Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Αγαπημένε μου,

Δεν ξέρω ποιος είσαι, πού είσαι κι αν ποτέ με ακούς. Δε σε αγγίζω, δε σε βλέπω με τα μάτια μου, δε σε ακούω με τα αυτιά μου ούτε σε μυρίζω. Καμιά φορά σε βλέπω στα σύννεφα, σε ακούω στα κύματα, σε μυρίζω στην αλμύρα της θάλασσας και στο χώμα της βροχής. Σε άκουσα κάποτε στο πρώτο κλάμα μου να με παρηγορείς και να μου σιγοτραγουδάς, σε ένιωσα ένα βράδυ που με πήρες αγκαλιά ενώ κρύωνα, σε γεύτηκα στο φιλί ενός έρωτα, σε μύρισα στο λαιμουδάκι ενός μωρού και σε είδα στο βλέμμα μου στον καθρέφτη όταν ξύπνησα κι έλεγα «αγαπάω». Με το νου μου σε έπλασα και ζω ελπίζοντας πως υπάρχεις. Σου γράφω από ανάγκη. Είναι η λέξη που κρύβει τη μεγαλύτερη δύναμη μέσα της και περικλείει όλα τα θέλω του κόσμου, όλα τα μπορώ και γίνεται μαζί της η αρχή των πάντων.

Λέγομαι Άννα. Σήμερα δε θέλω τίποτα άλλο να προσδιορίζει την ταυτότητά μου, μόνο το όνομά μου. Δεν έχει σημασία ποιοι είναι οι γονείς μου, πώς μεγάλωσα, πού ζω, με τι ασχολούμαι, πόσο χρονών είμαι, αν μένω σε πόλη ή χωριό, αν είμαι παντρεμένη, αν είμαι ερωτευμένη, αν έχω φίλους ή αν αγαπώ, αν έχω κατοικίδιο ή λεφτά, αν οδηγώ ή αν έχω παιδιά, αν έχω σπουδάσει ή αν μου αρέσουν τα λουλούδια. Σήμερα, μια μέρα κρύα και υγρή στα σπλάχνα του χειμώνα, θέλω να μην είμαι τίποτε άλλο παρά απλά και ακατάκριτα η Άννα που πολεμάει με αρχέτυπα όπως ο γιος μου αύριο, όπως ένας φιλόσοφος κάποτε, όπως η γιαγιά μου που πέθανε χθες. Δε θέλω καμία ιδιότητά μου να με ορίζει σήμερα παρά μόνο η μία, μοναδική και αδιαμφισβήτητη, η ανθρώπινή μου ύπαρξη που ορίστηκε άθελά μου με τη γέννησή μου και θα ολοκληρωθεί πάλι άθελά μου με το βιολογικό θάνατό μου.

Θέλω να σου πω τόσα πολλά, να σου γράφω και να σου γράφω ώρες μέχρι να πονέσουν τα μάτια μου, να κουραστούν τα δάχτυλά μου, να μουδιάσει το μυαλό μου, να ανακουφιστεί (μπορεί) η ψυχή μου. Σήμερα που σου γράφω δεν έχω πού αλλού να καταφύγω ούτε σε ανθρώπους θέλω να μιλήσω -τα ‘πα όλα τόσες φορές- ούτε σε μένα την ίδια.

Με κυνηγάνε χίμαιρες και αλήθειες κι εγώ όλο τρέχω να ξεφύγω. Με ιλιγγιώδεις ταχύτητες εκτοξεύομαι για να τις αποφύγω, να απαλλαγώ από το φορτίο τους, την ευθύνη τους. Φεύγω κι όλο φεύγω. Εντέχνως ξεγλιστράω με το πρόσχημα μιας κάποιας χαλάρωσης με προσωρινή διακοπή που τελικά γίνεται μόνιμη αναστολή. Το σπίτι με εγκλωβίζει και παίρνω τους δρόμους, περπατάω ώρες κι όταν το κρύο είναι πολύ, οδηγώ και σχίζω τις ώρες μου στα δύο. Κάποτε ταξίδευα, γυρνούσα τις πόλεις δίπλα μου και τις πόλεις μακριά μου. Έψαχνα φίλους σε άλλους τόπους με το περιτύλιγμα «να γνωρίσω, να μάθω», κουκουλώνοντας το «να φύγω, να ξεφύγω». Τότε και τώρα δεν με χωράει η πραγματικότητά μου, πέφτει και με πλακώνει βαριά στους ώμους μου.

