Άρθρο: Δήμητρα Παράσχου
Ψυχολόγος – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Γεωργιάνα Ψυχάλη
Φιλόλογος


Ως ενήλικες αναρωτιόμαστε ποιοι πραγματικά είμαστε, ποια κομμάτια μας είναι αυθεντικά και πού βρίσκονται τα όρια μας κάθε φορά. Στεκόμαστε με δέος μπροστά στη δύναμη των σκέψεων μας, πολλές φορές νιώθοντας πως δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη ροή και την κατεύθυνση που αυτές παίρνουν μες στο μυαλό μας. Εν τέλει, ίσως σε κάποιες στιγμές να βιώνουμε μία ασυμφωνία ανάμεσα σε αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε και σε αυτό που πραγματικά λέμε, θολώνοντας έτσι την αντίληψη μας για τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά μας.

Μία εξήγηση για αυτή την εσωτερική ασυμφωνία έρχεται από τον ψυχαναλυτή και παιδοψυχίατρο Donald Winnicott, ο οποίος εξέφρασε την άποψη πως έχουμε Αληθή και Ψευδή Εαυτό. Σε μία σειρά μελετών που εξέδωσε τη δεκαετία του 1960, και τις οποίες βάσισε σε παρατηρήσεις ενηλίκων και παιδιών θεραπευομένων του, ο Winnicott (1965) ανέφερε πως για να αναπτύξουμε υγιή ψυχολογικό εαυτό χρειάζεται να περάσουμε από μία περίοδο όπου οι απόψεις μας δεν θα συμβαδίζουν απαραίτητα με αυτές των βασικών μας φροντιστών (γονείς, συγγενείς). Για τον ίδιο, όσο είμαστε στην παιδική ηλικία μπορεί να αναγκαζόμαστε να φερόμαστε με έναν αποδεκτό τρόπο για τους φροντιστές μας, «πνίγοντας» τις δικές μας παρορμήσεις και συμπεριφορές. Εισπράξαμε σε γενικές γραμμές το μήνυμα πως για να είμαστε αποδεκτοί και άξιοι να βιώσουμε αγάπη, έπρεπε να συμβιβαστούμε, να μην εκφράσουμε όλες μας τις πλευρές παρά μόνο αυτές που θεωρούνταν αποδεκτές. Έτσι, χρόνια αργότερα ως ενήλικες, χωρίς να έχουμε συνειδητή αναγνώριση όλης αυτής της διαδικασίας, νιώθουμε ότι δεν είμαστε απολύτως πλήρεις και παρόντες σε ό,τι κάνουμε και βιώνουμε.

Ο Αληθής Εαυτός ενός νηπίου, σύμφωνα με τον Winnicott (1965), είναι από τη φύση του χωρίς αρχές και ηθικά «πρέπει». Δεν κατανοεί πώς διαμορφώνονται τα συναισθήματα των άλλων, ούτε και οι αντιδράσεις τους. Αντίθετα, κάνει ιδιαιτέρως εμφανή κάθε του δυσαρέσκεια και ανάγκη ασχέτως ώρας και τοποθεσίας – ένα μωρό μπορεί να κλάψει ανά πάσα στιγμή που θα χρειαστεί να περάσει το μήνυμα του τί χρειάζεται. Ένα άτομο για να αισθάνεται αληθινός και αυθεντικός ως ενήλικας, πρώτα θα πρέπει να έχει τη συναισθηματική ευκαιρία να υπάρξει αληθινός ως βρέφος. Οι ανάγκες του να μην έχουν καταπιεστεί, ούτε να έχει τιμωρηθεί επειδή έκλαψε, διαμαρτυρήθηκε ή παρέβη (χωρίς να το γνωρίζει) τις αποδεκτές νόρμες των μεγάλων. Μα πάνω από όλα, σύμφωνα με τον ίδιο τον Winnicott (1965), είναι σημαντικό ο Αληθής Εαυτός του βρέφους όταν εκφράζεται να παρατηρεί τη στάση του γονιού. Για παράδειγμα, το βρέφος μπορεί να κλαίει παρά πολύ και για πολλή ώρα συχνά με το παραμικρό. Όταν το βρέφος παρατηρήσει πως μεν οι γονείς τού επιτρέπουν να κλάψει αλλά δεν ικανοποιούν συνεχώς κάθε του απαίτηση, συνειδητοποιεί πως δεν έχει την “παντοδυναμία”· του επιτρέπεται να εκφράζει αυτό που θέλει χωρίς όμως αυτό να είναι πάντα κάτι που οι άλλοι πραγματοποιούν ή έχουν ως άμεσο στόχο ζωής.

