ήταν Αυστριακή. Τα μάτια του ήταν γαλάζια. Είχα προλάβει να τα δω μια μέρα, καθώς ήταν πάντοτε με χαμηλωμένο το βλέμμα με μια σεμνότητα και ταπεινότητα σπάνια. Δεν διέκρινα καμία έπαρση για την ομορφιά και τη γοητεία του, μια ομορφιά που δεν χρειαζόταν καμία απόδειξη, καμία επιτήδευση. Τον λέγανε Πέτρο και ήτανε ο άγνωστός μου γνωστός άντρας με την ευγενική φιγούρα.

Ένιωθα πολύ εκτεθειμένη στα αυτιά του γείτονά μου. Με είχε ακούσει να γελάω, να κλαίω, να μαλώνω, να φωνάζω, να κάνω μπάνιο και να τραγουδάω αλλά κι εγώ εκείνον. Οπότε ήμασταν επί ίσοις όροις και δεν με απασχολούσε τελικά.

Κάποτε ο Πέτρος γνώρισε μια κοπέλα, την Ισμήνη, και τα βράδια που γυρνούσα από το γραφείο ήξερα πως θα παρακολουθώ τη ζωή του ζευγαριού μέσα από έναν τοίχο που μας χώριζε σαν οθόνη σινεμά. Η φωνή της Ισμήνης ποτέ δεν μου άρεσε, ηχούσαν τόσο αδιάφορες και γλυκανάλατες οι κουβέντες της στα αυτιά μου. Στου Πέτρου μάλλον το αντίθετο. Τους είχα ακούσει να γελάνε, να βλέπουν ταινίες, να γυρνάνε μεθυσμένοι κάποια βράδια αργά, να μαλώνουν για τη μεριά του κρεβατιού που θα έπιανε ο καθένας, να ετοιμάζονται για βόλτες, να συζητάνε και να ψυχαναλύονται για τα παιδικά τους χρόνια, να κάνουν έρωτα και να κάνουν όνειρα, να μαγειρεύουν μαζί και να λένε για ταξίδια και για τις δουλειές τους. Μα δεν τους άκουσα να μιλάνε για φίλους και ποτέ για τον έρωτά τους.

Έτσι περνούσαν οι εβδομάδες του απόλυτου έρωτά τους, δεν ξέρω πόσοι μήνες, δεν μετρούσα άλλωστε τον καιρό της αγάπης τους αν και ήμουν αθέμιτος  μάρτυράς της. Στο μεταξύ μου ξέφευγαν πολλά επεισόδια λόγω της δικής μου ζωής.  Ένα βράδυ από τα πολλά της ζωής μου στην οδό Αιόλου γύρισα στο σπίτι, τάισα το χρυσόψαρό μου, έκανα ανέμελη μπάνιο και ξάπλωσα. Είχα τύχει αρκετούς τσακωμούς του ζευγαριού και τους θεωρούσα φυσιολογικούς και μάλιστα γοητευτικούς, γιατί διατηρούσαν ζωντανό και υγιή τον δεσμό των δύο. Είχα αντιληφθεί πως ο Πέτρος ζήλευε την Ισμήνη που ήταν χορεύτρια κι ερχόταν σε στενή επαφή με άλλους άντρες χορευτές. Τη θεωρούσα τυχερή που το ενδιαφέρον του Πέτρου δεν εξασθενούσε με τον καιρό και δεν εξατμιζόταν η θέρμη του για εκείνη. Η ζήλια φωλιάζει στο ασταθές αλλά ισχυρό εγώ που απειλείται και κλονίζεται, χωρίς να παύει να είναι απόδειξη δυναμικής στη σχέση. Είναι από τα πιο ύπουλα συναισθήματα και πολλές φορές, δεν μπορείς να το παραδεχτείς ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό.  Όμως για τον Πέτρο ήταν απόδειξη του έρωτά του στα μάτια μου.

