Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Νιώθω μια ανία, μια ατέλειωτη κόπωση. Ένα άγχος ριζωμένο μέσα μου για το αύριο που πάντα άγνωστο κι απροσδιόριστο μου μένει και με κάνει να παραιτούμαι. Όχι πάντα. Αλλά σήμερα αυτό το μέλλον με φοβίζει. Με τρομάζει τόσο, που προτιμώ να κουκουλωθώ με την κουβέρτα μου μέχρι πάνω, να κρυφτώ να μην το δω, άχαρο κι άχρωμο όπως το φοβάμαι. Μα ακόμα κι αυτές τις μέρες που ο φόβος μου με παραλύει και ηδονικά βυθίζομαι στην οκνηρία μου, πιάνω τον εαυτό μου να ονειρεύεται, να πλάθει τον κόσμο και να τον αναπλάθει συνέχεια όπως τον ποθώ κι όπως στα μάτια μου φαντάζει όμορφος και μετά με τοποθετώ μέσα σε αυτόν όπως νομίζω ότι μου αξίζει.

Πρόχειρα ζω και με αδημονία περιμένω τη ζωή για να τη ζήσω. Λες κι αυτό το σήμερα είναι μια πρόβα για την πραγματική, την αληθινή ζωή που κάποτε στα σίγουρα θα έρθει. Αυτή την πίστη μου την υποπτεύομαι επικίνδυνη, σαν μια παγίδα να βιώνω το τώρα σαν μια προετοιμασία για το αύριο, να μην δίνομαι ολοκληρωτικά σε τίποτα και σε κανέναν γιατί αναβάλω να υπάρξω σαν μια ανεύθυνη και δειλή. Αλλά για δες, είναι όμορφα τόσο στα όνειρά μου!  Ναι, ναι, στα όνειρά μου βάζω και βγάζω ανθρώπους με απίστευτη ευκολία, χειρίζομαι τα πάντα εγώ, ελέγχω το τώρα και το αύριο με τόση άνεση, σχεδόν μαεστρία. Νιώθω παντοδύναμη, ένας μικρός Θεός που σκέφτεται μια θάλασσα και απλώνεται μπροστά απέραντη μια θάλασσα, που φαντάζεται ανθρώπους και γεννιούνται μπροστά του πρόσωπα με σάρκα και ψυχή.

Τι αλαζονεία! Ένας μικρός Θεός… Μα τα καταφέρνω. Όλα κυλούν ρολόι, ήσυχα κι αρμονικά, όλοι παίζουν το ρόλο που τους αναθέτω και το αύριο βρίσκεται εγκλωβισμένο στα θέλω μου, τα επιτακτικά, απαιτητικά κι ατέλειωτα θέλω μου. Μα σε όλα τα όνειρά μου γρήγορα χάνω το ενδιαφέρον μου. Δεν τους θέλω τους πρωταγωνιστές μου πειθήνια όργανά μου, μαριονέτες βουβές και άβουλες, τους θέλω πρόσωπα με φωνή έτοιμα να με λατρέψουν ή να με μισήσουν. Δεν έχει νόημα να ρυθμίζω εγώ τα χέρια τους να ‘ναι απαλά για χάδι, γροθιές για πάλη ή, το χειρότερο, άδεια και χλιαρά για μοναξιά. Χωρίς τη δική τους ελευθερία, αδιάφορη καταλήγει η αποδοχή και η αγάπη που εγώ τους γεμίζω σαν υλικό, σαν να τους επανατροφοδοτώ με μπαταρίες.