Στην πορεία, ο κάθε άνθρωπος δημιουργεί κι έναν Ψευδή Εαυτό. Είναι εκείνος που καταλαβαίνει πως δεν χρειάζεται πάντα η επανάσταση και η αντίδραση, και πως σε κάποιες καταστάσεις επιβάλλεται η κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά πάνω από τις προσωπικές αντιδράσεις. Ο Ψευδής Εαυτός μπορεί να εμφανίζεται σε επαγγελματικές στιγμές, όπου θα θέλαμε να εκφράσουμε ανοιχτά την όποια μας διαφωνία, ή σε μία κοινωνική κατάσταση που υπάρχουν συγκεκριμένοι ηθικοί κανόνες. Γενικότερα, ο Winnicott (1965) δεν θεωρούσε τον Ψευδή Εαυτό ως κάτι τελείως αρνητικό, αντιθέτως καταλάβαινε πολύ καλά τη λειτουργία και το λόγο ύπαρξης του. Ωστόσο επέμενε πως για να υπάρξει θετική αφομοίωσή του έπρεπε πρώτα κάποιος να βιώσει τον Αληθή Εαυτό ολοκληρωτικά από τα νηπιακά χρόνια.

Δυστυχώς αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, καθώς μπορεί οι βασικοί φροντιστές να ανάγκασαν το βρέφος να συμβιβαστεί πολύ νωρίς με συγκεκριμένες συμπεριφορές. Ίσως να μην του επέτρεπαν να κλάψει όταν το επιθυμούσε ή να το ανάγκαζαν να υιοθετήσει και να καλλιεργήσει ψυχολογικά χαρακτηριστικά που οι ίδιοι θεωρούσαν αποδεκτά. Μεταγενέστερα, ως ενήλικας ενδέχεται να φροντίζει ολοκληρωτικά τις ανάγκες του συντρόφου του απλώς και μόνο για να μην τον χάσει, να νιώθει εύκολα τύψεις, και να είναι διαχειρίσιμος συναισθηματικά. Στη δουλειά του φαίνεται να είναι υπάκουος και συνεργάσιμος, ωστόσο να μην είναι δημιουργικός.

Το μάθημα που μας έδωσαν τελικά οι μελέτες του Winnicott (1965) πάνω στις συνεδρίες του, είναι πως χρειάζεται αρχικά να περάσουμε από στάδια απόλυτης ελευθερίας, να έχουμε άπλετο χώρο να εκφράσουμε τις ανάγκες μας, προτού μπορέσουμε να βρούμε τα όρια τα δικά μας και των άλλων. Χρειάζεται να δούμε το απέραντο πριν μπορέσουμε να εστιάσουμε στο συγκεκριμένο την κατάλληλη χρονική στιγμή. Μόνο όταν βιώσουμε την εσωτερική μας αλήθεια ολοκληρωτικά θα δούμε πότε μπορούμε να βάζουμε όρια σε αυτή για να κρατάμε ισορροπίες με εμάς αλλά και με τους ανθρώπους γύρω μας.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Winnicott, D.W. (1965). The Maturational Processes and the Facilitating Environment. Int. PsychoAnal. Lib., 64:1-276. London: The Hogarth Press and the Institute of Psycho-Analysis.