Εκείνο το βράδυ το ψάρι μου στη γυάλα άρχισε να στροβιλίζεται αλαφιασμένο και να κάνει σβούρες στο νερό αποτρελαμένο μαζί με τις φωνές του Πέτρου και της Ισμήνης. Ο καυγάς τους ήταν έντονος, εκρηκτικός, αποκαλυπτικός και μάλλον καθοριστικός. Ο Πέτρος, αφού εξαπέλυσε όλα τα πυρά του κατά της αγαπημένης του, αφού την ενοχοποίησε και την παρουσίασε ως το μαύρο πρόβατο της ζήτησε με ήρεμη πια φωνή να διακόψουν κάθε επαφή, ακολουθώντας ο καθένας το δικό του μονοπάτι για την πολυπόθητη ευτυχία. Όπως σε κάθε αποχωρισμό για να τον αντέξεις πρέπει να μειώσεις τον άλλον, να υποβαθμίσεις την αξία του για να ελαφρύνεις την απώλεια, έτσι κι ο Πέτρος εκείνη τη νύχτα. Σα να διαισθανόταν το δικό της αντίο και θέλησε να την προλάβει, να εγκαταλείψει πρώτος τον δεσμό, να πει πρώτος το τελευταίο αντίο, να αποφύγει την ντροπή της εγκατάλειψης και την πιθανής αντικατάστασης.

Από εκείνη τη νύχτα που η Ισμήνη έφυγε θυμωμένη με πληγωμένο και κατακερματισμένο εγώ, ο έρωτας του Πέτρου άρχισε να γιγαντώνεται. Τον άκουγα να φυσάει και να ξεφυσάει, να μονολογεί και να καπνίζει. Ο ήχος από τον αναπτήρα του να ανάβει τα αμέτρητα τσιγάρα του είχε γίνει συνηθισμένος και οικείος ήχος στο σπίτι μου σαν τον ήχο των δεικτών του ρολογιού στο σαλόνι μου. Ώσπου ένα βράδυ τον άκουγα που έκλαιγε για ώρα. Δεν τον είχα ακούσει ξανά να κλαίει. Εκείνος ο αγέρωχος άντρας ήταν στο διπλανό δωμάτιο κι έκλαιγε για μια γυναίκα. Για μια γυναίκα, άραγε, για τον έρωτά του, για την προδοσία που ένιωθε πως βίωνε, για τον ταπεινωμένο εαυτό του, για τη ζωή του, για τη μοναξιά που φοβόταν, για όσα σκόρπισε απλόχερα, για την ελπίδα που έφλεγε τα μέσα του ή για τη βαθιά γνώση της ματαιωμένης του αγάπης; Όσο ο Πέτρος έκλαιγε, το μικρό και χαζούλι ψάρι μου είχε κολλήσει τη μουσούδα του στη γυάλα σαν από ενδιαφέρον και σεβασμό στον απογοητευμένο άγνωστό μας.

Ακολούθησε τηλεφώνημα από τη γυναίκα εκείνη που τίποτα δεν είχε κάνει ως τότε για να καθησυχάσει τις τρικυμίες στη θάλασσα του Πέτρου, εκείνη που με σκληρή και άσπλαχνη αδιαφορία τον άφησε να καίγεται στο καμίνι της ζήλιας που γεννούσε ο έρωτάς του και του έρωτα που γεννούσε η ζήλια του. Πολλές φορές τον αναζήτησε έκτοτε σε ώρες μοναξιάς της. Μετά το ολιγόλεπτο εκείνο τηλεφώνημα ο Πέτρος ξετύλιξε το χαρτί της εξομολογήσεώς του με φωνή σταθερή και βαριά. Σα να ήξερε πως ήμουν δίπλα του και τον άκουγα. Σα να ήθελε να ήμουν ο κρυφός εξομολόγος του που αντί για πανί μας χώριζε ένας τοίχος. Ίσως εμπιστευόταν την ανωνυμία της τυπικής σχέσης μας, εκείνου του φευγαλέου χαμογελαστού χαιρετισμού στους διαδρόμους.

Κολυμπάω στη θάλασσα του ανεκπλήρωτου και χάνομαι στα κύματά της μαζί με τον κακοφορμισμένο πια έρωτά μου. Είναι κάποιες στιγμές τόσο πνιγηρές μέσα στην ηρεμία που επιβάλλω στον εαυτό μου. Λες κι ο έρωτάς μου που τον αφήνω διψασμένο, πεινασμένο και πονεμένο να κοιμάται παίρνει εκδίκηση. Σπρώχνει, κλωτσάει, ουρλιάζει κι εγώ τον δένω με σκοινί, με πανί τον τυλίγω και τον θάβω.

