Άρθρο: Χριστίνα Βαϊζίδου,
Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Θεοδώρα Βαγιώτη,
Φιλόλογος


Το 1997 νομοθετήθηκαν οι διατάξεις περί ποινικοποίησης της παρενόχλησης, γνωστές και ως anti-stalking νομοθεσία, στην Αγγλία και την Ουαλία. Αναμενόταν μία ετήσια καταγραφή περίπου 200 περιπτώσεων ετησίως. Με βάση όμως τον φορέα Suzy Lamplugh Trust, ο οποίος δραστηριοποιείται στην ευαισθητοποίηση, ενημέρωση και καταγραφή των περιστατικών, διαθέτοντας και γραμμή βοηθείας για τα θύματα, 1180 άτομα κατηγορήθηκαν μόλις μέσα στο πρώτο εξάμηνο, εκ των οποίων οι 1013 καταδικάστηκαν.

Ο όρος stalker χρησιμοποιήθηκε -με βάση το αγγλικό λεξικό Oxford- από τον 16ο αιώνα, για να αναφερθούμε σε κάποιον ύποπτο τύπο ή σε λαθροκυνηγό.  Από τον 20ο αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται για να περιγράψει μία συγκεκριμένη μορφή παρενόχλησης. Στα ελληνικά ο όρος stalker μεταφράστηκε ως «κυνηγός με ενέδρα». Το φαινόμενο stalking αναφέρεται στην επαναλαμβανόμενη στοχοποίηση ενός συγκεκριμένου θύματος μέσω παρενόχλησης ή παρακολούθησης, η οποία γίνεται παρά τη θέληση του θύματος και διεισδύοντας κατά αυτόν τον τρόπο βίαια στη ζωή αυτού, προκαλώντας του ανησυχία και φόβο. Εμπλέκονται σε ένα αέναο κυνήγι αναζήτησης της αποδοχής, της ανεκπλήρωτης επιθυμίας και εν τέλει της επαναλαμβανόμενης απόρριψης. Πρόκειται για ένα είδος στρεβλής, μονομερούς και δυσλειτουργικής αγάπης, την οποία ο stalker συνήθως αντιλαμβάνεται ως ερωτική. Το stalking συμπεριλαμβάνει το στοιχείο της εμμονής και της υπερβολής.

Υπό τη σκέπη του όρου stalking περιγράφεται μία ευρεία ομάδα συμπεριφορών, οι οποίες κατατάσσονται χοντρικά σε τρεις ομάδες, τρία στάδια: Το πρώτο αναφέρεται στην πρόκληση «συμπτώσεων» και στη διατήρηση έστω οπτικής επαφής με το χώρο εργασίας και κατοικίας του θύματος. Στο δεύτερο στάδιο ο stalker επικοινωνεί με το θύμα μέσω τηλεφώνου, γραμμάτων ή και ηλεκτρονικά, με τη χρήση του internet (cyberstalking). Στην τρίτη ομάδα συμπεριλαμβάνονται βίαιες συμπεριφορές, όπως π.χ. απειλές, καταστροφή περιουσιακών στοιχείων και ακόμη και πρόκληση σωματικής ή σεξουαλικής βλάβης.

Το stalking είναι ένα επαναλαμβανόμενο έγκλημα, το οποίο μπορεί να διαρκέσει χρόνια, με μέσο όρο διάρκειας τους 15 μήνες (Spitzberg & Cupach, 2007).  Οι stalkers γνωρίζουν συνήθως από πριν τα θύματά τους. Σε ποσοστό 45% πρόκειται για πρώην συντρόφους (National Stalking Helpline, 2015). Στις υπόλοιπες περιπτώσεις πρόκειται για γνωστούς του θύματος, για συναδέλφους από τη δουλειά, για μέλη της οικογένειάς του και σε σπάνιες περιπτώσεις για αγνώστους.

Ως προς τα κίνητρα αυτής της συμπεριφοράς έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες με επικρατέστερες την ανάκτηση εξουσίας σε σύντροφο που τον ή την απέρριψε και την αναζήτηση μίας σχέσης «αγάπης» με βάση προφανώς κάποιο διαστρεβλωμένο πρότυπο. Πρόκειται πάντως για μια μονομερή επιθυμία. Το 1993 ο Αυστραλός καθηγητής Ψυχιατρικής Paul Mullen ανέλυσε τη συμπεριφορά 145 διαγνωσμένων stalkers και διέκρινε 5 υπότυπους αυτών με βάση τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους (Mullen και συν., 2000):