Είναι τότε που πέφτω στο χάσμα ανάμεσα στον ιδεατό, φανταστικό και ιδανικό μου κόσμο και στον πραγματικό. Το κενό ανάμεσά τους με ρουφάει με δύναμη σε ένα σκοτάδι, κατρακυλάω από το θρόνο μου και βιώνω μια συνεχή ματαίωση. Μα είναι ποτέ δυνατόν τα όνειρά μου να γεννάνε μια μελαγχολία;  Η σύγκριση με το βίο της καθημερινότητας προκαλεί μια μίζερη διάθεση και για τα πράγματα και για τα όνειρα. Όσο δεν παύω να δίνομαι σε αυτά κι όσο ελπίζω στον κόσμο που πλάθω με το νου, την ψυχή και την εγωπάθειά μου, τόσο απογοητεύομαι. Μπαίνω σε κύκλο ατέρμονο. Αλλά να είσαι σίγουρος πως πιο πολύ τρομάζω όταν, πριν κοιμηθώ με κλειστά τα μάτια, δεν ταξιδεύω και δεν κολυμπάω στα όνειρά μου…

Κάποτε αρχίζω και ξεσπάω. Ένας θυμός με μεθάει. Βρίσκω εξιλαστήρια θύματα παντού. Όλοι μου φταίνε. Όλοι είναι υπεύθυνοι, το κράτος, η πολιτεία, το σύστημα, οι γονείς μου, οι φίλοι μου, οι άλλοι άντρες. Α, μάλιστα τα βάζω ακόμα και με το Θεό. Είναι τότε που προσεύχομαι και του λέω «Προστάτευσέ με! Προστάτευσέ με από μένα». Οι θυμοί μου είναι συσσωρευμένες λύπες και ματαιώσεις αλλά βαθιά μέσα μου γνωρίζω πως υπεύθυνη για τη ζωή μου είμαι εγώ. Δεν το ομολογώ. Αλίμονο! Μα ξέρω πως για μένα νιώθω θυμό, για κανέναν άλλον, για κανέναν που με αδικεί, μα για μένα που ζω σε πρόβα τη ζωή συνέχεια και ως μια άπληστη κι αχόρταγη μένω μονίμως ανικανοποίητη. Ο θυμός μου γυρνάει σε μένα. Ξεκινάει από τις ενοχές μου, από τις λύπες μου, χτυπάει στους γύρω μου κι έπειτα επιστρέφει σε μένα. Γιατί, τελικά, απ’ τα νεύρα μου πάλι εγώ υποφέρω, όχι οι άλλοι, οι εκάστοτε άλλοι. Η δική μου ψυχή δηλητηριάζεται με την ουσία του θυμού μου να ρέει μέσα μου.  Κι ακόμα κι αν εκτοξεύεται στους γύρω μου, εμένα στα σίγουρα θέλει να σημαδέψει εξ αρχής, με μένα τα έχει, εμένα θέλει να ταρακουνήσει.

Σε τι φαύλο κύκλο με εισάγουν τα όνειρά μου! Κι εγώ δεν τα εγκαταλείπω ποτέ. Τη ζωή που ξεκινάει δίπλα σου πιο εύκολα προδίδω, γιατί σε αυτήν εσένα δε σε ελέγχω και πολλές φορές μάλιστα ούτε καν εμένα την ίδια. Στους ονειρικούς κόσμους μου, όμως, διεκδικώ τα πάντα, τίποτα λιγότερο από το απόλυτο δεν χωράω σε αυτούς, ή όλα ή τίποτα.

Έχω εξομολογητική διάθεση σήμερα, όπως καταλαβαίνεις. Συγγνώμη που σου γράφω τόσο αλλόκοτα. Αυθόρμητα μου έρχονται στο μυαλό όλα τούτα κι είπα να σου γράψω, μιας κι έχω καιρό να σου μιλήσω για τα  όνειρά μου. Δες τι θυμήθηκα! Αγαπημένη μου ποιήτρια κάπου γράφει. «Καιρό έχω να σου μιλήσω για όνειρα. Καιρό δεν έχω. Όνειρα δεν έχω». Ίσως να με επηρεάζει κι αυτή, βλέπεις, γιατί τόσο τη θαυμάζω για το νου της. Να σου πω τι με προβληματίζει και τι με αγχώνει; Ταυτίζομαι και γοητεύομαι απ’ τα γραφόμενά της, μα η ίδια δήλωσε πως αν κατείχε την ευτυχία στο βίο της δε θα έγραφε όσα έχει γράψει, δε θα είχε, δηλαδή,  την ανάγκη να γεννήσει στο χαρτί της ένα κόσμο όπως αυτή τον ήθελε. Λες πως ίσως να ήταν καλύτερα χωρίς όνειρα, χωρίς ποίηση; Και δες! Πάλι όχι θα σου πω, πάλι πιστή σε αυτά θα μείνω.

