Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τα κομμάτια μου είναι γεμάτα αμυχές και δεν κολλάνε. Είναι σκορπισμένα και δεν μαζεύονται. Πάνω τους έχει δημιουργηθεί μία κρούστα από σκόνη κι από άμυνες, από ουσίες παράγωγα αδένων που έστειλε τελευταία στιγμή ο εγκέφαλός μου αλλά έφτασαν αργά. Δεν πρόφτασε ο βιολογικός μου μηχανισμός της αυτοσυντήρησης και της λογικής να απαντήσει πάραυτα. Τα συγκαλά μου, ως ερυθροσταυρίτες στέκονται απογοητευμένοι και κοιτούν την έκταση που πήρε η τελική μάχη. Σαλπίζουν τη λήξη της. Τραύματα τρίτου και πλέον βαθμού. Οι μώλωπες και οι εκδορές από τις μικροκαθημερινές εντάσεις, από την απουσία σου τα σαββατοκύριακα και τις εορτές, χαμένες ευκαιρίες συνεύρεσης, και λογής-λογής από τριβές βεβιασμένης και διπλωματικής υποτακτικότητας και υποχώρησης για την ειρηνική συνύπαρξη, για την αποφυγή του τέλους, δεν είναι καταγράψιμες στα πρακτικά τους. Για αυτούς μετράει το αποτέλεσμα. Η μεγάλη καρκινίδα στέκεται παραπέρα και κοιτάζει. Σε λίγο πλαγιαστά θα σηκωθεί και θα φύγει μουδιασμένη. Θα θελα να κουβαλούσε κι ένα βάρος ενοχής. Δεν ξέρω, όμως, αν η κατατομή της είναι γενετικά κατασκευασμένη για να σηκώνει τέτοιες σκέψεις.

Κάποιος είπε πως ο έρωτας είναι ένα μεγάλο καβούρι. Ένα καρκινιδικό ζωύφιο επί της γης, επί της χωμάτινης ύλης, που έχει δαγκάνες. Και δαγκάνει. Και σχίζει. Και τεμαχίζει. Πάει στα τυφλά και βαδίζει ανάποδα, σε συναντά στο πλάι από όσα σε βρίσκουν ίσια και ευθεία στη ζωή σου. Σου εμφανίζεται στον ορίζοντα εκεί που δεν το περιμένεις. Και κόβει. Με λατρεία, αδηφάγα, με πείνα: να η λαχτάρα του έρωτα. Να τη κι η αγάπη του. Και το τεμάχισμα σου προκαλεί πόνο, σου τραβάει και αφαιρεί τα νεύρα και τους ιστούς: και να ο πόνος του έρωτα. Μέχρι να φαγωθείς, να σβήσεις βιολογικά και το καβούρι, με τη σειρά του, να πιει τα ίδια του τα ζουμιά, αφού θα σε έχει εξοντώσει. Ο καθένας αργά ή γρήγορα, μέρος μιας πανίδας, ανακαλύπτει το θύτη του κι ο θύτης το ένα και μοναδικό θήραμά του. Μετά αλλάζουν θέση. Όταν ο ένας θα έχει παύσει να υφίσταται. Ο έρωτας, η καρκινίδα του, είναι αποκλειστικός και μοναδικός για τον καθένα. Ένας εσύ κι ένα το καβούρι σου, αυτό που σου αξίζει και που σου πρέπει.  Και ίσως να μην υπάρχει ανάσταση νεκρών ερώτων και  ξεβγασμένων στην παραλία καβουριών. Τετέλεσται και μη επανέρχεσθαι, η επιγραφή στο νεκροταφείο τους. Από πίσω της, μέσα στη μάντρα κείτονται άδεια κουφάρια.

Εγώ θα έλεγα, λοιπόν, ο προδομένος, πριν φαγωθεί, ο καταραμένος, πριν του μπηχτούν δαγκάνες και γλυκό δηλητήριο πλανέψουν τα νεύρα, τις απολήξεις τους στην επιδερμίδα, τα αισθητήρια όργανα, πριν αφεθεί χωρίς άμυνες, πρέπει να προδοθεί ο ίδιος. Να αυτομολήσει. Να δώσει τέλος, ως αυτόχειρας μιας δολοφονίας εν συνειδήσει, με σώας τας φρένας, εκ προμελέτης, όπως ο σκορπιός που μπήγει το κεντρί στον ίδιο του τον εαυτό. Το ξέρω πως είναι άδικο, ίσως να είναι και φρικτό, κι άλλο τόσο άδοξο το τέλος αυτού που είχες τόσο καιρό θρέψει μέσα σου, αλλά πως θα μπορούσε ο Ιησούς, ο Λάζαρος να αναστηθεί αν ήταν ταριχευμένος κομμάτια; Κομμάτια δεν ανασταίνεσαι, κομμάτια δεν μαζεύεσαι, δεν αναγεννιέσαι. Το γυαλί σαν σπάει πετιέται.