  • Ο stalker, ο οποίος έχει βιώσει την απόρριψη (αναφερόμενος στη βιβλιογραφία ως rejected stalking type). Πρόκειται για άτομο, τα οποίο έχει βιώσει το τέλος μίας στενής σχέσης (ερωτικής, οικογενειακής, φιλικής ή εργασιακής φύσεως), παρά τη θέλησή του. Στην προσπάθειά του να συμφιλιωθεί με την αποτυχία, το άτομο συχνά αναζητά εκδίκηση.
  • Ο stalker, ο οποίος αναζητά οικειότητα (αναφερόμενος στη βιβλιογραφία ως intimacy seeker stalking type). Πρόκειται για άτομο κοινωνικά απομονωμένο ή συχνά με κάποια υποβόσκουσα ψύχωση, τα οποίο συμπεριφέρεται σαν να έχει σχέση με το θύμα του (το οποίο συχνά του είναι εντελώς άγνωστο), αναζητώντας την αληθινή αγάπη.
  • Ο stalker, ο οποίος νιώθει ανίκανος, ανεπαρκής (αναφερόμενος στη βιβλιογραφία ως incompetent stalking type). Πρόκειται επίσης για άτομο που αναζητά μία στενή σχέση- επαφή, αγάπη και οικειότητα, χωρίς την πεποίθηση ότι διατηρεί σχέση με το θύμα του. Εμφανίζει συνήθως ανεπαρκείς κοινωνικές δεξιότητες και χρησιμοποιεί εξαιτίας αυτού μεθόδους, οι οποίες είναι αντιπαραγωγικές και ενδέχεται να τρομάξουν το άτομο-στόχο.
  • Ο μνησίκακος stalker (αναφερόμενος στη βιβλιογραφία ως resentful stalking type) αισθάνεται ότι έχει βιώσει κάποια αδικία ή κάποιου είδους εξευτελισμό και επιθυμεί εκδίκηση και όχι σχέση με το θύμα. Βιώνει τον εαυτό του ως θύμα. Πολλές φορές, οι stalker αυτού του είδους περιγράφουν ιδιαίτερα ελεγκτικές πατρικές φιγούρες. Εστιάζουν σε αρνητικά βιώματα από το παρελθόν τους και προσπαθούν μέσω των πράξεών τους να ανακουφίσουν τον πόνο τους. Συχνά υποβόσκει μία παρανοϊκή διαταραχή.
  • Ο θηρευτής stalker (αναφερόμενος στη βιβλιογραφία ως predator stalking type) δεν επιθυμεί να σχετιστεί με το θύμα αλλά αναζητά την αίσθηση δύναμης και ελέγχου. Βιώνει απόλαυση αναζητώντας πληροφορίες σχετικές με το θύμα και μέσω της φαντασίωσης να επιτίθεται σωματικά και συνηθέστερα σεξουαλικά στο θύμα.

Ως προς το χαρακτηριολογικό προφίλ των stalkers μπορούμε να πούμε ότι οι περισσότεροι είναι μοναχικοί και κοινωνικά ανεπαρκείς. Πρόκειται για άτομα με ακάλυπτες εσωτερικές ανάγκες, οι οποίοι έχουν εσωτερικεύσει στρεβλούς ορισμούς της αγάπης και του σχετίζεσθαι. Διαμορφώνουν έτσι μία στάση ζωής, η οποία δεν αποδέχεται την απόρριψη και είναι συχνά αυτοκαταστροφικοί ή ετεροκαταστροφικοί. Τείνουν πάντα να εκλογικεύουν και να δικαιολογούν τις συμπεριφορές τους, ελαχιστοποιώντας κατά το μέγιστο δυνατό τις επιπτώσεις αυτών.  Παρουσιάζουν συχνά ένα ψυχολογικό υπόβαθρο με αισθήματα οργής, εχθρότητας, άρνησης και ζηλοφθονίας, στα πλαίσια του οποίου οι stalkers προβάλουν αρνητικές εμπειρίες στο θύμα τους και το κατηγορούν για αυτές.