Καμωμένη από υλικό ονείρων είμαι. Μα ναι, από υλικό ονείρων! Αν για κάτι είμαι βέβαιη για την ύπαρξή μου, είναι αυτό, πως δεν αντέχω να μην ζω διεκδικώντας το ανέφικτο, το απόλυτο, αυτό που στα μάτια κάποιων μοιάζει ουτοπικό, άπιαστο και τρομακτικά δεδομένα μακρινό. Μα πώς άραγε θα μπορέσω ποτέ χωρίς τα όνειρα, τις κινητήριες δυνάμεις μου να κατακτήσω το βίο; Ποτέ δε θα μάθω τα όριά μου, τα όρια του εφικτού μου αν δεν διεκδικήσω το ανέφικτο.

Ανοίγομαι πολύ και κάποτε καταλαβαίνω, το νιώθω πως κινδυνεύω. Είναι ολοφάνερο πως μπορεί και να εκτεθώ στις ατελείωτες ματαιώσεις. Ακόμα κι όταν δεν είμαι τόσο τολμηρή και ζω πιο συμβατικά, όταν αποδέχομαι και προσαρμόζομαι στο βίο μου, ακόμα κι όταν στιγμές ευτυχίας λέω πως βιώνω, κάτι πάλι μου λείπει, κάτι προσδοκώ να πιάσω κι όλο αυτό απλησιάστο φαντάζει. Είναι που η αστοχία μου είναι υπαρξιακή, οντολογική, καταλήγω. Ο Λακάν κάπου λέει πως η επιθυμία μου δεν έχει αντικείμενο, αλλά μέσα μου υπάρχει μια βαθιά έλλειψη του Άλλου ή και του άλλου. Μάταια σου γράφω τόση ώρα. Αυτό από την αρχή έπρεπε να σου πω. Αυτό συνοψίζει ακριβώς γιατί διεκδικώ τα όνειρα κι εκείνα εμένα. Α, για δες και ο Jung τα ίδια υποστηρίζει με μεγάλη διορατικότητα μάλιστα, πως η ζωή που δεν ζούμε είναι μια αρρώστια που μπορεί να προκαλέσει θάνατο. Έρεαν όλα μέσα μου ασαφή, μέχρι που ανακάλυψα αυτές τις δύο αλήθειες και κατάφερα να προσδιορίσω τι θέλω να σου πω.

Μα εύχομαι, να ήμουν πιο απλή. Πιο απλή στη σκέψη, στο βίο, στα όνειρα. Να πλησίαζα την ευτυχία πιο αγνά, ανεμπόδιστα απ’ τον κραταιό εγωισμό μου που διψάει για το ολόκληρο, που δεν συμβιβάζεται χωρίς το απόλυτο. Όταν ρώτησαν σε μια εκπομπή διάφορους περαστικούς τι σημαίνει ευτυχία για τον καθένα, όλοι απάντησαν σύμφωνα με την κοσμοθεωρία τους, άλλοι πιο φιλοσοφικά λέγοντας πως ευτυχία είναι να μπορείς να αγαπάς και να μπορείς να σε αγαπούν και άλλοι πιο ρηχά λέγοντας με άγνοια ίσως το κλασικό «να περνάς καλά». Ανάμεσα στους πολλούς απάντησε κι ένα αγόρι. Το παιδί αυτό κοιτώντας τον δημοσιογράφο και χαμογελώντας ένα χαμόγελο πλατύ, άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και με σιγουριά απάντησε: «Ό,τι εγώ έχω!» Το ζήλεψα αυτό το αγόρι…