Καθρεφτίζομαι στον καθρέφτη κι αντικρίζω έναν άγνωστο, έναν ξένο εαυτό που τίποτα δεν μοιάζει με το γνώριμο μέχρι τώρα πρόσωπό μου. Οι σκοτεινές πλευρές μου με σκεπάζουν, η ανάγκη, ο σωματικός και ψυχικός πόθος με κρατούν υποχείριά τους. Η ανελευθερία μου, ο συνειδητός εγκλωβισμός μου στα πάθη μου με βυθίζει σε άβυσσο άπατη και άναρχη. Ο έρωτάς μου τράκαρε σε τοίχο και διαλύθηκε. Δεν μπορώ να δεχτώ πως εκείνη λέει όχι στην αγάπη μου, όχι στο δόσιμο, όχι στην επαφή, όχι στη σχέση, όχι στο μαζί. Σαν αέρας ήταν που ποτέ δεν μπόρεσα να κρατήσω στα χέρια μου και πάντα μου ξέφευγε. Τώρα τουλάχιστον που είμαι μόνος και ήσυχος, ήσυχος και μόνος , δεν κρατάω την ψευδαίσθηση του αιθέρα της.

Οι σκέψεις και οι πράξεις μου είναι αλλόκοτες. Οι φανταστικοί διάλογοι στο μυαλό μου με τυραννούν και με φθείρουν. Ποτέ δεν μίλησα για εκείνη σε κανέναν ούτε καν σε εκείνη την ίδια. Δεν άντεχα να ανοίξω τα έσω μου να ξεδιπλωθούν μπροστά της σαν χαλί, γιατί ίσως και να το πατούσε. Φοβόμουν να ξεγυμνωθώ μπροστά της, κρατούσα την ασπίδα του αδιάφορου και άτρωτου άντρα  για να προστατεύσω τη μαλακή ευάλωτη σάρκα της ψυχής μου. Μάλιστα τρεις φορά την απάτησα, ήθελα να μετριάσω τον πόνο που μου προκαλούσε η αδιαφορία της. Ένιωθα σα να πρόδιδα αυτή που δεν μου ανήκε. Για αντιπερισπασμό στον πόθο μου και για να ανακουφίσω, να μειώσω την ανασφάλεια πως εκείνη ήδη βρισκόταν με άλλους άντρες, επιπόλαια και σπασμωδικά έβρισκα ικανοποίηση σε άλλες γυναίκες με επαφή που τελικά διόγκωνε το κενό μέσα μου… Με έχω χάσει…

Για μέρες μετά ακολούθησε σιωπή. Κάθε βράδυ, όμως, άκουγα τον Πέτρο που έλεγε τον εξής στίχο: «Ελπίζοντας πως ό,τι χάνει σε αφή κερδίζει σε ουσία». Ήθελα να χαϊδέψω τον τοίχο και να του πω πως ναι, είχε δίκιο, η διακοπή της επαφής του με την Ισμήνη δε σημαίνει και διακοπή σχέσης. Ίσως έτσι που διασφαλιζόταν η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός, τα αισθήματα έβρισκαν την ελευθερία που τους πρέπει χωρίς εξαρτήσεις, χωρίς μετρήσεις σε ζυγαριές δικαιοσύνης και μίζερες απαιτήσεις, χωρίς να λερώνεται η αθωότητα και να μουτζουρώνεται το είναι. Με το να είναι μακριά ίσως να είχε δυνατότητα να επανεξετάσει και να συγκρατήσει τους χειμάρρους του που πνίγουν, να κλαδέψει τα κλαδιά του που γρατζουνάνε και να αποφασίσει που θα προσφέρει τους τρυφερούς καρπούς των δέντρων του.