Συχνά πάσχουν από κάποια διαταραχή προσωπικότητας με ναρκισσιστικά στοιχεία. Η απόρριψη βιώνεται έτσι ως ναρκισσιστικό πλήγμα, το οποίο δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν. Η απόρριψη εξάλλoυ δεν είναι παρά η οριοθέτηση του προσωπικού χώρου και ο αποκλεισμός του ατόμου από αυτόν. Οι stalkers έχουν την τάση να μη σέβονται και να καταπατούν τα όρια, αρνούμενοι έτσι να ενσωματώσουν τη νέα τάξη πραγμάτων στη ζωή τους. Τα άτομα αυτά συνήθως έχουν μία ανασφαλή δομή προσωπικότητας και μία ροπή προς τις εξαρτητικές σχέσεις. Παρατηρούνται επίσης και ψυχαναγκαστικά στοιχεία του χαρακτήρα. Θα μπορούσαμε έτσι να πούμε ότι ενδεχομένως ο stalker αισθάνεται ένα είδος ασφάλειας κατά τη διάρκεια του stalking, καθότι η επαναλαμβανόμενη αυτή συμπεριφορά του παρέχει μία συγκεκριμένη δομή και ένα «πρόγραμμα», την προσκόλληση σε μία συνήθεια την οποία δεν είναι διατεθειμένος να αποχωριστεί. Η παρενόχληση αντικαθιστά κατά αυτόν τον τρόπο το νόημα της ζωής του ατόμου και η απόλαυση που προσφέρει αγγίζει τα όρια του εθισμού.

Σπανιότερα πρόκειται για παθήσεις του φάσματος των ψυχώσεων (σχιζοφρένεια, σχιζοσυναισθηματική ή παρανοϊκή διαταραχή), με κάποιου τύπου παραλήρημα, για άτομα με καταθλιπτικές διαταραχές ή διαταραχή εξαρτήσεων. Οι παθήσεις αυτές μαζί με τις διαταραχές προσωπικότητας συνθέτουν το 50% της ομάδας των stalkers (McEwan και συν., 2009; Mohandie και συν., 2006; Rosenfeld, 2004). Στην ομάδα των stalkers που νιώθουν ανεπαρκείς (incompetent stalking type) παρουσιάζονται ορισμένες φορές περιπτώσεις ατόμων με παθήσεις από το φάσμα του αυτισμού, ενώ στην ομάδα των stalkers θηρευτών (predatory stalkers) εμφανίζονται ορισμένες περιπτώσεις σεξουαλικών διαταραχών (π.χ. παραφιλίας).

Συμπερασματικά το stalking πρέπει να γίνει αντιληπτό μέσω ενός πολυπαραγοντικού μοντέλου, το οποίο θα ερευνήσει την προσωπικότητα του θύτη, τα κίνητρά του αλλά και τη σχέση του με το θύμα. Η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί την καλή συνεργασία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας και του δικαστικού συστήματος. Το άτομο πρέπει μέσω της ψυχοθεραπείας να βοηθηθεί ώστε να περάσει από το στάδιο της οργισμένης ενασχόλησης με/προσκόλλησης στο παρελθόν στο στάδιο του πένθους και της θλίψης λόγω της αποδοχής της απώλειας. Σημαντικό ρόλο παίζει η κατανόηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες ξεκίνησε το stalking και ο τρόπος με τον οποίο γίνονται αυτές αντιληπτές/αισθητές από τον ίδιο τον stalker. Στα πλαίσια μίας ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας καλούνται να βελτιώσουν τις διαπροσωπικές και γενικά κοινωνικές τους δεξιότητες. Υποβοηθητική είναι η ψυχοεκπαίδευση ως προς τις ψυχολογικές επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους στα θύματά τους.

Σε περίπτωση ύπαρξης υποβόσκουσας ψυχικής πάθησης, αυτή πρέπει πρωτίστως να αντιμετωπιστεί φαρμακευτικά. Ακόμη και στην περίπτωση μίας «απλής» διαταραχής προσωπικότητας, η χρήση νευροληπτικών και αντικαταθλιπτικών της ομάδας των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης έχει οδηγήσει μαζί με την ψυχοθεραπεία σε βελτίωση των ψυχαναγκαστικών, εμμονικών σκέψεων του stalker.


Βιβλιογραφικές αναφορές

McEwan, T.E. & Strand, S. (2013). “The role of psychopathology in stalking by adult strangers and acquaintances”. Australian and New Zealand. Journal of Psychiatry, 47, 546-555.

Mullen PE, Pathé M, Purcell R, & Stuart GW. (1999). “Study of stalkers”. American Journal of Psychiatry. 156:1244–1249.

Rajesh Nadkarni & Don Grubin. (2000). “Stalking: why do people do it?” Department of Forensic Psychiatry, St Nicholas Hospital, Newcastle upon Tyne. BMJ. 2000 Jun 3; 320 (7248): 1486–1487.

Westrup, D. & Fremouw, W.J. (1998). Stalking behaviour: a literature review and suggested functional analytic assessment technology. Aggression and Human Behaviour, 3:255–27.