Αλλάζω συχνά ρούχα, αγοράζω παπούτσια, τσάντες, αλλάζω διακόσμηση στο σπίτι, μεταφέρω τις καρέκλες, τους καναπέδες και τα κάδρα μια από εδώ μία από εκεί και ξανά. Αλλάζω χρώμα στα μαλλιά μου. Άλλοτε με φαντάζομαι ως Άριελ, άλλοτε ως Χιονάτη κι άλλοτε ως Σταχτοπούτα. Αλλάζω παρέες, κάποτε μετακομίζω, αλλάζω εραστές, μαθαίνω γλώσσες, για λίγο καπνίζω ή τρώω σοκολάτες και μετά τα βαριέμαι ή διαβάζω και μετά πλήττω κι όλο από κάτι φεύγω. Τα γεύομαι όλα ως αναλώσιμα προϊόντα. Όλα αναλώσιμα γύρω μου τα βλέπω και είναι, πράγματα, φιλίες, σχέσεις. Οι άνθρωποι είμαστε αναλώσιμοι με ημερομηνία λήξης στη ζωή των άλλων και τη δική μας ζωή. Αναλώσιμοι και λίγοι.

Από αυτό το «λίγοι» τρέχω σαν άνεμος που γυρίζει τις ηπείρους και τους ωκεανούς να ξεφύγω, πάνω από θάλασσες και βουνά, σαν νερό που γλιστράει και χύνεται και χάνεται. Από τις αλήθειες που όρισαν οι άλλοι γύρω μου προσπαθώ να δραπετεύσω. Αλήθειες πνιγηρές που με στενεύουν και με ελαχιστοποιούν, με συνθλίβουν. Για όσες φορές η μάνα μου δεν με χάιδεψε, για όσες με έσφιξε υπερβολικά στην αγκαλιά της, για το επικριτικό βλέμμα του πατέρα μου, για εκείνη την καθηγήτρια που μου είπε το γεμάτο ειρωνεία «ίσως να τα καταφέρεις», για όλες εκείνες τις φορές που ντράπηκα γι’ αυτό που ήμουν, που ήμουν διαφορετική αλλά και γι’ αυτό που δεν ήμουν, που ήμουν μοναδική, για όλες εκείνες τις διστακτικές και χλιαρές καλημέρες στους διαδρόμους του σχολείου, του ωδείου, της δουλειάς, για τα ανήσυχα βράδια που έχανα έναν έρωτα, για τα όχι που αιχμηρά με ακόνισαν κι όλα τα ναι που απλόχερα με κάνανε αχόρταγη και άπληστη. Για όλους όσους αρνήθηκα άσπλαχνα και ψύχραιμα, για όσους με πρόδωσαν και με απαρνήθηκαν παντοτινά, για φίλους που μάθανε όλες τις χροιές και τους τόνους της φωνής μου σε ακραία χαρά και ακραίο πόνο, για τους ιδανικούς που δεν μου άξιζαν και τους δειλούς που τους βαρέθηκα, για τις αποτυχίες που με ταπείνωσαν και τους θριάμβους που καμία πληρότητα δεν μου χάρισαν, για τα δωμάτια νοσοκομείων που ξενύχτησα, για τις πληγές που αιμορραγούν και απαιτούν θεραπεία, τους φόβους που ουρλιάζουν στο κεφάλι και τις φοβίες που ακινητοποιούν τις αισθήσεις.

Για όλα αυτά και από όλα αυτά φεύγω, θέλω συνέχεια να ξεφεύγω μήπως και τύχει μένοντας να τα αντικρίσω. Η μεγαλύτερη ενοχή μου, όμως, που ούτε το φευγιό μου δεν μου επιτρέπει να γευτώ είναι ακριβώς αυτή η δειλία μου μήπως και βρεθώ απέναντι στις μνήμες μου, εκείνες τις μνήμες με τις γωνίες κι είμαι άοπλη και μικρή να μη με γρατζουνίσουν. Όλο τις πετάω κάτω από το χαλί σαν σκουπίδια κι όλο αυτές σπρώχνουν να βγουν και να βρουν μια θέση μέσα μου, μια δικαίωση, διεκδικούν μια λύση και δεν ανέχονται την υπαρξιακή αστοχία μου.