Έφυγα από την οδό Αιόλου για λίγες μέρες σε ένα ταξίδι. Φεύγοντας ο καιρός ήταν μουντός, με πολλή ομίχλη και σύννεφα που κρέμονταν σαν απειλή από τον ουρανό. Τη μέρα που επέστρεψα ο καιρός ήταν φωτεινός, ο ουρανός έλαμπε διαυγής με εκείνον τον κρύο αέρα που σου καθαρίζει τα πνευμόνια και έναν ήλιο που δειλά σου υπόσχεται πως δε θα αργήσει να σε ζεστάνει πάλι. Ήταν μια αλκυονίδα μέρα, από αυτές τις αναλαμπές που παθαίνει ο καιρός στις αυλές του χειμώνα και σου δίνει ελπίδα πως θα ζεσταθείς πάλι σε λίγους μήνες.

Φτάνοντας πληροφορήθηκα για την τραγική και τρομακτική κατάληξη του Πέτρου, του όμορφου εκείνου άντρα που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα και που τα βράδια ήταν σα να βγαίναμε ραντεβού, δυο άγνωστοι γνωστοί με ανάμεσά μας έναν τοίχο. Ένα από αυτά τα πρωινά που έλειπα ο Πέτρος συναντήθηκε με την Ισμήνη για μια ακόμα φορά. Ήταν και η τελευταία. Εκείνη τον αναζήτησε ξανά και ξανά στο παρελθόν επίμονα και συστηματικά. Βρέθηκαν από δική της ανάγκη να ελέγχει την τραμπάλα όπου τραμπαλίζονταν οι εγωισμοί των δυο και να κρατήσει ολόδικό της το τελευταίο αντίο. Η Ισμήνη, εκείνη η γυναίκα που ποτέ δεν συμπάθησα τη φωνή της αλλά και ποτέ δεν αντίκρισα την όψη της, θέλησε ίσως να τον εκδικηθεί ασυνείδητα για όσα ο Πέτρος της απαίτησε. Άλλωστε, όπως γράφει και ο Ντοστογιέφσκι, κόλαση είναι να σε αγαπούν και να μην μπορείς να αγαπήσεις πίσω.

Η Ισμήνη του αποκάλυψε άσπλαχνα ψύχραιμα το δεσμό της με κάποιον άλλον άντρα και πως ήταν ερωτευμένη με εκείνον. Την επόμενη νύχτα ο Πέτρος αποφάσισε ήταν η κατάλληλη ώρα να απονεμηθεί δικαιοσύνη και να την πάρει ο ίδιος στα χέρια του προκαλώντας στον εαυτό του ακαριαίο θάνατο με το υπηρεσιακό του όπλο. Δεν άντεξε την προδοσία που στήθηκε στην πλάτη του και βάρυνε τους ώμους του, την προδοσία που δεν είχε τη διάκριση να κρυφτεί αλλά αιμοβόρικα διατυμπάνιζε την αλήθεια της προσβάλλοντας την αλήθεια του Πέτρου. Η αδικία τον έπνιξε και κακοφόρμισε τα πάντα μέσα του.

Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τι είχε στα άβατα της ψυχής του ο Πέτρος, κανείς δεν φαντάστηκε τα σκοτάδια που τον οδήγησαν στην αυτοχειρία και τη δύναμη που είχε να  μηδενίσει τα πάντα, να χάσει κάθε ευκαιρία, κάθε πιθανότητα για ζωή και ευτυχία. Ποιος θα μπορούσε να μαντέψει ποια τρελή ανάγκη ουρλιάζει μέσα στην ψυχή και την πνίγει ώστε για εκείνη να είναι προτιμότερος ο θάνατος! Τους χίλιους λόγους μπορούμε να τους μαντέψουμε, να τους υποπτευθούμε είτε από ταύτιση και ενσυναίσθηση είτε από ένστικτο είτε από πονηριά, αλλά το πραγματικό δαιμόνιο που κατατρώει την ψυχή για να φτάσει ως εκεί, κανείς μας δεν μπορεί να το αφουγκραστεί. Κανείς ποτέ δε θα μάθει την αλήθεια του Πέτρου. Πάντοτε η αντικειμενική αλήθεια θα πλανάται στη στιγμή, της  Ισμήνης η αλήθεια θα διαμορφωθεί από την ένταση του ταραγμένου θυμικού της, τη φιλαυτία και αυτοπροστασία της, αλλά η αλήθεια του Πέτρου θα μείνει αιώνιο μυστήριο δικό του, ολόδικό του.

Βιάστηκαν όλοι να τον κατηγορήσουν. Ίσως και οι δικές μου πρώτες σκέψεις. Μα ένιωσα πως ο άντρας αυτός έψαχνε δικαίωση, μέσα στους δικούς μου έστω λογισμούς, στη δική μου καρδιά ανάπαυση. Κάποιος έπρεπε να τον καταλάβει, να τον νιώσει. «Αδύναμος!», ήταν η πρώτη μεγάλη κατηγορία. «Ψυχικά ασθενής!», αυτή ήταν η δεύτερη κατηγορία. Κι αναρωτιόμουν ποιος από εμάς δεν είναι, ποιος είναι άτρωτος, ποιος είναι ατρόμητος…

Το βράδυ της εξομολογήσεως του ο Πέτρος έλεγε πώς νοσταλγούσε τον εαυτό του, καλούσε πίσω τον αυθεντικό εαυτό του που χάθηκε μέσα στη δύνη του έρωτά του. Νοσταλγούσε το μυαλό και το πνεύμα του που του κλείνανε το δρόμο να επιστρέψει στην πατρίδα της αθώας παιδικής του ψυχής. Τον είχε κυριεύσει το συναίσθημά του. Πάντα μου εκτιμούσα και συμπαθούσα τους ανθρώπους που δίνουν χώρο στις τρυφερές πηγές της ψυχής τους να ξεχυθούν και να αραδιάσουν τα αρώματά τους. Όμως καταλήγω πως συναίσθημα χωρίς στοχασμό είναι ένα επικίνδυνο κι ενίοτε εκρηκτικό προϊόν στα χέρια του ανθρώπου. Η αδυναμία στοχασμού αφήνει μόνη της την καρδιά και τον εγωισμό να καταδυναστεύουν την ύπαρξη. Χωρίς αυτή την ισορροπία η καρδιά γίνεται επικίνδυνη πολύ. Ο στοχασμός του Πέτρου είχε διαστρεβλωθεί, είχε θολώσει, κυμαινόταν στο απόλυτο, καμία μετριότητα και χλιαρότητα δεν άντεχε. Για τον Πέτρο ο κόσμος ήταν μαύρο ή άσπρο, όλα ή τίποτα και το δικό του όλα ισοδυναμούσε με τον έρωτα.

Προσπαθώ να τον νιώσω κι όλο κάνω σκέψεις ταξίδια. Μερικές φορές μετά από κάποιες συναντήσεις στη ζωή δεν είσαι ποτέ ξανά ο ίδιος, σκέφτομαι, και ειδικά μετά από κάποιους έρωτες. Επιστρέφεις μετά από αυτές στον εαυτό σου και βρίσκεις έναν άγνωστο πια κόσμο, έναν καινούργιο κι κάποτε παραμορφωμένο κι αγνώριστο. Ο Πέτρος νιώθω πως τρόμαξε με τον αγνώριστο εαυτό που αντίκρισε μέσα του, έναν άσχημο καταπληγιασμένο και ταπεινωμένο εαυτό, αγριεμένο και απαιτητικό, παραδομένο στα πάθη του θέλω, του πανίσχυρου “εγώ θέλω”. Και η απόπειρα αυτοκτονίας του που ήταν μοιραία δεν είναι τίποτα παρά μια κραυγαλέα αντίδραση σε αυτό το αιχμηρό όχι που δίνεται ως απάντηση στο “εγώ θέλω” του. Αυτή η στέρηση του “όχι” γεννάει βία. Και η βία έχει πολλά πρόσωπα και προσωπεία. Ο άνθρωπος καταστρέφει για να μην καταστραφεί. Κι η καταστροφή του θανάτου για τον αυτόχειρα Πέτρο ήταν κραυγή ανάγκης για αυτοεκτίμηση, για σωτηρία του αυτοσεβασμού, για έσχατη λύση να αποδείξει πως αφού δεν τον βρίσκει τον εαυτό που έχασε κι αναζητεί, τουλάχιστον έχει τον έλεγχό του, να τον καταστρέψει ολότελα, όπως εκείνος επιθυμεί.