Άλλοτε πάλι ασυνείδητα κι ανάλαφρα τρέχω να ξεφύγω από τον εαυτό μου. Είναι τότε που αισθάνομαι μια προδοσία. Είναι τότε, όμως, που δεν έρχεται από κάπου έξω μου, από πουθενά δίπλα μου αλλά από μέσα μου η απάρνηση, η αδικία. Κανένας άντρας, καμία γυναίκα δεν με πληγώνει τόσο βαθιά. Εγώ είμαι αυτή που με καρφώνει δυνατά. Και τότε συνειδητοποιώ πως μαζί με το φως μου υπάρχουν και σκοτάδια, υπόγεια ανεξιχνίαστα, άβατα σκοτάδια που μέσα τους ρέουν ποτάμια μου και κάποτε γίνονται χείμαρροι ορμητικοί και διαβρωτικοί. Ναι, είμαι και αυτό το σκότος, είμαι και αυτός ο μη αξιαγάπητος εαυτός. Ένα θηρίο μέσα μου κατοικεί και σε ώρες μυστήριες αποκαλύπτεται ύπουλα και με τρομάζει, με τρομοκρατεί. Αυτός ο εαυτός που τον αρνούμαι και δεν λέω να κοιμηθώ ποτέ μαζί του στο ίδιο κρεβάτι ορθώνεται τέρας μπροστά μου, το χειρότερο κι αγριότερο από όλα τα άλλα, όσα γνώρισα και όσα δε θέλησα ποτέ να φανταστώ. Κι αυτός ο εαυτός που σαν ένα άσχημο παιδί το οποίο ζητάει να αγαπηθεί, κραυγάζει και ζητάει λύτρωση. Αυτός είμαι εγώ. Είμαι και αυτός ο σκληρός, ο άδικος και δύσκολος εαυτός, αυτός που κρίνει αυστηρά, που αγαπάει εγωκεντρικά, εκείνος που ζητά μόνιμα απαντήσεις για σένα και αναζητά τη σημασία στα ασήμαντα, εκείνος που απαιτεί την τελειότητα και ποτέ δεν την βρίσκει.

Μα σήμερα, να τώρα που μόλις σου γράφω και σου μιλάω για τελειότητα, τρομάζω με το πώς ορίζει η ζωή εμένα κι όχι εγώ τη ζωή μου. Σκέφτομαι πως ίσως ποτέ να μην είναι ιδανικά για να ζήσω και να πω πως στα σίγουρα υπάρχεις. Και γι’ αυτό όλο τρέχω, για να μη με δαγκώσουν οι αλήθειες μα κυρίως οι χίμαιρες που επειδή τις κυνηγάω από μικρή, άρχισαν αυτές να με καταδιώκουν μήπως και αμυνθούν τα καημένα τα όνειρα από τον εκβιασμό μου.

Μα άραγε Θεέ μου, υπάρχει ποτέ ιδανική ζωή για να τη ζήσω; Υποπτεύομαι πως όχι, μα κι αν ναι, για πόσο να περιμένω τις τέλειες συνθήκες για να γελάσω; Ίσως να μην έρθουνε ποτέ. Αγέλαστη θα περάσει η ζωή μου, Θεέ μου;

Ίσως να μην βρω ποτέ τον ιδανικό πατέρα. Γεμάτη τραύματα θα μείνω;

Ίσως να μη βρω ποτέ τον τέλειο σύζυγο. Καμία αγάπη να μην αγγίξω;

Τα τέλεια παιδιά μάλλον δεν υπάρχουν, άλλωστε ούτε κι εγώ υπήρξα. Ποτέ δε θα τα αγαπήσω; Που θα χαρίσω τη στοργή μου;

Α! Και φίλοι, που θα γεννηθούν τέλειοι κι αλάνθαστοι φίλοι; Σε ποια γη να τους αναζητήσω; Κι αν δεν τους βρω; Στα χέρια μου θα αφήσω την κατανόηση για τα πάθη τους να κοιμάται; Και το χαμόγελό μου; Πώς να το απολιθώνω στα χείλη μέχρι να βρω τους ιδανικούς;

Μα δεν τους θέλω τους ανθρώπους μου τέλειους. Θα έπρεπε να είμαι κι εγώ μια τέτοια αψεγάδιαστη, αλλά η φύση μου δεν μου το επιτρέπει, είμαι φθαρτή και οι προδιαγραφές μου ορίζουν λάθη, σφάλματα, πτώσεις. Σε ευχαριστώ που έτσι με έπλασες, ατελή. Έτσι, μάλλον έχω λόγο να υπάρχω, να αναζητώ την τελειότητα, να ελπίζω πως θα την πλησιάσω.

Κι εκείνο το τέλειο απόγευμα φοβάμαι πως ποτέ δε θα ‘ρθει να με βρει αν δεν το καλέσω. Λέω σήμερα να το απολαύσω το ηλιοβασίλεμα κι ας μην είμαι στη θάλασσα. Δε θα τρέξω μακριά σήμερα μήπως και το δω. Θα το χαρώ αλλιώς, θα ανέβω στην ταράτσα και θα ατενίσω. Μα σήμερα δεν έχει ήλιο για να τον δω να δύει. Πού θα σε βρω, λοιπόν; Θα σε βρω στη βροχή και στις σταγόνες της που πέφτουνε στα χέρια μου. Πάω τώρα να σε βρω και να σε ονοματίσω χαρά ή ευτυχία.

Σου έγραψα πολλά, κάπου εδώ θα κλείσω. Πάω να σε αναζητήσω όχι μακριά μου πια. Μακάρι να διαβάζεις όσα απόψε σου γράφω. Λέγομαι Άννα, να με θυμάσαι…