Η ζωή είναι ένα πείραμα που πρέπει να ολοκληρωθεί. Δεν παύει, όμως, να υπάρχει και η επιλογή του θανάτου που αντιπροσωπεύει την ακραία απάντηση στην προδοσία της ζωής, υποστηρίζει ο Jung. Έτσι, καθρεφτίζεται στα μάτια μου και η αυτοκτονία του Πέτρου. Σαν προδοσία άστοργης μητέρας ήταν για εκείνον η προδοσία της γυναίκας που εμπιστεύτηκε την αγάπη του.  Η αγάπη της πρώτης ήταν μεγάλη όλα τα χρόνια της ζωής του αγοριού που έγινε άντρας και η σύγκριση αυτού που είχε μάθει πως αξίζει με εκείνο που τελικά λάμβανε ως ενήλικας κατέρριπτε όλο τον κόσμο του, γκρέμιζε κάθε σταθερά, δημιουργούσε αμφισβητήσεις για τον ίδιο και σύγχυση για την ιδέα της αξίας, δημιουργούσε χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα στον ιδανικό και τον πραγματικό κόσμο του, ανοίγοντας πληγές στον εγωισμό που αιμορραγούσαν.

Μα τέτοιες προδοσίες απαιτούν ταπείνωση, όχι εκείνη την δουλική παράδοση που σε κάνει μίζερο και μοιρολάτρη, που σε εκμηδενίζει και σε ρίχνει στο τίποτα αλλά εκείνη την ταπείνωση που σε ανεβάζει κι όλο σε ανεβάζει στο παν. Εκείνη την αληθινή ταπείνωση που σκύβεις το κεφάλι και παραδέχεσαι πως ναι, με πρόδωσε εκείνη που εγώ ξεχώρισα, λαχτάρησα, πόθησα, ερωτεύτηκα, που εγώ αγάπησα. Να μην αναφωνείς «γιατί σε μένα;», αλλά να λες «γιατί όχι σε μένα;». Να αποδέχεσαι καρτερικά αυτό που έρχεται κόντρα στο γιγαντιαίο και αληθινό θέλω σου και να λες «ποιος είμαι εγώ για να μη συμβεί σε μένα;» κι αυτό σημαίνει ελευθερία που ομορφαίνει και εξυψώνει. Μα που να τη χωρέσει αυτή τη λεπτότητα η παχυλή ύπαρξή μας, πώς να την αντέξει τόση απλότητα ο σύνθετος (κομπλεξικός), επηρμένος εαυτός μας; Από αλαζονεία δομημένος δεν ανέχεται την απελευθέρωση γιατί προϋποθέτει λύγισμα, σαν βράχος που λαξεύεται και γέρνει. Ενώ χωρίς αυτήν παραδίνεται στον πόνο και στην καταστροφική ισχύ του, σαν βράχος που σπάει σε κομμάτια και χάνεται.

Όμως… ποιος ξέρει τους νόμους που διέπουν την μυστηριακή ζωή της ψυχής των ερωτευμένων; Ποια δικαιοσύνη ισχύει για εκείνους που το μέσα τους φλέγεται από πύρινες γλώσσες, που η ανάγκη τους απαιτεί και επιτάσσει, που η ψυχή τους διψάει και ο στοχασμός τους παραλύει; Ποιος ξέρει την αλήθεια τους, τον αγώνα και την αγωνία τους για ισορροπία στο σκοινί που ακροβατούν και ταλαντεύονται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο; Ποιος τολμάει να φανταστεί και να νιώσει την απελπισία του ερωτευμένου που συγκρίνει την κατάστασή του με το θάνατο και προτιμάει τον δεύτερο; Ποιος μπορεί να ακούσει την κραυγή που ζητάει ζωή την ώρα του θανάτου;

Μακάρι να είχα ένα ακόμα άτυπο ραντεβού με τον άγνωστο και γνωστό μου Πέτρο κάποιο βράδυ ξανά και να μπορούσα να δώσω τη δέουσα προσοχή στις ανησυχίες του όμορφου άντρα και να του έλεγα πως η ζωή σε ορίζει αλλά δεν σε καθορίζει, ώστε ακόμα κι αν πάλι επέλεγε την αυτοκτονία του να ήξερε πως τουλάχιστον κάποιος κάποτε τον κατάλαβε…